Η φαντασία, μάλιστα, ανατρέπει σαν ζόμπι του σινεμά τη σχέση του υποκειμένου με το αντικείμενο. Σήμερα, σε μια εποχή που πιστεύει πιο πολύ στις ψηφιακές ποιήσεις του υπολογιστή παρά στα επιχειρήματα του ανθρώπινου πολιτικού λόγου (όπου αυτός ακόμα επιζεί, ανάμεσα σε νέφη λαϊκισμού και ψευδουμανιστικής ρητορείας), «ο ζωντανός νεκρός» μετενσαρκώνεται από καθαρά φανταστικό, δεισιδαιμονικό και οξύμωρο σχήμα λόγου, σε μια φιλοσοφική μεταφορά με εμφανές κοινωνιολογικό νόημα και πολιτικό υπόβαθρο. Συμφωνώντας με τον Ζιζέκ, «τα όνειρα δεν είναι πλέον για εκείνους που δεν αντέχουν την πραγματικότητα όπως την εννοούμε κάθε μέρα, αλλά η πραγματικότητα είναι αυτή καθαυτή για εκείνους που δε μπορούν να αντέξουν το πραγματικό έτσι όπως αναγγέλλεται στα όνειρά τους».
Οι γοητευτικές αυτές σκέψεις δεν είναι μόνο όμορφα λόγια και άσπιλη θεωρία: μας διδάσκουν κάτι. Αδράνεια σημαίνει όχι-ζωή, και όχι θάνατο όπως πολλοί δειλά πιστεύουν: εκείνος που δε δρα απλά δεν υπάρχει (γιατί κι ο θάνατος μες στη ζωή ανήκει, εκτός κι αν ξέρετε κάποιον που δεν πέθανε ποτέ), δεν ανήκει στην «οικονομία» των σχέσεων που καθορίζουν και συντηρούν αυτό που εστί «ζωή» ή «ιστορία», και που άλλο τίποτε δεν είναι παρά αέναη αλλαγή, μικροσκοπική και μακροσκοπική εξέλιξη. Οι σκέψεις αυτές διδάσκουν επίσης ότι σε μια δύσκολη οικονομική, πολιτική και κοινωνική καθημερινότητα, «ζωντανός νεκρός» σ’ αυτή τη χώρα είναι κάθε πολίτης της που δεν παραδέχεται ότι η σύγχρονη Ελληνική κοινωνία, η πολιτική της σκηνή και τα διπολικά συστήματά της (τουλάχιστον αυτά που προέκυψαν από τη Μεταπολίτευση του ‘74 και τον πράσινο «εκ-φυλισμό» του ‘81) πρέπει να αλλάξουν, να εξελιχθούν διαφορετικά. Ο «ζωντανός νεκρός» είναι πράγματι ένα ον υπαρκτό χάρη στην προηγούμενη ιστορία (αληθινή, άρα και εθνική κατά το Σολωμό -ΟΧΙ «εθνικιστική»!) και νομοθεσία του (π.χ. το Σύνταγμα και τα Πιστεύω του). Από την άλλη πλευρά, η εθνική κρατική οντότητα και τα συστήματά της σήμερα (π.χ. φορολογία, πρόνοια, εκπαίδευση κτλ) καθιστούν τον αληθινό, ζωντανό αυτό οργανισμό «γραφειοκρατικά» νεκρό, ή εθνικά «πτωχευμένο», ανίκανο να επιβιώσει από μόνος του, σαν αυτόνομο υποκείμενο.
Επομένως, όταν μιλάμε για Ευρωπαϊκή Ένωση και Ελληνικό Κράτος δε σημαίνει μόνο ότι μιλάμε για άβουλα «μνημόνια» και «ευρώ» ως αντικείμενα, σημαίνει επίσης την επιθυμία να υπάρχουν σχέσεις ζωτικής, αντικειμενικής «συμμαχίας» και υποκειμενικής, εθελούσιας «αλληλεγγύης» και από τις δύο οντότητες (έτσι όπως το σύνολο των ιστορικών τους τομών τις διέπλασε). Υποκειμενικά όνειρα για κάποιους, τα πιο αντικειμενικά όνειρα θα αντέλεγε ο Καρλ Μαρξ ή, ίσως πιο πιθανά, ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα… Κι όμως, τι πιο αντικειμενικό και υποκειμενικό μαζί, θα πρόσθετε κάποιος άλλος σοφός ή σοφή, είναι για κάποιον σήμερα να θεωρεί εαυτό, ύπαρξη και σκέψη -μαζί και όνειρα- ως «αποτέλεσμα» ή «ατύχημα/ευτύχημα» μίας και μόνο πολιτισμικής διεργασίας;
Από την εποχή της «κρίσης», η εποχή της «ανάπτυξης» πλασάρεται ως λύση-ποίημα, ως τεχνοκρατική πατέντα κωδικοποιημένη σε λέξεις-κλειδιά όπως μνήμη, συνεργασία και επιβίωση, όταν κάθε άλλο παρά αυτές οι τρεις συγκεκριμένες προϋποθέσεις την ορίζουν de facto: ανάπτυξη δε σημαίνει όμως κρατάμε το «σάπιο» ή το «άδοξα δοκιμασμένο» και το αναστηλώνουμε κακήν-κακώς, όπως μπαλώνουμε ένα δρόμο που θα καταστεί άχρηστος με την πρώτη βροχόπτωση. Ανάπτυξη σημαίνει ότι το υπάρχον διευρύνεται και γίνεται πιο ποιοτικό όσο και πληθωρικό, ανομοιογενές, ότι νέα πράγματα δημιουργούνται. Η «κρίση» προέκυψε από τα ανήθικα ρίσκα των «παιχνιδιάρηδων» καρχαριών του καπιταλισμού, απ’ έξω, και από την «κομματικοποίηση»/«ρουσφετοποίηση» αλά ΠΑΣΟΚ, ΝΔ. της δημόσιας ζωής από τη δεκαετία του ‘80 ως τα σήμερα, από μέσα (τα ζήσαμε, τα ξέρουμε, τα θυμόμαστε …ελπίζω): δεκτό ως αμαρτία, δεκτές και οι συγγνώμες (αν υπάρχουν…). Η «ανάπτυξη» όμως θα έρθει, κάποτε, από τον τελείως αντίθετο δρόμο: από την ηθική δράση σοβαρών φιλοκοινωνικών και φιλοπολιτικών παραγόντων, είτε αυτοί είναι άνθρωποι με κριτική σκέψη και εμπάθεια για τους συμπολίτες τους, είτε ομάδες-κινήματα δημόσιας αντιπροσώπευσης δικτύων τέτοιων πολιτών (και όχι μοντέρνων ιδεολογιών). Εκεί πάσχουμε, εκείνες είναι οι ελλιπείς πρακτικές και νοοτροπίες που εξηγούν γιατί και πώς τα παράδοξα του Ellada επιμένουν και απομένουν: βλέπε π.χ. βία και νοθεία στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο, ή αναποτελεσματικότητα στην από-συστηματοποίηση της φοροδιαφυγής παρά την μηχανογράφηση των φορολογικών και ελεγκτικών συστημάτων: εύγλωττα παραδείγματα… Οι ιδεολογίες μάλιστα, ήδη συμμάχησαν μετεκλογικά το 2012, και δείχνουν τρομερή αλληλεγγύη η μία στην άλλη (φιλελευθερισμός, εθνικισμός, σοσιαλδημοκρατία και ριζοσπαστισμός) προς συντήρηση ενός σκηνικού ηγεμονικής εξουσίας, όπου μόνα θύματα είναι οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι και οι νέες γενεές: το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον της Ελλάδας εν ολίγοις…
Που καταλήγουμε; Θέλουμε αλλαγή σελίδας! Γιατί; Γιατί αλλιώς θα πάψουμε να «υπάρχουμε»: σαν αυτοδύναμη Ελλάδα και σαν διακριτός λαός. Πρωτίστως όμως, γιατί κανένας Έλληνας και κανείς Ευρωπαίος δεν είναι «ζόμπι» (ζόμπι δεν γεννιόμαστε, αλλά γινόμαστε, και μάλιστα αφού πεθάνουμε…). Μας το έδειξε η Γαλλική Επανάσταση, η Βιομηχανική Επανάσταση, η Ελληνική Επανάσταση, οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι, ο δικός μας Εμφύλιος, η διεθνής τρομοκρατία (με όπλα και χωρίς), η κρίση και η «από-κριση»… Πώς μπορεί λοιπόν να αλλάξει αυτή η σελίδα, έχοντας ήδη στη διάθεσή μας «δυτικού τύπου» επικοινωνιακές υποδομές και την συγκριτικά πιο μορφωμένη γενιά Ελλήνων όλων των εποχών (αν δεν το στερήσουμε ή δε μας το στερήσουν και αυτό…);
Αν φανταστούμε ότι η σελίδα τελείωσε και ότι το βιβλίο συνεχίζεται, αφού παραδεχτούμε το αναπόφευκτο, η πολιτική συζήτηση (διάλογος) θα πρέπει να αρχίζει να επιδιώκεται αντί να περιθωριοποιείται ή να «παραθυροποιείται». Η Ιταλία και το Κίνημα Πέντε Αστέρων δείχνει παραδόξως ένα δρόμο! Το Facebook και το Twitter ως πρώτες προτιμήσεις κοινωνικής δικτύωσης, ενημέρωσης και ανατροφοδότησης οποιουδήποτε διαλόγου, δείχνουν επίσης ότι κοινή πολιτική οργάνωση έξω από συστηματικά πολιτικά πλαίσια είναι όχι μόνο δυνατή, αλλά και αναγκαία για την πιο επίσημη, ουσιώδη, επόμενη πολιτική αντιπαράθεση: αυτήν στους τέσσερις τοίχους της Βουλής. Γιατί λοιπόν, αντί για να «ποστάρουμε» απλά και μόνο για τα «δημοκρατικά» like των «φίλων» στο μικρόκοσμό μας, δε φανταζόμαστε ότι με την όμορφή μας γλώσσα που διέπει επιστημονικές ορολογίες και κοσμοθεωρίες, μπορούμε και πρέπει να πούμε τι και ποίοι είμαστε εμείς οι Έλληνες για τους άλλους (γιατί εμείς αποφασίζουμε για «την ελευθερία ή το θάνατό μας»): στους Ευρωπαίους, τους μη Έλληνες, αλλά και στον καθένα που νιώθει κάπου ανάμεσα, μέσα κι έξω από τη χώρα όπου έκανε τη Δύση να ανατείλει.
(Συνεχίζεται με τη Δύση…)
Για όσους ενδιαφέρονται: <http://el.wikipedia.org/wiki/Σλάβοϊ_Ζίζεκ> και <http://www.youtube.com/watch?v=RjJaheN_S20>
Οι ανεμογεννήτριες του Γκλέτσου και τα οφέλη του debate του ΣΥΡΙΖΑ
Αν κάτι μείνει στην ιστορία από το debate του ΣΥΡΙΖΑ αυτό θα είναι σχεδόν σίγουρα το κορυφαίο πολιτικό meme της...