Στην αποκάλυψη ότι κατά τη διάρκεια των μνημονίων το μέγεθος της παραοικονομίας στην Ελλάδα έφτασε σε σημείο να ξεπερνά σε ετήσια βάση το 20% του εθνικού εισοδήματος, δηλαδή οι συναλλαγές σε «μαύρο χρήμα» υπερέβαιναν τα 36 δισ. ευρώ καταλήγει έκθεση με θέμα «Εκτίμηση εθνικού κινδύνου για την παγκοσμιοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας», που συνέταξε το υπουργείο Οικονομικών.
Η έκθεση παραθέτει τα συμπεράσματα της ανάλυσης κινδύνου από κάθε τομέα-κλάδο της ελληνικής οικονομίας για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
Τα επτά διαφορετικά κλιμάκια των ομάδων που σχηματίστηκαν χαρακτηρίζουν ως βασική προτεραιότητα για την ελληνική διοίκηση την ανάγκη ανάληψης δράσεων για τους εξής κλάδους: μεσίτες, δικηγόροι, λογιστές και συμβολαιογράφοι.
Πρόκειται για κλάδους οι οποίοι διεκπεραιώνουν μεταβιβάσεις ακινήτων και συστάσεις εταιρειών και πολλές φορές εν αγνοία τους δημιουργούν τις προϋποθέσεις για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Παράλληλα, σε υψηλή προτεραιότητα για ανάληψη δράσης κατά του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος βρίσκονται οι κλάδοι των τυχερών παιγνίων που διεξάγονται επίγεια (π.χ. στα πρακτορεία) καθώς και οι πάροχοι τραπεζικών εμβασμάτων και ο τραπεζικός κλάδος.
Μεταξύ άλλων, στην έκθεση αναφέρεται χαρακτηριστικά οτι οι συμβολαιογράφοι, οι δικηγόροι και οι μεσίτες ακινήτων που μεσολαβούν στις αγοραπωλησίες ακινήτων δύνανται να συμμετέχουν στη φοροδιαφυγή, η οποία αποτελεί βασικό αδίκημα του ξεπλύματος χρήματος και χρησιμοποιούνται συχνά ως διαμεσολαβητές για τη νομιμοποίηση εσόδων προερχόμενων από διαφθορά και διακίνηση ναρκωτικών, πολλές φορές και εν αγνοία τους. Τα στοιχεία από τους φορολογικούς ελέγχους έδειξαν ότι οι πραγματικές τιμές πώλησης των ακινήτων ήταν συνήθως και για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιαίτερα πριν από την οικονομική κρίση, κατά πολύ μεγαλύτερες σε σχέση με την αναγραφόμενη στο συμβόλαιο τιμή, που συνέπιπτε με την αντικειμενική αξία του ακινήτου. Κατά συνέπεια, οι αγοραστές κατέβαλαν φόρο κατά πολύ μικρότερο του αναλογούντος.
Παράλληλα, σε οτι αφορά τους δικηγόρους, συμβολαιογράφους και λογιστές-φοροτεχνικούς, όπως επισημαίνεται η απειλή για ξέπλυμα χρήματος σχετίζεται με τη συμμετοχή τους στη δημιουργία, τη λειτουργία ή τη διαχείριση εταιρειών, δεδομένου ότι ορισμένες φορές επιχειρείται νομιμοποίηση εσόδων από τα βασικά εγκλήματα (π.χ. διακίνηση ναρκωτικών) μέσω νέων ή υφιστάμενων επιχειρήσεων.
Στην έκθεση τονίζεται ότι τα οικονομικά εγκλήματα, η απάτη και η διαφθορά, λόγω της πολυπλοκότητάς τους, καθίστανται ολοένα και πιο δύσκολα στον εντοπισμό και τη διερεύνησή τους, με συνέπεια να έχουν αρνητική επίδραση στην οικονομία.
Έρευνες κατά την τελευταία πενταετία έδειξαν ότι σε οργανισμούς και επιχειρήσεις υπάρχει αύξηση σε φαινόμενα απάτης, διαφθοράς και δωροδοκίας που δυσχεραίνει την ελληνική επιχειρηματικότητα και υποσκάπτει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Σύμφωνα με την έκθεση, το μέγεθος της παραοικονομίας στην Ελλάδα είναι σχετικά υψηλό συγκριτικά με τις λοιπές αναπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ.
Το ευχάριστο είναι ότι αυτή βαίνει μειούμενη, εξαιτίας των μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκαν: 23,6% του ΑΕΠ το 2013, 24% το 2012, 25,1% το 2008, 28,2% το 2003.
Το 2015 το μέγεθος της παραοικονομίας άγγιξε το 22,4% του ΑΕΠ, σχεδόν το ένα τέταρτο της οικονομικής δραστηριότητας, που είναι από τα υψηλότερα ποσοστά μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, ενώ σήμερα εκτιμάται σε λίγο πιο πάνω από το 20% του εθνικού εισοδήματος. Γεγονός που τοποθετεί την Ελλάδα σε υψηλή θέση μεταξύ των 27 κρατών-μελών της Ε.Ε. και πάντως σημαντικά υψηλότερη από τον μέσο όρο της Ε.Ε.
Σύμφωνα με την έκθεση, ο μη χρηματοπιστωτικός τομέας και ειδικότερα ορισμένα από τα επαγγέλματα που εντάσσονται σε αυτόν συμμετέχουν σε δραστηριότητες που σχετίζονται με υψηλή απειλή για ξέπλυμα χρήματος και, ως εκ τούτου, είναι ευάλωτα στον κίνδυνο ξεπλύματος χρήματος.