Τα, εσωτερικά και εξωτερικά, δάνεια είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο στη νεοελληνική Ιστορία. Στο παρόν άρθρο θα ιδούμε πώς «αλυσόδεσαν» και τα μεν και τα δε κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 το ελληνικό έθνος και τα οποία επί σειρά ετών αποτέλεσαν «βρόγχο» στο λαιμό του λαού μας.
Ομόλογα και υποθήκες
Πριν προχωρήσουμε, να αναφερθεί ότι βάσει του συντάγματος της Επιδαύρου, το Εκτελεστικό έχει το δικαίωμα να συνάπτει εσωτερικά ή εξωτερικά δάνεια με υποθήκες τα «Εθνικά Κτήματα» και να τα εξοφλεί εκποιώντας τις «Εθνικές γαίες». Και στην περίπτωση της σύναψης, αλλά και στον τρόπο εξόφλησης πρέπει να έχει τη συγκατάθεση του Βουλευτικού. Στο Σύνταγμα, όμως, του Άστρους, το Βουλευτικό λαμβάνει μόνο του την ευθύνη σύναψης δανείων και τονίζεται ότι εάν παρίσταται ανάγκη εκποίησης «εθνικών γαιών» για την εξόφληση των χρεών, οφείλει να το γνωστοποιήσει σ’ όλη την ελληνική επικράτεια και να έχουν το προβάδισμα στην αγορά οι Έλληνες. Τα επόμενα χρόνια, ψηφίστηκαν περί της εκποίησης των «Εθνικών κτημάτων» ειδικοί νόμοι (ΛΒ/16-6-1824 και ΝΓ/ 6-2-1826), αλλά οι καιροί ήσαν δύσκολοι για την Επανάσταση και δεν επέτρεψαν την εφαρμογή τους υπέρ των ακτημόνων!
Τα εσωτερικά δάνεια, λοιπόν, από την έναρξη κιόλας της Επανάστασης, πήραν τη μορφή αναγκαστικής φορολογίας και χαρακτηριστικά αναφέρονται οι ακόλουθες περιπτώσεις: Ομολογιακό δάνειο 5 εκατομμυρίων γροσιών με τόκο 8% και εξόφληση σε 3 χρόνια, για το οποίο το Βουλευτικό ψήφισε 2 νόμους (18/1 και 20/1/1822) – Εκποίηση μοναστηριακών και εκκλησιαστικών ιερών σκευών (νόμος της 8/4/1822) – δάνειο, που φαίνεται πως δεν απέδωσε, μέχρι 100.000 τάλιρα (νόμος ΝΑ/24-12-1825), με τόκο 8%.
Η κατάσταση στην Ευρώπη
Ας σημειώσουμε, όμως, ορισμένα πράγματα για το διεθνές οικονομικό κλίμα την εποχή αυτή, κατά την οποία, μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους, η Ευρώπη, με την «Ιερά Συμμαχία», ετοιμάζεται να χαράξει, πολιτικά, έναν πιο αντιδραστικό «δρόμο». Και τούτο, γιατί, όπως σε κάθε χρονική περίοδο της Ιστορίας, οι πολιτικές εξελίξεις είναι στενά συνυφασμένες με τις οικονομικές.
Έτσι, γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1820, η αγγλική οικονομία βρισκόταν σε ύφεση και οι χρηματιστηριακοί κύκλοι του Λονδίνου (το περίφημο City), επιδιώκοντας υψηλότερα κέρδη, αναζητούσαν νέες αγορές χρήματος, έστω και λιγότερο ασφαλείς. Η κερδοσκοπική, λοιπόν, περίοδος, που άρχισε να εκδηλώνεται στα μέσα του 1823, είχε ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό την ακράτητη ροπή σε δάνεια ξένων κρατών και ειδικά κρατών μη αναγνωρισμένων, όπως ήταν τότε η Βραζιλία, η Χιλή, η Κολομβία κ.α. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, το «άνοιγμα» της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής και σε συνδυασμό με τις στρατιωτικές επιτυχίες της Επανάστασης, μεγάλωσε την προσδοκία των Άγγλων επενδυτών για σίγουρη κερδοφορία των κεφαλαίων τους, με αποτέλεσμα τα ελληνικά δάνεια να εμφανίζονται ως σίγουρη και κερδοφόρα επένδυση.
Χαρακτηριστικό του κλίματος, που επικρατούσε εκείνη την εποχή στην Αγγλία για την Ελληνική Επανάσταση, είναι το γεγονός ότι υπήρχαν επενδυτές πρόθυμοι να συνάψουν δάνεια, με ελληνικές επαρχίες, όπως η Κύπρος, η Ήπειρος κ.α., επαρχίες οι οποίες απελευθερώθηκαν έναν αιώνα μετά, πληρωτέα με την απελευθέρωσή τους.
Τα «δανεικά» των… «φίλων»
Από το 1824, όμως, και μετά η σημαντικότερη εξέλιξη στα οικονομικά θέματα υπήρξε η σύναψη δύο εξωτερικών δανείων από χρηματοπιστωτικούς κύκλους της Αγγλίας. Οι όροι της αποπληρωμής τους ήσαν εξαιρετικά αρνητικοί, ενώ παράλληλα υποθηκεύτηκαν τα «Εθνικά Κτήματα», οι οθωμανικές δηλαδή ιδιοκτησίες που πέρασαν στα χέρια των επαναστατών, περιορίζοντας έτσι τη δυνατότητα να αποκατασταθούν οι αγωνιστές και γενικότερα οι ακτήμονες αγρότες. Το σημαντικότερο όμως σημείο αναφορικά με τα εξωτερικά δάνεια δε συνδέεται τόσο με τα οικονομικά θέματα αλλά με την εξωτερική πολιτική. Η ανεπίσημη συγκατάβαση της αγγλικής κυβέρνησης στη χορήγηση των δανείων σήμαινε την εκ των πραγμάτων αναγνώριση της πολιτικής ύπαρξης των Ελλήνων και της δυνατότητάς τους να συγκροτήσουν μελλοντικά κράτος, το οποίο θα μπορούσε να αποπληρώσει τα δάνεια αυτά.
Οι Έλληνες απεσταλμένοι Ι. Ορλάνδος και Α. Λουριώτης, φτάνοντας στο Λονδίνο, την πρωτεύουσα της φίλης του έθνους μας Αγγλίας, συνομολόγησαν με τον οίκο Λόφνουν στις 21 Φεβρουαρίου 1824, το πρώτο δάνειο ύψους 800.000 λιρών στερλινών, σε τιμή έκδοσης 59% και τόκο ετήσιο 5% επί της ονομαστικής αξίας. Για την απόσβεση του δανείου, καθοριζόταν διάστημα 36 ετών. Ως εγγύηση δε -παρακαταθήκη – για την αποπληρωμή του δανείου, είχε συμφωνηθεί να τελούν όλα τα «Εθνικά κτήματα», τα έσοδα των τελωνείων, των αλυκών και των ιχθυοτροφείων. Από το ονομαστικό κεφάλαιο που αποτελούσε το ποσό του δανείου (800.000 λίρες), μόνο οι 298.700 δόθηκαν στους Έλληνες. Το μεγαλύτερο μέρος του ποσού εξανεμίστηκε σε προμήθειες και… έξοδα από τους τραπεζίτες. Ωστόσο, ακόμη και το εναπομείναν από τη λεηλασία ποσό, καθυστέρησε αρκετά να φθάσει στην Ελλάδα.
Η συμφωνία για τη σύναψη του δεύτερου αγγλικού δανείου, τελικά, υπογράφηκε με τους αδελφούς Ρικάρντο, στις 7 Φεβρουαρίου 1825. Το ονομαστικό κεφάλαιο ανερχόταν στα 2.000.000 λίρες στερλίνες προς 55,5%, από το οποίο το ύψος του καθαρού ποσού που θα παρελάμβαναν τελικά οι Έλληνες κατήλθε στις 816.000 λίρες, ενώ η χρέωση λόγω του δανείου ίσχυσε για ολόκληρο το ποσό (2.000.000 λίρες). Υποθήκη; Πάλι, τα «Εθνικά Κτήματα»! Όμως ούτε και οι 816.000 λίρες τέθηκαν ποτέ όλες στη διάθεση των Ελλήνων. Μάλιστα, αντί να σταλούν όπλα και χρήματα στην Ελλάδα, όπως είχε εκ των προτέρων συμφωνηθεί, το μεγαλύτερο μέρος τους διασπαθίστηκε ανώφελα, εφόσον παραγγέλθηκαν πλοία στην Αγγλία, φρεγάτες στις ΗΠΑ, μισθώθηκαν ξένοι στρατιωτικοί, οι οποίοι ήλθαν στην Ελλάδα, όχι βέβαια για να συμβάλουν στη διεξαγωγή του Αγώνα, αλλά για να… θησαυρίσουν! Πόσο έφτασε στην Ελλάδα; 230.115 λίρες!
Όπως έχει γραφεί, εξάλλου, ένα εξωτερικό δάνειο σημαντικού χρηματικού ποσού με καλούς όρους, στα δύσκολα χρόνια της Επανάστασης, θα παρείχε σημαντική υλική και ηθική βοήθεια. Και τους επαναστάτες θα βοήθαγε να εξοπλιστούν σε μέσα και πολεμοφόδια για τη συνέχιση του Αγώνα και θα τους έδινε και θάρρος. Τελικά, το μόνο πραγματικά θετικό για όλους τους Έλληνες από την υπόθεση των ξενόφερτων δανείων ήταν ότι η ανεπίσημη συγκατάβαση της Αγγλίας στη χορήγηση των δανείων φανέρωνε και την έμμεση και εκ των πραγμάτων αναγνώριση της πολιτικής ύπαρξης των Ελλήνων και του ότι αυτοί, μόνοι τους ή με την υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης, δύνανται να συγκροτήσουν, κάποια στιγμή, κράτος, το οποίο θα μπορούσε να αποπληρώσει τα δάνεια αυτά.
Δυστυχώς, όμως, όσα χρήματα τελικά έφτασαν στους επαναστατημένους Έλληνες από τα εξωτερικά δάνεια του 1824 και του 1825, όταν ήλθε ο Καποδίστριας στην Ελλάδα (Γενάρης 1828), είχαν σπαταληθεί και το ταμείο της κεντρικής διοίκησης δεν μπορούσε να καλύψει ούτε τις απαραίτητες κρατικές δαπάνες.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
1. «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών, Αθήνα, τ. ΙΒ, 1975.
2. Α.Μ. Ανδρεάδης, «Τα Δάνεια της Ανεξαρτησίας (1824-1825) – Το Δημόσιον Χρέος επί Βαυαρικής Δυναστείας», Αθήνα, 1904.
3. Κόκκινος Διονύσιος, «Η ελληνική επανάστασις», τ. I – VI, Αθήνα, 19573 , εκδόσεις «Mέλισσα».
4. Μπελογιάννης Νίκος, «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα», Αθήνα, 1998, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
* Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο
Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Α.Π.Θ., φιλόλογος,
Msc Διαχ/σης Πολιτιστικής Κληρονομιάς