Άνοιξη 2019. Και πάλι το Θέατρο Νέων παρουσιάζει τη δουλειά του στη σκηνή της αίθουσας εκδηλώσεων του Κέντρου Νέων του Δήμου Ρεθύμνης, πάνω σε ένα μονόπρακτο ενός εξαιρετικού νεοέλληνα συγγραφέα, την ερχόμενη Παρασκευή 29, Σάββατο 30 και Κυριακή 31 Μαρτίου στις 9:00 μ.μ.
Ο συγγραφέας μας Μήτσος Ευθυμιάδης εξομολογείται ότι «καταστάσεις που ο ίδιος έζησε στα παιδικά του χρόνια έπλασαν τον καταχειμαζόμενο ήρωα του μονόπρακτου αυτού. Πρόκειται για έναν φακίρη ελεεινής μορφής. Για ένα σούπερ λούμπεν, που όντας προϊόν της κόλασης του κατεστημένου, αλλοτριωμένο σε ανεύθυνο υποκείμενο, μικρογραφεί ασυναίσθητα και αναπαράγει τη θηριωδία του λες εκδικητικά σε βάρος της μόνης ύπαρξης που του βολεί αποδώ και μπρος να εξουσιάζει. Σε βάρος μιας γυναίκας καλύτερής του που, μιας και την «έσωσε» από την πορνεία, τώρα προσέχει να μην την χάσει, μόνο και μόνο για να ‘χει κάθε τόσο την ευχαρίστηση να τιμωρεί την υπεροχή της εκβιάζοντάς την».
Ο φακίρης ως χαρακτήρας είναι προϊόν του κοινωνικού συστήματος, ένα καταπιεσμένο άτομο που κινείται στο περιθώριο της παραγωγής, αποδέχεται ως μεταφυσικά αναγκαίο το σχήμα «καταπιεστής-καταπιεζόμενος» και είτε ηδονίζεται αναμηρυκάζοντας την καταπίεσή του είτε ονειρεύεται την ηδονή του καταπιεστή. Συχνά αναπαράγει το σχήμα στο περιβάλλον του και ασκεί την εξουσία του σε πιο αδύναμα άτομα γύρω του είτε στο χώρο της φαντασίας. Καταπιέζει την πόρνη σύντροφό του, αναπαράγοντας το καταπιεστικό σύστημα στη σχηματοποίηση «θαυματοποιός-καπάτσος-απατεώνας» σε σχέση με την αγαθοσύνη-συναίσθημα-φαντασία, που εκπροσωπεί η πόρνη.
Οι ήρωες γίνονται χαρακτήρες, αυτοπροσδιοριζόμενοι με την ατομική τους ψυχογραφία και προσδιοριζόμενοι από τις σχέσεις τους με τους συνανθρώπους τους. Προσπαθούν να δώσουν μία διέξοδο στο τραυματισμένο εγώ τους και να το δικαιώσουν. Έτσι γίνονται ήρωες ιλαροτραγικοί. Και όχι σπάνια ο κλαυσίγελος δεσπόζει στην παράσταση παρά την κωμική τους επίφαση.
Ο Μήτσος Ευθυμιάδης με το σύνολο του έργου του εισχωρεί στον ψυχισμό του νεοέλληνα, στις συσχετίσεις των ανθρώπων μέσα στη ζωή, ανατέμνει την ίδια τη ζωή και τη μεταφέρει σε θεατρική γραφή. Οι ήρωές του τελικά δεν είναι άνθρωποι του κοινωνικού περιθωρίου, όπως ίσως φανεί με μια πρόχειρη ματιά. Απεναντίας, κυκλοφορούν ανάμεσά μας με την τραυματισμένη τους προσωπικότητα, με τις αποτυχίες τους, σημαδεμένοι από την ήττα τους. Ζουν δίπλα μας, μέσα στην κοινωνία μας και μόνο η θεατρική χαρακτηρολογία, που τους έδωσε ο συγγραφέας, τους κάνει να φαίνονται προς στιγμήν ότι δεν έχουν σχέση «με μας».
Ο συγγραφέας έχει την ικανότητα να ψυχογραφεί τους χαρακτήρες του και να τους διαπλάθει αισθητικά μέσα στον κοινωνικό, ιδεολογικό, ταξικό, μορφωτικό περίγυρό τους, μέσα στο κλίμα που ζουν και διαμορφώνονται. Τα πρόσωπά τους, αν και δεν μπορούν να χαρακτηριστούν τραγικά, κινούνται και συμπεριφέρονται βουτηγμένα μέσα στο κοινωνικό δράμα της εξάρτησης, της εκμετάλλευσης από τον ισχυρότερο. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα πρόσωπά του ανήκουν στη μεγάλη ανώνυμη αγωνιζόμενη ή παραπλανημένη λαϊκή μάζα. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η κύρια αρετή του συγγραφέα. Οι άνθρωποί του που μένουν στο χθες, στο περιθώριο, στο ανέλπιδο μέλλον, κουβαλώντας τα τραύματά τους, την αδυναμία τους να αντιδράσουν, δε μένουν περιφρονημένοι από το συγγραφέα. Αντίθετα, τους νιώθει, τους πονά.
Όπως σε όλα τα έργα του Ευθυμιάδη, έτσι και στη «Νυχτερινή παράσταση» η πλοκή είναι στοιχειώδης. Το στοιχείο της δράσης περιορίζεται στο διάλογο. Τα πρόσωπα αυτοχαρακτηρίζονται από όσα λένε. Οι ήρωες είναι σχεδόν φλύαροι. Ένα λαϊκό λεξιλόγιο, όπου ανακατεύεται η αργκό με καθαρευουσιάνικα κλισέ, οι ξενισμοί με καμώματα λογιότατα, αιμοδοτεί τη διαμόρφωση των χαρακτήρων και τη δομή του έργου. Η γλώσσα του Ευθυμιάδη «κάνει μια αγωνιώδη προσπάθεια» να σχηματιστεί λόγος μέσα από μια τερατώδη λαλιά. Έχουμε, λοιπόν, μια λούμπεν-γλώσσα, ένα εργαλείο που δεν έχει συνείδηση του ρόλου και της ευθύνης της χρήσης του. Η γλώσσα των ηρώων του δεν αποδεικνύει τίποτα εκτός από το ό,τι μιλιέται. Και αν ο συγγραφέας σταματούσε εδώ, το πράγμα θα είχε ίσως μόνο φιλολογικό ενδιαφέρον. Όμως προχωρεί και καταφέρνει να δείξει πως η γλώσσα παράγει συνεχώς έναν κοινωνικό χαρακτήρα και πλάθει ένα περιβάλλον που μέσα του ο χαρακτήρας «ζει».
Τη σκηνοθεσία της παράστασης υπογράφει ο Μανώλης Ζαχαράκης.
Παίζουν: Λευτέρης Λενταράκης, Κορίνα Χατζηδάκη.
Είσοδος ελεύθερη.