Οίκοι ανοχής: Ετεροτοπίες στον αστικό χώρο των πόλεων. Χώροι-οίκοι της πόλης, «γκετοποποιημένοι» αλλά σε άμεση σχέση και συνδιαλλαγή με την κοινωνία της. Σε όλες τις εποχές της ιστορίας συνδέονται με κάτι μη αποδεκτό αλλά παράλληλα έχει πρόσβαση σε αυτούς το κοινωνικό σύνολο. Μια αντίφαση στο εσωτερικό της πόλης.
Θέμα ταμπού οι οίκοι ανοχής με το πρόσχημα της ηθικής. Αυτός είναι και ο λόγος που οι περισσότεροι επιθυμούν να μην συζητείται, να αποκρύπτεται. Ένας κόσμος, κρυμμένος πίσω από τον κόσμο.
Αυτόν τον «κόσμο», πραγματεύεται στο τελευταίο του βιβλίο ο δικηγόρος-συγγραφέας Χάρης Α. Παπαδάκης, με τίτλο: Οίκοι ανοχής στην πολιτεία της ανοχής. Είναι το όγδοο ιστορικό έργο του. Προηγήθηκαν τα: «Νταραμανελίτης», «Τα Χασαπιά του Ρεθύμνου και όχι μόνο», «Το Νερό μια πολιτείας», «Χαλικούτες», «Ο αιγυπτιακός φάρος του Ρεθύμνου», «Ο Πλακιάς του χθες», «Οι λεπροί στην Κρήτη».
Στις σελίδες του τελευταίου του βιβλίου, ο συγγραφέας έχει συγκεντρώσει ένα αξιομνημόνευτο υλικό, που είτε δανείστηκε από βιβλία άλλων συγγραφέων είτε κατέγραψε ο ίδιος ως βιωματικές εμπειρίες είτε ως μαρτυρίες τρίτων, για τους οίκους ανοχής στο Ρέθυμνο αλλά και τις υπόλοιπες πόλεις-πρωτεύουσες της Κρήτης, στην πορεία της ιστορίας και μέχρι την δεκαετία του ‘90 οπότε, τουλάχιστον στο Ρέθυμνο, οι οίκοι ανοχής έπαψαν να λειτουργούν με την μορφή των ετεροτοπιών.
Ένα κομμάτι της ιστορίας του Ρεθύμνου για τους οίκους ανοχής αλλά και την πορνεία γενικότερα. Στις σελίδες του βιβλίου παρακολουθούμε πως διαμορφώθηκε, ανάλογα με την κουλτούρα, την εποχή και την κοινωνία της οποίας υπήρξε μέρος. Ο συγγραφέας, αγνοεί την κυρίαρχη, υποκριτική, αντίληψη της καταδίκης της πορνείας και των χώρων στους οποίους λειτουργούσε και παρουσιάζει ενδιαφέρουσες, λεπτομερείς αλλά όχι «πιπεράτες», παρατηρήσεις για το κοινωνικό αυτό ζήτημα, δημιουργώντας εικόνες της πόλης έντονες στον αναγνώστη που δεν τις έζησε, και επαναφέρει μνήμες που πιθανόν να είχε «θάψει» μαζί με το τέλος εποχής των οίκων ανοχής, στον αναγνώστη που υπήρξε μέλος της κοινωνίας εκείνου του παρελθόντος.
ακροατήριο, μιλώντας για το βιβλίο του, και το θέμα που επέλεξε να
αναδείξει, είπε μεταξύ άλλων:
«Προσπαθώ να προσφέρω στην πόλη μου,
διασώζοντας και συγκεντρώνοντας στα βιβλία μου, ανιδιοτελώς και χωρίς
καμία οικονομική βοήθεια, διασκορπισμένα στοιχεία της ιστορίας μας.
Προσπαθώ έτσι να διδάξω στους νεότερους ιστορία όχι με την ακαδημαϊκή
μορφή αλλά μέσα από τις κοινωνικές ομάδες που ξεχάστηκαν, να τους μάθω
μέσα από τους απλούς ανθρώπους, με απλά λόγια, τον τόπο που ζούνε. Όπως
απλά είναι και τα κτίρια και οι δρόμοι που ζούμε. Όπως απλά
ερωτευόμαστε, όπως απλά μεγαλώνουμε και έτσι απλά ξεχνιόμαστε και
χανόμαστε.
Με το βιβλίο αυτό κλείνω τον κύκλο της τριλογίας μου για
τις περιθωριακές ομάδες της Κρήτης που ξέχασε η ιστορία. Χαλκούτες,
λεπρούς, πόρνες. Ουσιαστικά όμως τετραλογίας γιατί θεωρώ ότι τα Χασαπιά
του Ρεθύμνου αναφέρονται στην ιστορία μιας κοινωνικής ομάδας. Δεν ξεχνάω
ποτέ ότι από τα Χασαπιά ξεκίνησα την συγγραφική μου δραστηριότητα.
