Δεν γνώριζα καλά τη Δέσποινα. Είναι θέμα να την έχω συναντήσει πάνω από 10 φορές στη ζωή μου, ποτέ μόνος μου, πάντα από τύχη ή συμπτώσεις σε εξόδους μου. Αν υπολογίσω ότι την είδα για πρώτη φορά το 1992, νεαρός δικηγόρος τότε, στο γραφείο της, στα Δικαστήρια, όπου και ήταν την εποχή εκείνη το Υποθηκοφυλάκειο, θα πρέπει να πιστέψω ότι μάλλον η κοινωνική της ζωή ήταν περιορισμένη, σε αντίθεση με τη ζωηράδα των καθημερινών δικών μου εξόδων, σε μια πόλη που ανακάλυπτα.
Εκείνη η πρώτη συνάντησή μας, ήταν που μου καθόρισε ανεξίτηλα τη βασική μου εικόνα γι’ αυτήν, όσα χρόνια και αν πέρασαν από τότε, χωρίς να επαναληφθεί η συγκίνηση εκείνης της μέρας και χωρίς να υπάρξει έκτοτε μεταξύ μας έστω ένα δεκάλεπτο ουσίας. Θυμάμαι ότι είχε πεθάνει αιφνίδια ο δικηγόρος Γιάννης Προκοπάκης, για τον οποίο είχα γράψει 2-3 γραμμές σ’ ένα περιοδικό, τιμώντας τη μνήμη του.
Την ημέρα που δημοσιεύθηκε το κείμενό μου, μου είπαν ότι με ψάχνει και να πάω στο γραφείο της, όπου δεν είχα πάει ποτέ έως τότε. Μόλις μπήκα μέσα, με την αμηχανία που δικαιολογούσε η πρόσκληση από μια άγνωστη, πετάχτηκε από τη καρέκλα της, μ’ έπιασε με μια θέρμη που τη βλέπεις μόνο σε σμίξιμο φίλων ή συγγενών που είχαν να βρεθούν για χρόνια, στύλωσε το κεφάλι της στον ώμο μου και αφέθηκε σε ένα μακρόσυρτο αναφιλητό που έγινε γρήγορα βοερό κλάμα, τόσο έντονο που έδειχνε να μη μετρά χώρους, άλλο μόνο δέρμα και σώμα ανθρώπινο για να κυλήσει. Όση ώρα με κρατούσε, με το κεφάλι της βουτηγμένο πάνω μου εισέπραττα από μια άγνωστη, το αντίδωρο θα έλεγα, από μια συγκίνηση ακριβή που της είχα προσφέρει άθελά μου. Γι’ αυτό και οι ακατάπαυστοι ψιθυρισμοί «σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ» όταν πια βρήκε φωνή το σώμα που το δονούσε το σπάραγμα από μια άγνωστη αιτία, που καταλάβαινα μεν ότι τη κλόνιζε αλλά απ’ την άλλη αγνοούσα για να τη ζυγίσω ως αιτιολογία αυτής της έκρηξης.
Έμαθα βέβαια ύστερα ότι η ελάχιστη αναφορά μου στον νεκρό συνάδελφό μου της είχε καρφωθεί λέξη προς λέξη στη καρδιά της, ως πρόκα που δεν είχε βγει και σχημάτισα γι’ αυτήν από την αρχή την εντύπωση ενός πληθωρικού ανθρώπου, που όταν ξεσπά συναισθηματικά υπερβαίνει το μέτρο της μέσης ανθρώπινης αντίστοιχης αντίδρασης.
Δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ και μέχρι το θάνατό της, έκτοτε, παρά την αρχική βεβαιωμένη καταγραφή μου, ως οικείου της ανθρώπου, στο μέτρο βέβαια που η ίδια επέτρεπε στον εαυτό της να καταγράφει εκλεκτικά ιδιότυπες πνευματικές συγγένειες.
