Κάθε φορά που γίνεται αναφορά στην ταπεινότητά μου και στην όποια δραστηριότητα έχω αναπτύξει, σκέπτομαι πραγματικά πως για τον ευλογημένο αυτό τόπο ό,τι και να προσφέρει κανείς είναι ελάχιστο.
Θυμάμαι όταν είχα έρθει ως «νύφη» το 1972 να εγκατασταθώ μόνιμα στο Ρέθυμνο. Ήταν τόση η αγάπη, τόσος ο σεβασμός των ντόπιων, που μέσα σε δυο μήνες είχα προσαρμοστεί εντελώς. Συμμετείχα ισότιμα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, χωρίς ποτέ να αισθανθώ παρείσακτη στις συντροφιές. Κι όπως διαπίστωσα, με τον καιρό, δεν ήμουν η μόνη «νύφη» που ένοιωσα το Ρέθυμνο δεύτερη πατρίδα μου.
Προηγήθηκαν άλλες όπως και ακολούθησαν εκλεκτές κυρίες που τιμούν την πόλη αυτή με τη δράση τους.
Ας ξεφυλλίσουμε λοιπόν σήμερα, το κεφάλαιο «Νύφες του Ρεθύμνου», ξεκινώντας από την αγαπημένη μου Λέλα Κούνουπα, που ενώ δεν τη γνώρισα ποτέ, τη λάτρεψα λόγω της φροντίδας της, μέχρι αυταπάρνησης, για όλο το προσφυγικό στοιχείο του τόπου.
Λέλα και Μέτα Κούνουπα
Η Λέλα Κούνουπα το γένος Καραπατάκη, μας ήρθε από τα Χανιά, νύφη της ιστορικής οικογένειας των φαρμακοποιών το 1917.
Ήταν μια πανέμορφη γυναίκα που επάξια κέρδισε την καρδιά του φαρμακοποιού Γιάννη Κούνουπα.
Είχε τελειώσει το Αρσάκειο όπως αρκετές από τις κοπέλες της υψηλής κοινωνίας στον καιρό της. Η πόλη μας την κέρδισε αμέσως με τη μακραίωνη ιστορία και τον πολιτισμό της. Γιατί η νεαρή κοπέλα διέθετε παρά την ηλικία της ζηλευτή μόρφωση.
Τα ανήσυχο πνεύμα της όμως δεν της επέτρεπε να περιοριστεί στα καθήκοντα μιας υποδειγματικής οικοδέσποινας, όπως επέβαλε η θέση της στην κοινωνική ιεραρχία.
Ξεκίνησε να δημοσιογραφεί με το ψευδώνυμο «Σείριος» σε θέματα ποικίλου ενδιαφέροντος. Πώς να υπογράφει κείμενα στην εφημερίδα μια γυναίκα εκείνες τις εποχές; Είχε όμως αρκετούς φανατικούς αναγνώστες που είχαν γοητευθεί με την «ζωντανή» πένα και το γλαφυρό ύφος του άγνωστου κειμενογράφου.
Ο σύζυγος που τη λάτρευε προσπάθησε με πολλή διακριτικότητα να της επισημάνει κάποιες συμπεριφορές που ήταν «κόκκινο» πανί για τον καθωσπρεπισμό εκείνων των καιρών. Αυτό που τον ανησυχούσε περισσότερο ήταν η ευαισθησία που την κυρίευε όταν συναντούσε εικόνες αθλιότητας. Κι ήταν αρκετές.
Εκείνη με τη γλυκύτητα που τη διέκρινε και το χαμόγελο που κέρδιζε μικρούς και μεγάλους προσπαθούσε να εξηγήσει τις αφορμές που την έκαναν επικίνδυνα παρορμητική.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν άρχισαν να φθάνουν στο Ρέθυμνο οι πρώτοι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Άκουγε για το γεγονός η Λέλα Κούνουπα και τα βράδια δεν έκλεινε μάτι.