Με
το «Οίκοι ανοχής στην πολιτεία της ανοχής», προσπαθώ να θυμίσω στους
μεγαλύτερους χρόνια που δεν επιστρέφουν, στους δε νεώτερους να γνωρίσω
την ιστορία μιας συνοικίας που σήμερα προσπερνούμε αδιάφορα,
ανεβαίνοντας στο φρούριο της Φορτέτζας. Πολύς κόσμος δεν ξέρει καν που
βρίσκεται το στενό των Αργυροπούλων, δεν το βλέπουμε όταν περνάμε.
![](/uploads/news/19-02-2013/6-politeia-tis-anoxis1.jpg)
Το
θέμα του βιβλίου μου ήταν αρκετά επικίνδυνο και η προσπάθεια
απομυστικοποίησης της πορνείας στο Ρέθυμνο, αρκετά δύσκολη. Δεν ξέρω αν
τα κατάφερα. Αυτό θα το κρίνετε εσείς. Ας με συγχωρέσουν οι φίλοι που
περιμένανε το βιβλίο περισσότερο πικάντικο, τόσο στο θέμα της
φωτογραφίας όσο και σε πικάντικες ιστορίες. Παρά το ότι το σεξιστικό
πουλάει, το απέρριψα προσπαθώντας να γράψω την ιστορία της πορνείας ως
μέρος της ιστορίας της πόλης, μέσα από την πορνεία. Ας με συγχωρέσουν οι
φίλοι που θεώρησαν το θέμα όσο και το περιεχόμενο του βιβλίου τολμηρό
και κατά την άποψή τους μη κοινωνικά αποδεκτό, αποφεύγοντας με διάφορες
προφάσεις τόσο να παρουσιάσουν το βιβλίο όσο και να έρθουν να κάνουν
παρέα μαζί μας σήμερα. Ο συντηρητισμός είναι χαρακτηριστικό μας. Από το
βιβλίο λείπουν κριτικές που συνήθιζα στα άλλα βιβλία μου και
χαρακτηρίζουν την γραφή μου, την οποία ορισμένοι την ονομάζουν
νταραμανελική. Αυτή την φορά απέφυγα αυτού του είδους την γραφή και
άφησα τους χαρακτηρισμούς πάνω στο θέμα στους μεγάλους συγγραφείς του
Ρεθύμνου, Δαλέντζα, Καλομενόπουλο, Νενεδάκη, Πρεβελάκη και στη Λιλίκα
Νάκου που στο βιβλίο της η κυρία Ντορεμί αναφέρεται στο θέμα της
πορνείας στο Ρέθυμνο.
Ανεξάρτητα αν πέτυχα ή όχι με το θέμα μου,
πιστεύω ότι με το βιβλίο καταφέρνω δύο πράγματα: Πρώτον παροτρύνω τους
αναγνώστες να ξεσκονίσουν από τις βιβλιοθήκες τα βιβλία των
προαναφερθέντων συγγραφέων και να τα ξαναδιαβάσουν για να θυμηθούν τον
διαχρονικό κοινωνικό ιστό και μέσα από αυτόν την ιστορία της πόλης.
Δεύτερον,
συγκεντρώνω και παρουσιάζω όλες τις μέχρι σήμερα υπάρχουσες ψηφίδες που
συνιστούν την ιστορία του αρχαιολογικού μουσείου της πόλης μας, που
είναι μέχρι σήμερα στους περισσότερους άγνωστες. Εφεξής ο αναγνώστης του
βιβλίου ανεβαίνοντας στην Φορτέτζα για να παρακολουθήσει μια
πολιτιστική εκδήλωση, περνώντας μπροστά από την πινακοθήκη Κανακάκη και
το Αρχαιολογικό μουσείο θα θυμάται ότι πριν μερικά χρόνια οι σημερινοί
δρόμοι και τα κτίρια του πολιτισμού οδηγούσαν σε αυτούς που στέγαζαν
αυτούς που ο πολιτισμός δεν τους έχει ξεχάσει».
Ο εκπαιδευτικός Νίκος Δερεδάκης, παρουσιάζοντας το βιβλίο του Χάρη Παπαδάκη, ανέφερε μεταξύ άλλων: «Για μια ακόμη φορά ο Χάρης ταράζει τα λιμνάζοντα ύδατα της ρεθεμνιώτικης κοινωνίας. Προκλητικός όπως πάντα, καταπιάνεται με ένα θέμα που όλοι έχουμε σιγοψιθυρίσει αλλά κανείς δεν σκέφτηκε ή δεν τόλμησε να ασχοληθεί σοβαρά και ουσιαστικά με αυτό: την πορνεία στο Ρέθυμνο. Ο καθωσπρεπισμός μας αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα ακόμα και για τη δημόσια συζήτηση του θέματος.
Ο Χάρης όμως τόλμησε! Προσέγγισε το θέμα της πορνείας με σοβαρότητα και επιστημονικό τρόπο. Με σεβασμό και ειλικρίνεια στους περιθωριακούς τύπους των πορνείων.