Όταν πολλά χρόνια αργότερα κηρύχθηκε πόλεμος εναντίον της από το Δικηγορικό Σύλλογο της πόλης, που σχηματοποιήθηκε μάλιστα σε πολύμηνη απεργία με αίτημα την αποπομπή της από τη θέση που κατείχε, έχω την εντύπωση ότι η όποια γνώμη είχε για το πρόσωπό μου, ανατράπηκε ανεπιστρεπτί, λαμβάνοντας σταθερά πλέον αρνητικό πρόσημο.
Και αυτό συνέβη, παρά το γεγονός ότι σε όλες τις γενικές συνελεύσεις του Συλλόγου μας, ήμουν από τους παρόντες, ο μόνος ίσως που καταψήφιζε τις απεργιακές κινητοποιήσεις εναντίον της. Όχι γιατί θεωρούσα ότι είχε δίκιο επί της ουσίας, αλλά γιατί μου φάνταζε εξωφρενικό ένας επιστημονικός σύλλογος να καταφέρεται συλλογικά και με εκείνη την ένταση, κατά ενός φυσικού προσώπου και μάλιστα μιας γυναίκας που ζούσε μόνη. Συνεχίζω να θεωρώ ότι ο Δ.Σ. τότε εξέπεσε του κύρους του και αναλώθηκε σε μια διαδικασία, από την οποία τελικά δεν εξήλθε και νικητής. Βέβαια υποστήριζα (και αυτό το είχε πληροφορηθεί η Δέσποινα) ότι η μόνη εκ μέρους των δικηγόρων ενδεδειγμένη ενέργεια θα ήταν η κατάθεση σε βάρος της ατομικών μηνύσεων, όταν κάποιος συνάδελφος την κατήγγειλε για παράβαση καθήκοντος.
Με αυτή τη θέση οι μεν δικηγόροι με είχαν απομονώσει, ως «ουρά της», η δε ίδια είχε σχηματίσει την άποψη ότι κινδύνευε περισσότερο από την πρότασή μου.
Βέβαια αργότερα, όταν την είδα να κάθεται στο ειδώλιο του κατηγορουμένου, μέσα σε μια γεμάτη αίθουσα που προσδοκούσε τη καταδίκη της, χωρίς να έχει πού να στρέψει το βλέμμα της για να αγκιστρωθεί στο πρόσωπο κάποιου δικού της, πήρα αποστάσεις από την αρχική μου θέση.
Αισθανόμουν θα έλεγες, τους τεταμένους χτύπους της καρδιάς της, την προσήλωσή της στα έδρανα των δικαστών για να μην σμίξει το παλμό της εχθρότητας που κατέκλυζε το ακροατήριο. Παρατηρούσα πόσο γρήγορα και γλυκά ξαναπαίρνει το σχήμα του ένα πρόσωπο, πώς ανακτά το χρώμα του, τη ροή του υποδόρειου αίματος που το ζεσταίνει, όταν στα διαλείμματα της διαδικασίας χάιδευε το χέρι της ο μόνος της φίλος, ο συνάδελφος Κωστής Καλλέργης, που παρέμεινε δίπλα της. Τότε θαρρείς ότι ξεμούδιαζαν τα μάτια της, αναζητούσαν ξανά σάλιο τα χείλη της, τα χέρια της αποχαιρετούσαν την αγκύλωσή τους, για να δώσουν ψυχή στις παλάμες που είχαν ξεχάσει να χειρονομούν.
Είμαι σίγουρος ότι η Δέσποινα δεν είχε πολλούς φίλους, όπως και ότι είχε υπερβολικές απαιτήσεις απ’ όποιους είχε. Όχι από κακοτροπία, ή εκκεντρικότητα, αλλά γιατί βίωνε από την πλευρά της μια ζώσα δοτικότητα σε όποιον αγαπούσε που θα μπορούσε να πάρει με τρόπο απόλυτα φυσικό την εκρηκτικότητά της αυτοθυσίας για εκείνον.
