Καλομενόπουλους αναζητάμε στο Αμάρι, συνήθως, αλλά με κατάπληξη ανακαλύψαμε ένα σημαντικό της πολύκλαδης, όπως αποδεικνύεται, οικογενείας στη Σύρο.
Τον εντοπίσαμε σε μια εργασία που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» το 1964 και υπογράφεται από τον Κ. Παπαδάκη, διευθυντή Κέντρου Κοινωνικής Προνοίας Κυκλάδων.
Πρόκειται για τον Νικόστρατο Καλομενόπουλο, από τους σημαντικότερους στρατιωτικούς συγγραφείς αλλά και μεγάλο αγωνιστή, αφού αφιέρωσε τη ζωή του στους εθνοαπελευθερωτικούς αγώνες.
Μια αναζήτηση του προσώπου και στο αρχείο των δημοσιευμάτων του κ. Γιώργου Εκκεκάκη, από τις εγκυρότατες πηγές μας, επιβεβαιώνει ότι ο Νικόστρατος θεωρείται μέχρι στιγμής ο διαπρεπέστερος ίσως φορέας του επωνύμου με μια ασυνήθιστη πατριωτική δράση.
Ανήκει σε παρακλάδι της οικογένειας των Καλομενόπουλων που βρέθηκαν στη Σύρο. Μια οικογένεια που έχει να αναδείξει και μερικούς ακόμα σημαντικούς σε διάφορους τομείς που ήταν αδελφοί του.
Ποιος ήταν όμως ο ήρωας αυτός που δεν απουσίασε από κανένα προσκλητήριο της πατρίδας;
Aπό νωρίς στο μετερίζι
Γεννήθηκε στη Σύρο το 1865 και η πατριωτική του δράση για τη λευτεριά της Κρήτης ξεκινά πολύ νωρίς.
Σπούδασε στη Σχολή Υπαξιωματικών, από την οποία αποφοίτησε το 1891, ως ανθυπολοχαγός του πεζικού. Ανήκε στην ιδρυτική ομάδα της Εθνικής Εταιρείας και ήταν από τα πιο δραστήρια μέλη της.
Το 1892, παίρνει μέρος, ως αξιωματικός, σε μια ειδική αποστολή, που είχε σκοπό τη μελέτη και τοπογραφία της Κρήτης. Κίνησε όμως τις υποψίες των Τούρκων που δεν άργησαν να τον συλλάβουν, να τον φυλακίσουν και αργότερα να τον απελάσουν.
Το 1894 ωστόσο κατάφερε να δημοσιεύσει το έργο του αυτό με τίτλο « Τοπογραφία και Οδοιπορικά της νήσου Κρήτης»
Το 1896, βρίσκεται στο Ρέθυμνο και εκλέγεται από τους συμπατριώτες του Γενικός αρχηγός της Επαρχίας Αμαρίου.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα του Κ. Παπαδάκη, που δημοσιεύεται στην «ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» το 1897, ο Νικόστρατος, παίρνει μέρος στην αποβατική επιχείρηση της Κρήτης ως ανθυπολοχαγός και είναι ο πρώτος που αποβιβάστηκε στην Κρήτη, ως επικεφαλής του πρώτου αποβατικού τμήματος του σώματος που αποτελούσαν Κρήτες αγωνιστές. Κι εδώ στην Κρήτη διακρίθηκε για τη γενναιότητά του.
Στο νησί πήρε μέρος στις πιο σημαντικές πολεμικές επιχειρήσεις και ιδιαίτερα στην εκπόρθηση του οχυρού της Μαλάξας.
Και μακεδονομάχος
Μετά τον θάνατο του μακεδονομάχου Παύλου Μελά, σπεύδει από τους πρώτους να βοηθήσει τον μακεδονικό αγώνα. Με το ψευδώνυμο καπετάν Νίδας, ηγείται αντάρτικου σώματος, το 1905 και ο ηρωισμός του γίνεται αντικείμενο υπέρμετρου θαυμασμού από τους συναγωνιστές του. Αυτός και ο καπετάν Βάρδας, ο περίφημος Γεώργιος Τσόντος από τα Σφακιά, που είχε διαδεχθεί τον Παύλο Μελά, κυριολεκτικά αποθεώνονται για τη δράση τους.
Διαβάζουμε σχετικά με την πορεία του σε κείνες τις επικές στράτες, στο κεφάλαιο « Ο ένοπλος αγώνας στην κεντρική και δυτική Μακεδονία κατά το έτος 1905» που δημοσιεύεται σε εγκυρότατη ιστορική ιστοσελίδα και παραθέτουμε το απόσπασμα που δείχνει ότι ο Καλομενόπουλος είχε συνείδηση στρατιώτη και ποτέ δεν παρέβη οδηγίες και εντολές ανωτέρων του ακόμα κι αν θα τον οδηγούσαν στο θάνατο ή σε φρικτές περιπέτειες.
«Το Σάββατο του Λαζάρου, το μεγάλο σώμα του Καλομενόπουλου (καπετάν Νίδας) το οποίο βρισκόταν καθοδόν προς τον τομέα Μοριχόβου Γκραντέσνιτσας, κυκλώθηκε από 200 περίπου Τούρκους στην Μπελκαμέν.