Σκεπτόταν τους περήφανους εκείνους ανθρώπους να πεινούν, αλλά να μην απλώνουν χέρι επαιτείας από αξιοπρέπεια, μετρούσε τα θύματα από ασιτία και δεν μπορούσε να ησυχάσει.
Άφησε λοιπόν στην άκρη τους ενδοιασμούς και τις απαγορεύσεις που της επέβαλε το φύλο και η κοινωνική της θέση και ξεκίνησε πόρτα πόρτα να ζητά βοήθεια για τους πρόσφυγες.
Στην αρχή προκάλεσε ξάφνιασμα η κίνηση αυτή και ίσως σχόλια. Εκείνη όμως θαρραλέα συνέχισε την προσπάθεια μέχρι που πέτυχε τον στόχο της. Οργανώνει συσσίτια, μαζεύει είδη πρώτης ανάγκης, αναζητά στέγη να βολέψει τους ξεριζωμένους. Η υπέροχη αυτή γυναίκα στέγνωσε πολλές φορές τα δάκρυα από τα μάτια παιδιών της προσφυγιάς που η στέρηση τα έκανε τόσο δυστυχισμένα.
Κι ήρθε ο πόλεμος, να σπείρει τον όλεθρο και να δημιουργήσει πρόσθετες ανάγκες στον άμοιρο πληθυσμό. Η σκλαβιά δεν αφήνει σε ησυχία τις αδούλωτες ψυχές και βρίσκει πρόσφορο έδαφος η Εθνική Αντίσταση για να φουντώσει.
Η Λέλα Κούνουπα δεν μένει αδιάφορη. Κι είναι πολύτιμη, γιατί ξέρει να φέρνει σε πέρας κάθε της αποστολή με τη μεθοδικότητα που τη διακρίνει.
Οι αγώνες του λαού μας την είχαν ένθερμη οπαδό και ποτέ δεν απουσίασε από την οδό του χρέους.
Δεν είναι τυχαίο επομένως ότι τα παιδιά της ακολούθησαν τους ίδιους δρόμους με τις ίδιες ευαισθησίες για τον πάσχοντα συνάνθρωπο.
Κι είχε πάντα η αξιοθαύμαστη αυτή γυναίκα την υποστήριξη του συζύγου της που διέθετε πρωτοποριακό πνεύμα για την εποχή του.
Μια ακόμα «νύφη» της οικογένειας Κούνουπα, κόσμησε το Ρέθυμνο. Ήταν η Μέτα Βεκιαρίδου που παντρεύτηκε τον Ανδρέα, γιο της Λέλας και ήρθε στο Ρέθυμνο το 1952.
Φαρμακοποιός και αυτή ήταν πολύτιμη συνεργάτις του συζύγου της. Ενώ όμως είχε τόσο έντονη προσωπικότητα, ήθελε πάντα να ζει στη σκιά του.
Θυμάμαι όταν πήγαινα στο φαρμακείο και ήθελα κάποια πληροφορία μου έδινε την απάντηση αλλά πρόσθετε με κείνο το γλυκύτατο χαμόγελό της.
«Περίμενε να ρωτήσουμε τον Ανδρέα».
Η Μέτα είχε κι άλλα ταλέντα που με κόπο τα εντόπιζε κάποιος εκτός οικογενείας Κάποτε μου έδωσε κάποιους στίχους που είχε γράψει για μένα (είχαμε αναπτύξει στενή φιλική σκέψη) κι έμεινα κατάπληκτη γιατί κατείχε την τεχνική του μέτρου και της ρίμας αξιοθαύμαστα. Έτσι έμαθα, από «σπόντα», ότι γράφει ποίηση αλλά και εξαιρετικά κείμενα. Είναι από τους στόχους μου, ό,τι ανακαλύψω από τα κείμενα αυτά να το αναρτήσω στην ιστοσελίδα μου.
Θυμάμαι όταν απέκτησε το πρώτο της εγγόνι. Μου περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια τα συναισθήματά της και τα πανέμορφα μάτια της δάκρυζαν.
Ανδριανή Δρανδάκη
Μια ακόμα «νύφη» που ανέπτυξε μεγάλη κοινωνική δράση είναι η κ. Ανδριανή Δρανδάκη. Προέρχεται από επιφανή οικογένεια της Σπάρτης. Ευτύχησε να συνδέσει τη ζωή της με τον επιφανή δικηγόρο κ. Γεώργιο Δρανδάκη και να δημιουργήσει μαζί του μια υπέροχη οικογένεια.
Η κ. Νούλα όπως μάθαμε να την αποκαλούμε με μεγάλη αγάπη, διέπρεψε στο Λύκειο Ελληνίδων.
Όπως βλέπουμε στα πρακτικά του, για 35 χρόνια πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες στο ιστορικό σωματείο. Ποτέ δεν παραπονέθηκε όταν την ενοχλούσαμε για να μας δώσει το κλειδί της αίθουσας. Ξέραμε όμως ότι έπρεπε να σεβαστούμε απόλυτα τον χώρο που εκείνη ένοιωθε όπως το σπίτι της. Εκεί βλέπαμε την αυστηρή της πλευρά, αν και ποτέ δεν της έλειψε η ευγένεια που τη διακρίνει.
Είχε δοθεί ολόψυχα στο Λύκειο Ελληνίδων και το υπηρετούσε με αυταπάρνηση εκμεταλλευόμενη και το γεγονός ότι το σπίτι της ήταν κοντά στην αίθουσα.
Έτσι πολλές φορές έπεφτε το βάρος υποχρεώσεων πάνω της χωρίς εκείνη να δυσανασχετήσει ποτέ.
Σήμερα εξακολουθεί ακούραστα να φροντίζει την οικογένειά της και να καμαρώνει τις άξιες θυγατέρες της για τις οποίες έχει κάθε λόγο να νοιώθει υπερήφανη μητέρα.
Γεωργία Ανδρουλιδάκη και Ελένη Γεωργιάδου
Για πολλά χρόνια ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή των κοινωνικών αγώνων η Γεωργία Ανδρουλιδάκη από τη Ρόδο. Ήταν σύζυγος του εκλεκτού συμπολίτη κ. Παντελή Ανδρουλιδάκη. Ο γιος της Μανόλης διαπρέπει σήμερα στο μουσικό στερέωμα και πρόσφατα τον απολαμβάνουμε και σε δική του εκπομπή στην ΕΡΤ.
Αν και μας λείπει η Γεωργία πάντα τη θυμόμαστε με αγάπη και ευχόμαστε να είναι καλά εκεί που βρίσκεται και συνεχίζει να προσφέρει και να δημιουργεί με την ίδια αφοσίωση στην ιδεολογία της.
Για την Ελένη Γεωργιάδου ξέραμε πως είναι μια επιτυχημένη αρχιτέκτονας – μηχανικός, άξια σύζυγος του συναδέλφου της Στέλιου Χουρδάκη από τους εκλεκτούς Ρεθεμνιώτες με μεγάλη προσφορά στα κοινά.
Παράλληλα με την επαγγελματική της καριέρα η Ελένη μας, ανέπτυξε ενεργό δράση στα κοινά, με σημαντική παρουσία στην τοπική αυτοδιοίκηση και σε σωματειακές δομές. Εκεί βέβαια που μας είχε καταπλήξει ήταν με τις ερμηνευτικές της δεξιότητες ως βασικό μέλος της θεατρικής ομάδας του Πολιτιστικού Συλλόγου που διέπρεπε στη μεταπολίτευση τιμώντας το ερασιτεχνικό θέατρο.
Είχε υποδυθεί δύσκολους ρόλους του σύγχρονου ρεπερτορίου με μεγάλη επιτυχία. Επάξια λοιπόν συγκαταλέγεται στις νύφες του Ρεθύμνου που έγραψαν τη δική τους ιστορία.