Γι’ αυτό και πιστεύω ότι οι λιγοστές της φιλίες άντεχαν τις εναλλαγές της συμπεριφοράς της, αφού η σχέση του καθενός μαζί της, είχε ήδη προεξοφλήσει το χρυσό που η αγάπη της προς αυτούς θα χε για σκέπασμά τους.
Θα την αδικούσε κανείς αν έλεγε ότι έζησε μόνη της μέσα στη μοναξιά. Γιατί της καταργεί αυτόματα την πολυτιμότητα που είχε γι’ αυτήν η συνειδητότητα με την οποία επέλεξε να αποτυπώσει χωρικά στο χρόνο την έμβια παρουσία της. Αντίθετα, το στοιχείο ενός κοσμικού μοναχισμού χαρακτήριζε πληρέστερα τη ζωή της ως στάση και βιωματική καταγραφή.
Της επέτρεπε να βγαίνει συνειδητά απ’ το κελί της όταν έψαχνε να επικοινωνήσει με τους άλλους. Αλλά να καταφεύγει πάλι πίσω σε αυτό, όταν η δόση του συγχνωτισμού με τρίτους, ξεπέρναγε το μέτρο που είχε ορίσει ως αναγκαίο. Δεν βίωσε ποτέ το καταναγκασμό της μοναξιάς.
Ο ιδιότυπος αυτός μοναχισμός της, χωρίς να έχει στοιχεία της αγοραφοβίας, ήταν απόλυτα συνειδητός και εν μέρει θα έλεγα ελιτίστικος, αφού ο εσωτερικός διάλογος με τον εαυτό της σκόπευε περισσότερο να τον ενισχύσει αμυντικά από το να του ασκήσει κριτική ή να τον κλονίσει.
Από τις πολυτέλειες που επέτρεψε στη ζωή της ήταν ο εγωισμός και η ειρωνεία. Και τα δυο με καθαρά αμυντικό περιεχόμενο και στόχευση. Ο εγωισμός της δεν είχε αναγκαστικά την αποκρουστική εξωστρέφεια της οίησης ή της αλαζονείας. Θεμελιώθηκε πάνω στη βάση μιας γνήσιας αυτοεκτίμησης, που δεν την εγκατέλειψε ποτέ, έφερε δε ένα μηχανισμό που ύψωνε τα τείχη του εαυτού της, όταν αισθανόταν την απειλή ως σπουδαία, ή έστω πιθανολογούμενη. Και η ειρωνεία της κυκλοφορούσε μέσα της ως παραλυτικό υγρό που εκκρίνεται, προ του θηρευτή, όσο χρειάζεται για να ματαιωθεί η σκέψη του για επίθεση.
Ποτέ κανείς από τους δικηγόρους που έβαλλαν εναντίον της δεν υπαινίχθηκε ότι κινήθηκε εξυπηρετώντας συμφέροντα τρίτων, ή στα πλαίσια μιας κοινωνίας με μεγαλοσχήμονες δημότες της πόλης. Και δεν είναι τυχαίο αυτό, ούτε άμοιρο σημασίας για κάποια που υπηρέτησε επί σειρά ετών σε μια νευραλγική θέση.
Στη χειρότερη γι’ αυτή περίπτωση, της καταλόγιζαν μια αδικαιολόγητη τυπολατρεία, όχι πάντα απαραίτητη.
Η ίδια δεν αισθάνθηκε ποτέ υποχρεωμένη να υποχωρήσει από την «ιερατικού τύπου» λειτουργία της, ελέω των απόψεών της ακόμη και όταν συσπείρωνε εναντίον της, σύσσωμο το συμβολαιογραφικό και δικηγορικό σώμα του Ρεθύμνου.
