Η ομιλία και η συνέντευξη Τύπου του Κυριάκου Μητσοτάκη στη ΔΕΘ κινήθηκαν σε τρεις αλληλοσυμπληρούμενους άξονες: τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό, τον πολιτικό υπερσυντηρητισμό και τον ανέξοδο λαϊκισμό.
Από ένα τέτοιο μείγμα εξαγγελιών δεν προκύπτει βέβαια εφαρμόσιμη κυβερνητική πολιτική· προορίζεται μόνο για επικοινωνιακή χρήση. Εξετάζοντας όμως με προσοχή τα όσα είπε ο κ. Μητσοτάκης προκύπτουν αρκετά σαφή συμπεράσματα για το πραγματικό πολιτικό του σχέδιο και, κυρίως, τις κοινωνικές και πολιτικές κατευθύνσεις τις οποίες έχει δεσμευτεί να υπηρετήσει.
Ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός διαπερνούσε κάθε πρόταση, κάθε φράση θα λέγαμε του προέδρου της Ν.Δ. Η βασική ιδέα που φαίνεται να έχει στο μυαλό του για την οικονομία και την κοινωνία είναι απλή: μείωση μέχρι διαλύσεως του δημόσιου τομέα, συρρίκνωση των εργασιακών δικαιωμάτων, παράδοση άνευ όρων της κοινωνίας της οικονομίας του περιβάλλοντος των δημόσιων αγαθών στο ιδιωτικό συμφέρον.
Ενδεικτικά και μόνο μιλώντας ο κ. Μητσοτάκης εκδήλωσε την πρόθεσή του να ιδιωτικοποιήσει από την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας μέχρι την κατασκευή δημοσίων κτιρίων, την τριτοβάθμια εκπαίδευση και τις υπηρεσίες μισθοδοσίας στο Δημόσιο. Να απολύσει τους συμβασιούχους που μετά επτά χρόνια απαγόρευσης των προσλήψεων καλύπτουν πλέον πάγιες και διαρκείς ανάγκες σε όλο το φάσμα του Δημοσίου. Να συμπιέσει κι άλλο το μισθολογικό κόστος του Δημοσίου. (Με μειώσεις μισθών, με απολύσεις; Μόνο ένας από τους δύο τρόπους υπάρχει.)
Για τα εργασιακά αναφέρθηκε -και στην ομιλία και στη συνέντευξή του- στην υπερίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των συλλογικών και κλαδικών. Μέσα στις σημερινές συνθήκες πίεσης πάνω στους εργαζόμενους από την εργασιακή επισφάλεια, είναι φανερό ότι η γενικευμένη εφαρμογή αυτής της πολιτικής θα οδηγούσε σχεδόν όλους τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα κοντά στον βασικό.
Ενώ τα κίνητρα που υπόσχεται για την προσέλκυση επενδύσεων περιλαμβάνουν την «αδειοδοτική απλοποίηση σε όλη της την έκταση, περιβαλλοντική απλοποίηση, απλοποίηση στον τρόπο με τον οποίο προσδιορίζουμε τις χρήσεις γης». Για όποιον δεν κατάλαβε, φρόντισε να χαρακτηρίσει την επένδυση στις Σκουριές εμβληματική για τη χώρα και να τονίσει ότι η αξιοποίηση του ορυκτού μας πλούτου θα έχει και αρνητικές περιβαλλοντικές συνέπειες αλλά τι να κάνουμε; Ετσι είναι αυτές οι δουλειές.
Λες και ήξερε τι θα πει ο κ. Μητοστάκης, ο πρωθυπουργός λίγες μέρες νωρίτερα είχε ήδη απαντήσει από τη ΔΕΘ, τονίζοντας ότι «αν η ανάπτυξη δεν είναι για όλους ή για τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, τότε θα το πω καθαρά: μόνο ανάπτυξη δεν είναι». Και οριοθετώντας την υγιή επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις, που δημιουργούν προστιθέμενη αξία και θέσεις απασχόλησης, από το παλιό και αποτυχημένο αναπτυξιακό μοντέλο που οδήγησε την Ελλάδα στην κρίση.
Το χάσμα που χωρίζει το αναπτυξιακό και κοινωνικό σχέδιο της κυβέρνησης από τις δογματικές νεοφιλελεύθερες εμμονές του κ. Μητσοτάκη είναι προφανές. Γιατί ο κ. Μητσοτάκης δεν είναι μόνον αθεράπευτα υπερδεξιός, είναι και ιδεολογικά αγκυλωμένος, οι πολιτικές γενικευμένης εργασιακής φτώχειας που προτείνει δεν έφεραν διατηρήσιμο αναπτυξιακό αποτέλεσμα σε κανένα σημείο του πλανήτη.
Ο πολιτικός υπερσυντηρητισμός στον οποίο έχουν σύρει τον υποτιθέμενα φιλελεύθερο κ. Μητσοτάκη οι κ. Βορίδης και Γεωργιάδης εκδηλώθηκε επίσης έντονα στη ΔΕΘ. Από τις αναφορές στην ασφάλεια και στην τρομοκρατία (ενώ η Ελλάδα είναι πλέον αντικειμενικά από τις πλέον ασφαλείς χώρες στην Ευρώπη) μέχρι το πάθος με το οποίο επιτέθηκε στον φοιτητικό συνδικαλισμό, υποσχόμενος (κατάργηση της ΕΦΕΕ;) και αντικατάστασή της από ένα Εθνικό Φοιτητικό Συμβούλιο χωρίς παρατάξεις.