Βάγια Καφάση Πραματευτάκη
Γνώρισα τη Βάγια Καφάση πρώτα από τη συγγραφική της παρουσία χάρις στον αξέχαστο Μανόλη Κούνουπα, που μιλούσε με μεγάλο θαυμασμό γι’ αυτήν. Η παιδίατρος που άφησε εποχή στο Ρέθυμνο, ασχολήθηκε κυρίως με τη μετάφραση βιβλίων σχετικών με την επιστήμη της. Είχαμε επισημάνει με την πρώτη ματιά τη δεξιότητά της στον τρόπο γραφής. Έδινε στο πόνημα κάθε Γερμανού επιστήμονα που μετάφραζε το δικό της ύφος και το έκανε λογοτέχνημα, απόλυτα προσιτό στον αναγνώστη κι ας περιείχε επιστημονικούς όρους.
Η Βάγια ήρθε τελικά στο Ρέθυμνο για μόνιμη εγκατάσταση το 1980 ικανοποιώντας την επιθυμία του συζύγου της επιφανούς συνθέτη Μπάμπη Πραματευτάκη. Κομίζουμε «γλαύκα εις τας Αθήνας» αν αναφερθούμε στην επιστημοσύνη της.
Θυμάμαι σε προσωπική μου περίπτωση ότι ένας από τους πλέον διακεκριμένους καθηγητές αιματολογίας ο κ. Σταύρος Χαιδάς, έμεινε άναυδος όταν ενημερώθηκε για τον τρόπο που αντιμετώπισε η επιστήθια φίλη μου ένα πρόβλημα που προέκυψε σε ασθενή του (δικό μου πρόσωπο) όταν αυτός έλειπε στο εξωτερικό. Αυτό το πάθος για συνεχή ενημέρωση διέκρινε πάντα τη Βάγια μου. Έτσι δεν έλειπε από συνέδριο της ειδικότητάς της, όπου κι αν γινόταν αυτό, συμμετέχοντας πάντα με δική της πρωτοβουλία. Και δεν δίσταζε σε βάρος του ελάχιστου χρόνου της να δίνει διαλέξεις σε χωριά για τη σημασία των εμβολιασμών στο παιδί, καταρρίπτοντας φήμες επιζήμιες για την υγεία του.
Οφείλει το Ρέθυμνο στη Βάγια Καφάση Πραματευτάκη για τις υπηρεσίες που πρόσφερε με την επιστήμη της αλλά οφείλει και η μουσική στην ξεχωριστή αυτή γυναίκα.
Αν δεν είχε τη δική της συμπαράσταση ο Μπάμπης Πραματευτάκης, πόσο εύκολα θα μπορούσε να μας προσφέρει ένα τιτάνιο καλλιτεχνικό έργο; Αιώνια μούσα του μεγάλου μας συνθέτη η Βάγια ήταν εκείνη που άκουγε πρώτη τα σχεδιάσματά του και η γνώμη της είχε πάντα ιδιαίτερη βαρύτητα. Θυμάμαι πόσο άνετα είχε μεταφράσει αποσπάσματα από όπερες που προσαρμόσαμε μετά για τη χορωδία σε συναυλία που δόθηκε με τη Συμφωνική μας Ορχήστρα.
Η θαυμάσια φωνή της με την εξαιρετική άρθρωση, εργαλείο που της εξασφάλιζε την επιβίωση στα χρόνια που σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, απασχολούμενη στη ραδιοφωνία της Βαυαρίας, υπάρχει και σε πρόσφατες εγγραφές αλλά εκείνη δεν θέλησε ποτέ να «μπαίνει στα χωράφια του ανδρός της». Εκείνος επανειλημμένα της είχε ζητήσει να τραγουδά τα τραγούδια του αλλά εκείνη προτίμησε να μείνει απλή ακροάτρια «Η παπάς ή ζευγάς» έλεγε πάντα.
Θαυμάσια μητέρα καμαρώνει σήμερα με τον αγαπημένο της Μπάμπη δυο γιους που διαπρέπουν στην επιστήμη που επέλεξε καθένας. Και συνεχίζει να εμπνέει τον άνδρα της στην Αθήνα πλέον που έχουν μετοικήσει τελευταία.
Μαρία Τσαγαλά – Λιονή
Η ανατολή του 1980 βρήκε μια παρέα από μας σε μια φάση καλλιτεχνικών και πνευματικών αναζητήσεων. Έτσι γνωρίσαμε μια κοπέλα αξιοπρόσεκτη που αν και χαμηλών πάντα τόνων ξεχώριζε για την έντονη διάθεσή της να προσφέρει κοινωνικά.
Ήταν η Μαίρη Γ. Τσαγαλά από τον Ορχομενό Βοιωτίας, σύζυγος του πανεπιστημιακού και λογοτέχνη Χρίστου Λιονή που έγινε σύντομα ο δικός μας «άνθρωπος».
Εκείνη την εποχή βάζαμε με τον Χρήστο, τον Μιχάλη Παπαδάκη (Δάνδολο), τη Λίτσα Πατρελάκη Κουγιουμουτζή και το Νίκο Νιουράκη, τα θεμέλια του Συλλόγου Συγγραφέων Λογοτεχνών. Η Μαίρη από κοντά, αν και ήταν ασκούμενη τότε, μας βοηθούσε να ετοιμάσουμε το καταστατικό και ήταν πρόθυμη να μας προσφέρει τη νομική της υποστήριξη σε κάθε ζήτημα. Δεν έπαψε ποτέ να δικαιώνει εκείνο το «άριστα» στο πτυχίο που έλαβε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Να ήταν σύμπτωση; Με τη Μαίρη έτυχε να συναντηθούμε σε πολλές ακόμα κοινωνικές παρεμβάσεις, βαδίζοντας ανεπηρέαστες από δυσκολίες, στα ίδια ιδεολογικά μονοπάτια, έχοντας τις ίδιες πολιτιστικές ανησυχίες.
Μετά αποφάσισε να ασχοληθεί με την πολιτική, όπου και διακρίθηκε και μάλιστα είναι η πρώτη γυναίκα Αντιπεριφερειάρχης. Κι εμείς αποδεχόμαστε κάθε της επιλογή ξέροντας ότι αυτή η γυναίκα μόνο για το καλό και το αγαθό για τον άνθρωπο και την ποιότητά ζωής του παλεύει. Έτσι είναι πλασμένη όπως δείχνουν τα έργα και οι ημέρες της.
Οι ασχολίες της και στην αυτοδιοίκηση δεν την εμπόδισαν να είναι μια υπέροχη μητέρα για την Ευγενία της (ερευνήτρια Φαρμακολογίας) και το Δημήτρη (απόφοιτο του τμήματος Στατιστικής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών). Και στην δική της ενθάρρυνση και ψυχολογική υποστήριξη οφείλεται η μεγάλη εξέλιξη στον ακαδημαϊκό στίβο του συζύγου της με τα μεγάλα επιτεύγματα στην επιστημονική έρευνα.
Ανατρέχοντας στο βιογραφικό της που είναι πλούσιο θα δούμε ακόμα ότι από το 1983 ασκεί μάχιμη δικηγορία στο Ρέθυμνο και είναι δικηγόρος παρ’ Εφέταις.
Το 1986 εκλέχθηκε Δημοτική Σύμβουλος Ρεθύμνου και από το 1987 έως το 1990 διετέλεσε πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου.
Το 1994 εκλέχθηκε Νομαρχιακή Σύμβουλος Ρεθύμνου και από το 1995 έως το 1997 διετέλεσε Αναπληρώτρια Νομάρχη. Επίσης διετέλεσε Αντινομάρχης Παιδείας, Πολιτισμού και Κοινωνικής Μέριμνας.