Δεν γνωρίζω πώς έχει καταγραφεί αυτή η πείσμων στάση της, εναντίον όλων, αλλά δεν μπορώ να αφήσω ασχολίαστη, την υβριδική οντολογία μιας γενναιότητας που τελολογικά ενυπάρχει όταν, ενώ οι πάντες στρέφονται εναντίον σου, εσύ δεν σπεύδεις να κάνεις εκπτώσεις, σε θέσεις, που έστω εσφαλμένα υποστηρίζεις από πεποίθηση και όχι υστεροβουλία.
Η γυναίκα αυτή που πρόσφατα μας άφησε, απόλαυσε (είμαι σίγουρος) το μούδιασμα στην αγγελία του θανάτου της, όσων την προτιμούσαν ζωντανή για να την καθυβρίζουν. Η αποδημία της όμως αφήνει έκθετους όλους (και εμένα) για την απουσία απόδοσης της οφειλόμενης τιμής σε μια γυναίκα νομικό, που σε τελική ανάλυση υπηρέτησε επί δεκαετίες σε μια νευραλγική θέση.
Υπήρξε αναγνωρισμένη επιστήμων και έζησε μια ζωή, ακηλίδωτη, όσο μας επιτρέπει να γνωρίζουμε, αυτός ο μοναχισμός στον οποίο αναφέρθηκα, που την έντυσε και τη διαμόρφωσε.
Προσπάθησα πολλές φορές να σχηματοποιήσω πιθανά σενάρια και ύφη της ζωής της αν ακολουθούσε άλλα κοινωνικά μονοπάτια. Αν είχε παιδί, αν παντρευόταν, αν επιδίωκε μια εξωστρεφή κοινωνικότητα που θα ήταν και συμβατή με τη θέση της. Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλήξω πουθενά, όχι μόνο γιατί η νεκρή αυτή ήταν απρόβλεπτη, αλλά και γιατί διαπίστωνα, ότι οποιαδήποτε άλλη εκδοχή, είχε απορριφθεί από την ίδια συνειδητά και προ καιρού. Η Δέσποινα ανήκει στην σπάνια εκείνη κατηγορία ανθρώπων που έζησαν μια ζωή όπως οι ίδιοι διαμόρφωσαν συνειδητά, ως προς τις εκφάνσεις της ιστορικής διαδρομής της.
Πήρα το θάρρος -αυθαίρετα σίγουρα- να μοιραστώ μαζί σας τις σκέψεις μου, για μια γυναίκα, που σε κάθε περίπτωση υπερέβη κατά πολύ την πλειοψηφική μετριότητα.
Δεν ήμουν φίλος της, ούτε θεωρώ, όπως προείπα, ότι με εξελάμβανε ως τέτοιον. Αυτό δεν μου απαγορεύει όμως να κλίνω το γόνατο, τιμώντας τη μνήμη ενός ανθρώπου που δεν γνώρισα. Τιμώντας ένα εκλεπτισμένο μοναχισμό που σπάνια συναντάς. Ένα προκύψαντα από μέσα της ασκητισμό, παρά το κοινωνικό της status. Μια εν γένει στάση ζωής και πολιτεία, που ουδέποτε κατανόησα. Το εύοσμον μιας κρυφής ζωής χωρίς τα συνήθη κοινωνικά διαδήματα.
Δεν μπόρεσα ποτέ να φωτογραφίσω αυτό το χαρακτήρα που τον έκρυβε περίτεχνα η μόνιμη σεληνιακή του έκλειψη.
Μπορώ όμως να ανταποδώσω εκείνο το απρόσμενο αγκάλιασμα του 1992.
Και να καθησυχάσω την εξόδια αγωνία της λέγοντάς της, ότι πολλοί εδώ θα τη θυμούνται με τη συγκίνηση που προκάλεσε το Ασύμμετρο της ζωής της.
* Ο Θωμάς Λεχωβίτης είναι δικηγόρος Ρεθύμνου