Και στη δέσμευσή του για κατάργηση όλων των προοδευτικών αλλαγών της κυβέρνησης στην Παιδεία, για ιδιωτικά ΑΕΙ και αλλαγές στα σχολεία που θα αυξήσουν όχι τη γενική παιδεία αλλά τις «δεξιότητες». Επιστροφή δηλαδή σε ένα μοντέλο εκπαίδευσης βαθιά ταξικό όπου η πρόσβαση στην ουσιαστική και προχωρημένη εκπαίδευση θα είναι για όλο και λιγότερους.
Ενώ ο Αλέξης Τσίπρας, από το ίδιο βήμα, είχε αναφερθεί στην ανάγκη «τα σχολεία να πάψουν να είναι προθάλαμος των φροντιστηρίων», η οποία υπηρετείται με τις αλλαγές που υλοποιεί η κυβέρνηση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Αλλά τι περισσότερο να πει κανείς για τον υπερσυντηρητισμό που εκπροσωπεί πια ο κ. Μητσοτάκης από αυτό που είπε ο ίδιος, ότι «ο κ. Γεωργιάδης δεν εκφράζει ακραίες θέσεις»;
Ο ανέξοδος και ανεφάρμοστος λαϊκισμός δεν μπορούσε να λείπει από την ομιλία του κ. Μητσοτάκη. Γιατί όταν δεσμεύεται να επαναφέρει τον εργασιακό μεσαίωνα στον ιδιωτικό τομέα και να διαλύσει τον δημόσιο, κάπως πρέπει να χρυσώσει το χάπι. Υποσχέθηκε λοιπόν ότι θα… πείσει τους θεσμούς για άμεση μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων και ότι θα υλοποιήσει φορολογικές ελαφρύνσεις σε όλο το φάσμα, από το αφορολόγητο μέχρι τον ΦΠΑ στην οικοδομή, με βάρος βέβαια στην ελάφρυνση του κεφαλαίου.
Ακόμη και φιλικότατοι στη Ν.Δ. αρθρογράφοι δεν μπόρεσαν να μη σχολιάσουν ειρωνικά την ευκολία με την οποία υπόσχεται να «πείσει» τους θεσμούς στους οποίους η κυβέρνηση του κόμματός του είχε δεσμευτεί για θηριώδη πλεονάσματα στο παρελθόν.
Ενώ από τις φοροελαφρύνσεις που τάζει είναι προφανές ότι οι μόνες που εννοεί να υλοποιήσει είναι αυτές προς τα πολύ υψηλά εισοδήματα. Πώς όμως; Επιβάλλοντας περισσότερους φόρους στα μικρά και μεσαία, αυτή τη συνταγή που ζητούσε επίμονα τόσα χρόνια το ΔΝΤ και συμφωνούσε ο κ. Μητσοτάκης. Αντί για την αναπτυξιακή ελάφρυνση των μεσαίων στρωμάτων που έχει βάλει στόχο η κυβέρνηση μέσω του αναπτυξιακού μερίσματος.
Και παράλληλα οι ελαφρύνσεις του κ. Μητσοτάκη προς τους ολίγους και πολύ προνομιούχους θα κοστίσουν τη διάλυση του κοινωνικού δικτύου προστασίας που έχει με κόπο οικοδομήσει η κυβέρνηση για τους άνεργους και πολύ φτωχούς, για το οποίο άλλωστε έδειξε τις προθέσεις του μιλώντας υποτιμητικά για τις πολιτικές των επιδομάτων.
Κοινωνικό δίχτυ προστασίας που είναι στον σκληρό πυρήνα της κυβερνητικής πολιτικής, όπως ανέδειξε ξανά ο Αλέξης Τσίπρας στη ΔΕΘ αναφερόμενος στον εξωδικαστικό μηχανισμό, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη σε 2.500.000 ανασφάλιστους, την κατάργηση του αυτόφωρου για οφειλές στο Δημόσιο· το δίχτυ ασφάλειας από το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης με 700.000 δικαιούχους, τα σχολικά γεύματα για 120.000 παιδιά, την ενίσχυση του συστήματος υγείας κ.ά.
Ποτέ στη μεταπολιτευτική πολιτική ιστορία μας η σύγκριση και η σύγκρουση πολιτικών απόψεων, κοινωνικής φιλοσοφίας, εκπροσώπησης των ολίγων ή των πολλών, δεν ήταν τόσο διαυγής και συγκεκριμένη. Ελπίζουμε όλοι οι πολίτες αυτής της χώρας να διαβάσουν προσεκτικά τις ομιλίες του πρωθυπουργού αλλά και του αρχηγού της Ν.Δ. και να αποφασίσουν με κριτήριο τη ζωή τους, την ελπίδα και το μέλλον που θέλουν γι’ αυτούς και τα παιδιά τους.
*Ο Παναγιώτης Σκούτας είναι διευθυντής του γραφείου του υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης