Του ΑΝΤΩΝΗ ΝΟΥΚΑΚΗ
Στη μνήμη, όσων τον γνώριζαν, έχει καταγραφεί ως άνθρωπος ευφυής, επινοητικός και εφευρετικός, με εξαιρετική ευχέρεια σε πολλών ειδών κατασκευές. Είχε την ικανότητα να επινοεί και να κατασκευάζει εργαλεία και μηχανισμούς που να ανταποκρίνονται στις άμεσες βιοτικές ανάγκες, προσαρμοσμένα στις συνθήκες του τόπου και τα δεδομένα της χρονικής περιόδου. Σε τόπους, όπως τα απομονωμένα ορεινά χωριά του Αμαρίου την εποχή εκείνη σε συνθήκες προβιομηχανικής περιόδου, αυτές οι ικανότητες ήταν τεράστιας σημασίας στην αντιμετώπιση προβλημάτων του καθημερινού βίου. Χαρακτηριστικός είναι ένας διάλογος μεταξύ δύο Κουρουθιανών που διασώζεται σε ανεκδοτολογικές διηγήσεις:
– Παραπονιέται ο ένας πως έχει μπλοκάρει το τουφέκι (ν) του και δε (ν)κατέχει ίντα να κάμει… μη στενοχωριέσαι Μανελιό, αυτό θα το τακτοποιήσει του Νουκακιού το εργαλείο…
– Όταν ο Τσούπης έπρεπε να μεταφέρει τα βαριά εξαρτήματα του εργοστασίου που ήθελε να εγκαταστήσει στη Νίθαυρη, από το σημείο που έφθανε αυτοκίνητο, 5-6 χιλιόμετρα μακριά, ανέθεσε στον Νουκογιώργη την κατασκευή ειδικού αραμπά κατάλληλου για τον κακοτράχαλο στενό αγροτικό δρόμο.
Από τις επινοήσεις και κατασκευές που πραγματοποίησε στον σύντομο βίο του, ελάχιστες περισώζονται. Η ραγδαία εξέλιξη του τρόπου ζωής την μεταπολεμική περίοδο τα κατέστησαν ανενεργά και κανείς δεν φρόντισε να τα διατηρήσει ως ιστορικού ενδιαφέροντος αντικείμενα. Δύο από αυτά που σώζονται είναι:
– Το αντικλεπτικό κλειδί με πτυσσόμενο γλωσσίδι για το τυροκέλι του Φούλακα.
– Το εργαλείο για την κατασκευή καρφιών σε διάφορα μεγέθη, πολύ χρήσιμο κυρίως κατά τη διάρκεια της κατοχής σε αρκετές κατασκευές και ιδιαίτερα στην υποδηματοποιία.
Από τις σημαντικές κατασκευές θα αναφερθώ σε δύο:
– Το περιστροφικό άροτρο (αλέτρι). Ήταν μια εξέλιξη του ξύλινου Ησιόδειου αρότρου που ήταν αποκλειστικά σε χρήση από τα προϊστορικά χρόνια, μέχρι εκείνη την περίοδο. Μεταλλική κατασκευή από μια καμπυλωμένη λαμαρίνα με δύο αιχμές στις παρειές και μηχανισμό περιστροφής, αντικαθιστούσε το μονό υνί του Ησιόδειου και έδινε άλλες δυνατότητες στο όργωμα. Όσοι το είχαν χρησιμοποιήσει του αποδίδουν το προσόν ότι ήταν πολύ ελαφρύτερο και πιο εύχρηστο από τα μετέπειτα βιομηχανικά περιστροφικά άροτρα. Αν και υπήρχε μέχρι και τη δεκαετία του 60 δυστυχώς δες περισώζεται σήμερα ούτε ως εικόνα.
– Το πηγάδι. Οι Κουρούτες είναι άνυδρο χωριό με μικρές πηγές διασκορπισμένες σε απομακρυσμένα σημεία στις εξοχές. Για τα πηγάδια του οικισμού η αξιοποίησή τους απαιτούσε εγκατάσταση μηχανισμού άντλησης και παροχής νερού σε συνεχή ροή που θα επέτρεπε το πότισμα αλλά και άλλες εργασίες. Ο μηχανισμός που επινόησε και κατασκεύασε με τα διαθέσιμα τεχνικά δεδομένα ο Νουκογιώργης, παρείχε αυτή τη δυνατότητα. Μια αλυσίδα από γουβαδάκια σε ζεύγη ανεστραμμένων κώνων περιστρέφονται με τη βοήθεια μιας φτερωτής που κατευθύνει το νερό σε κατάλληλες λεκάνες και αγωγούς. Η δύναμη που απαιτείται για την χειροκίνητη περιστροφή της και η ταχύτητα ρυθμίζονται με τη χρήση κατάλληλων γραναζιών. Ο μηχανισμός ήταν σε χρήση μέχρι τη δεκαετία του 70 που ηλεκτροδοτήθηκε το χωριό και αντικαταστάθηκε από την πιο εύχρηστη ηλεκτροκίνητη αντλία. Η ύπαρξή του παρείχε τη δυνατότητα, σε δύσκολες περιόδους, το σπίτι να διαθέτει περιβόλι με οπωροφόρα, εσπεριδοειδή και κηπευτικά, αποστακτήριο (ρακιδιό) με δεξαμενή αποδοτικής ψύξης, και επέτρεπε στην Αναστασία να κάνει μπουγάδα στην αυλή της. Επέτρεπε δηλαδή για τα δεδομένα της εποχής, σε ένα αναλογικά αναβαθμισμένο επίπεδο ζωής.
Για τις κατασκευές είχε δύο εργαστήρια.
– Το σιδηρουργείο στο σπίτι του παππού του, στη θέση Κεφάλι. Οι πρώτες ύλες σωλήνες, γρανάζια άξονες κ.λ.π. προερχόταν -κυρίως μετά τον πόλεμο- από τα πολεμικά «λάφυρα» του Τυμπακίου.
– Το ξυλουργείο, οργανωμένο στο ένα από τα τέσσερα δωμάτια του σπιτιού μαζί με τα πιθάρια των αγροτικών προϊόντων και το τελάρο της Αναστασίας.
Στη δική μου μνήμη, η πιο έντονα καταγραμμένη βέβαια, είναι εκείνη η ανεξίτηλη ισόβια τυραννική εικόνα του τραγικού τέλους του.
Παρηγορητικά γλυκές είναι οι μνήμες της λύρας του και οι ποικίλες εμπειρίες του ξυλουργείου.
Τα εντυπωσιακά στα παιδικά μου μάτια εργαλεία αρίδια, ροκάνια πλάνες πριόνια, με πιο σπουδαίο το μεσαίο πριόνι το εξαρτημένο από ξύλινο πλαίσιο σε σχήμα διπλού (Τ)- το τάνυσμα της λάμας γινόταν με απλό και έξυπνο τρόπο, το στρίψιμο δύο κλώνων σχοινιού συμμετρικών της λάμας.
Οι υφές του λείου πλανισμένου ξύλου και οι έντονες οσμές του λιόξυλου, του κυπαρισσιού και εκείνη, η πιο χαρακτηριστική, από το ξύλο κατράνι που χρησιμοποιούσε για καπάκι λύρας.
Μνήμες προσωπικές, Μνήμες συλλογικές, Μνήμες του τόπου…