Εκλέχθηκε εκ νέου το 2007 Δημοτική Σύμβουλος Ρεθύμνου και υπηρέτησε ως Αντιδήμαρχος αρμόδια για θέματα κοινωνικής πολιτικής.
Από το Δεκέμβριο του 2009 έως το Δεκέμβριο 2010 διετέλεσε Γενική Γραμματέας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας.
Όποτε επικοινωνούμε με φίλους από τη Θεσσαλονίκη θα μας ρωτήσουν πάντα για τη Μαίρη. Ακόμα κι εκεί κατάφερε να γίνει ο «δικός τους άνθρωπος».
Έχει πλούσιο βιογραφικό η Μαρία Λιονή. Αυτό που ξεχωρίζουμε όμως πάντα σ’ αυτή, ανεξάρτητα πολιτικών επιλογών, είναι η ευθύτητα και η εντιμότητα που τη διακρίνει αλλά και η διάθεση να εργάζεται για τον τόπο ακόμα και από τη θέση ενός απλού εθελοντή.
Θυμάμαι σε μια παράσταση θεατρικού μου έργου που ανέβαζε η νομαρχία επί Μανόλη Λίτινα, η Μαίρη με τον επίσης εξαίρετο συμπολίτη Αντώνη Δαφέρμο κουβαλούσε καθίσματα από την αίθουσα του Αγίου Φραγκίσκου στο Ωδείο για να καθίσει ο κόσμος που λόγω της επετειακής εκδήλωσης είχε κατακλύσει τον χώρο.
Η Μαίρη είναι πάντα έτοιμη ν’ ακούσει όποιον φθάνει στο γραφείο της αλλά αυτό που απαιτεί από όλους είναι να την κοιτάζουν στα μάτια με καθαρή ματιά όπως κι αυτή κάνει το ίδιο. Είναι περίεργο πως «πιάνει» στον αέρα κι ας μη το δείχνει ό,τι κρύβει υστεροβουλία και τότε δεν «χαρίζει» σε κανένα όσο ψηλά κι αν στέκεται. Με τον δικό της πάντα τρόπο.
Οι γυναίκες επίσης της οφείλουν ότι πρώτη αυτή ασχολήθηκε με την κακοποιημένη γυναίκα και είχε πάντα στόχο και πριν ακόμα καλυφθεί θεσμικά η ανάγκη αυτή να λειτουργεί στο δήμο μας ένας ξενώνας για κάθε γυναίκα που αντιμετωπίζει πρόβλημα. Πόσες φορές ως δικηγόρος δεν εξυπηρέτησε δυστυχισμένα πλάσματα που της παρέπεμπα, αν και δεν είχαν την οικονομική δύναμη να ζητήσουν νομική κάλυψη.
Δείχνει επίσης μια ιδιαίτερη ευαισθησία στο κεφάλαιο «Ολοκαυτώματα» που και λόγω καταγωγής την συγκινεί και την ενδιαφέρει. Στήριζε και στηρίζει κάθε πολιτιστική προσπάθεια ενισχύοντας κυρίως τους νέους. Κι αν έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες στον πολιτιστικό τομέα σ’ εκείνη το οφείλουμε.
Αυτή είναι η Μαίρη, η «νύφη» μας που τόσο αγαπάμε. Και που την έφερνε πάντα παράδειγμα ο αείμνηστος ιδρυτής των «Ρεθεμνιώτικων Νέων» Γιάννης Χαλκιαδάκης, εκτιμώντας βαθύτατα και την πεθερά της κ. Ευγενία Λιονή, όταν έλεγε τη γνωστή λαϊκή ρήση «Η νύφη όταν γεννηθεί της πεθεράς θα μοιάσει».
Το αφιέρωμά μας βέβαια στις «νύφες» του Ρεθύμνου που διακρίθηκαν δεν τελειώνει εδώ. Θα συνεχίσουμε λοιπόν…