Ο Καλομενόπουλος ακολουθώντας κατά γράμμα τις οδηγίες που είχε, αποφάσισε να μην πολεμήσει με τον τουρκικό στρατό και να παραδοθεί.
Ορισμένοι από τους υπαρχηγούς του ωστόσο ήταν αποφασισμένοι να πραγματοποιήσουν έξοδο και το έκαναν. Ο Αντώνης Τσίτουρας και ο καπετάν Ρέμπελος (Χρήστος Τσολακόπουλος), ο οποίος τραυματίστηκε, κατόρθωσαν να διαφύγουν με πενήντα πέντε περίπου άντρες.
Αρκετοί (ανάμεσά τους και ο Λαμπρινός Βρανάς) σκοτώθηκαν. Ο Καλομενόπουλος και σαράντα πέντε περίπου άντρες παραδόθηκαν.
Όταν έλαβε χώρα το επεισόδιο αυτό, ο Μακρής βρισκόταν κοντά στο Λέχοβο και μόλις το έμαθε έσπευσε σε βοήθεια του Καλομενόπουλου, συγκεντρώνοντας στον δρόμο μέρος από το δικό του σώμα που είχε διασπαρθεί.
Έφτασε σε ένα από τα λημέρια στου στους πρόποδες του όρους Βίτσι απέναντι από τη Μπελκαμένη το πρωί του Πάσχα και βρήκε εκεί τον πληγωμένο καπετάν Ρέμπελο, τον Τσίτουρα και όλους όσοι είχαν διαφύγει. Αφού ένωσαν τις δυνάμεις τους για λίγες μέρες, διέτρεξαν την περιοχή, συγκρούστηκαν με ένα τοπικό εξαρχικό σώμα, από το οποίο σκότωσαν έξι άντρες.
Λίγο αργότερα, σύμφωνα με τις εντολές του Κέντρου Μοναστηρίου, ο Ρέμπελος και ο Τσίτουρας μετακινήθηκαν προς το Μορίχοβο όπου τους περίμενε ο καπετάν Ζώης Αντώνης. Σεμνός καθώς ήταν, αναγνώρισε ως αρχηγό τον καπετάν Ρέμπελο και συνέχισαν τη δράση τους στο Μορίχοβο» (e-istorias.wordpress.com και grandlod.gr)
Οπλαρχηγός στη Φλώρινα
Ο Καλομενόπουλος έδρασε λοιπόν ως οπλαρχηγός στην περιφέρεια Φλωρίνης κατά των Βουλγάρων και των Τούρκων. Κρατήθηκε τρία χρόνια αιχμάλωτος στο Μοναστήρι και κάποια στιγμή κατάφερε να αποδράσει.
Ο Νικόστρατος Καλομενόπουλος παραμένει ένας άγρυπνος στρατιώτης στην υπηρεσία της πατρίδας του.
Το 1912, συμμετείχε στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο και τραυματίστηκε στη μάχη του Σαρανταπόρου.
Στη συνέχεια έγινε διοικητής της Κρήτης και της Λέσβου και το 1916 προσχώρησε στο κίνημα της Θεσσαλονίκης, ηγηθείς μάλιστα των προσφυγόντων στην Κωνσταντινούπολη Αξιωματικών Εθνικής Άμυνας που τον όρισαν αρχηγό τους.
Διετέλεσε φρούραρχος Σμύρνης
Το 1919 προβιβάστηκε σε υποστράτηγο και διορίστηκε διοικητής της 8ης Μεραρχίας. Διετέλεσε φρούραρχος Σμύρνης. Αποστρατεύθηκε το 1921, οπότε και αφοσιώθηκε στις διάφορες τοπογραφικές και στρατιωτικές του μελέτες.
Άφησε ένα εξαιρετικά σημαντικό συγγραφικό έργο για τη στρατιωτική οργάνωση της ελληνικής αυτοκρατορίας του Βυζαντίου (1937) και επάξια θεωρείται από τους σημαντικότερους στρατιωτικούς συγγραφείς. Πέθανε στην Αθήνα το 1952.
Άγνωστος στον τόπο του
Όπως συμβαίνει συνήθως και ο Νικόστρατος Καλομενόπουλος, ενώ αναφέρεται σε έγκριτα λεξικά και μελέτες είναι άγνωστος στον τόπο του.
Οι άνθρωποι όμως εκείνης της εποχής, ποτέ δεν επιδίωξαν την προσωπική τους προβολή και καταξίωση με δημόσιες σχέσεις. Άφησαν την πορεία και το έργο τους να στοιχειοθετήσουν την υστεροφημία τους. Και ο Νικόστρατος Καλομενόπουλος, ενώ έδωσε τα πάντα για την πατρίδα του δεν διεκδίκησε καμιά διάκριση, μένοντας απλός και αξιοπρεπής μέχρι το τέλος της ζωής του.
Όπως όλοι οι σημαντικοί και μεγάλοι αυτού του τόπου.