Το βιβλίο ξεκινά με εννοιολόγηση των όρων που αφορούν στην πορνεία: πόρνη, πορνεία, προαγωγός, μαστροπός, σωματέμπορας, προστάτης, τσατσά, αφροδίσια νοσήματα… Στη συνέχεια ασχολείται με τη συνοικία του Ρεθύμνου στην οποία άνθισε η πορνεία. Και μιλάμε, βέβαια, για το κάστρο της Φορτέζας και τους δρόμους γύρω απ’ αυτή. Ιδιαίτερη αναφορά κάνει ο συγγραφέας στο πενταγωνικό οχυρό, έξω από την ανατολική, κύρια, πύλη του κάστρου. Αναδεικνύει την ιστορία του, άγνωστη για πολλούς, και τις χρήσεις που άλλαξε, από την περίοδο της τουρκικής κατάκτησης, οπότε και κατασκευάστηκε, μέχρι τις μέρες μας. Αναφέρει ότι για αρκετά χρόνια στεγάζονταν εκεί τα πορνεία του Ρεθύμνου, κι από εκεί πήραν οι πόρνες το προσωνύμιο «μπεντενιώτισες», λόγω του μπεντενιού, τοίχου, που περιέκλειε το οχυρό.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας κάνει μια ιστορική αναδρομή στις διάφορες περιόδους. Βενετοκρατία, Τουρκοκρατία, Αιγυπτιοκρατία, Ρωσοκρατία, Κρητική Πολιτεία. Σε όλες τις περιόδους η παρουσία επίσημων οίκων ανοχής ήταν μικρή. Εξαίρεση αποτελεί η Ρωσοκρατία, αφού χιλιάδες Ρώσοι στρατιώτες κατέκλυσαν το Ρέθυμνο και η ανάγκη οίκων ανοχής ήταν επιβεβλημένη. Οι Ρώσοι έφεραν και τα καφωδεία, τα γνωστά καφέ-σαντάν. Ξεχωριστή, εκτενής αναφορά σε αυτό το κεφάλαιο γίνεται στη γνωστή Μαντάμ Ορτάνς, άγνωστες πτυχές της ζωής της οποίας ξετυλίγονται.
Στο επόμενο κεφάλαιο ο Χάρης ασχολείται με τους Ρεθεμνιώτες συγγραφείς και ποιητές που έχουν αναφορές στα έργα τους για τα πορνεία και τις πόρνες στο Ρέθυμνο. Αποσπάσματα του Παντελή Πρεβελάκη, Γιώργου Καλομενόπουλου, Ανδρέα Νενεδάκη, Λιλίκας Νάκου και Γιάννη Δαλέντζα, δίνουν ένα ξεχωριστό άρωμα στο βιβλίο, αφού η μοναδική πένας τους περιγράφει με γλαφυρότητα τις ιερόδουλες της εποχής καθώς και τους χαρακτηριστικούς τύπους που σύχναζαν στα πορνεία τους.
Στο τελευταίο κεφάλαιο ο συγγραφέας, πλησιάζοντας στο σήμερα, δίνει έμφαση στις αφηγήσεις και στις προσωπικές μαρτυρίες, καθώς και στα δικά του βιώματα. Μην ξεχνάμε ότι ο Χάρης, 60άρης σήμερα, έζησε στα νεανικά του χρόνια το «τέλος εποχής» των οίκων ανοχής στο Ρέθυμνο, μιας και το τελευταίο «σπίτι» έκλεισε το 1991, με τη Ρούλα να φεύγει οικειοθελώς μετά την έξωση που ο ίδιος ο συγγραφέας ως δικηγόρος, κατ’ εντολή πελάτη του, της επέδωσε.
Επιτρέψτε μου, σε αυτό το σημείο να ασχοληθώ λίγο εκτενέστερα με το πενταγωνικό οχυρό που βρίσκεται έξω από τη Φορτέτζα και το οποίο για μια 20ετία, όπως αναφέρει ο συγγραφέας στέγασε τις πόρνες του Ρεθύμνου. Είναι πράγματι εντυπωσιακό, ο αριθμός των χρήσεων και η αντιφατικότητα αυτών, που το συγκεκριμένο κτήριο άλλαξε στο πέρασμα του χρόνου: Οχυρωματικό έργο επί τουρκοκρατίας, πορνείο αργότερα, φυλακές στη συνέχεια, αρχαιολογικό μουσείο σήμερα. Και το εντυπωσιακότερο όλων είναι ότι σήμερα η πόλη μας, μετά από τόσες δεκαετίες, δεν διαθέτει ούτε φυλακές, ούτε πορνεία, ούτε, βέβαια, ένα αρχαιολογικό μουσείο αντάξιο των αρχαιολογικών ευρημάτων του τόπου. Οι παλαιότερες γενιές είχαν φροντίσει για όλα! Οι σημερινές, για τίποτα…
Ας επιστρέψουμε, όμως στο πενταγωνικό οχυρό. Όπως είναι γνωστό, αυτό κατασκευάστηκε από τους Τούρκους μετά την κατάληψη του Ρεθέμνους, το 1646, αφού ήθελαν να προστατεύσουν την αφύλαχτη ανατολική είσοδο του φρουρίου. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, τέτοια οχυρωματικά έργα υπήρχαν αλλά δύο στο Ρέθυμνο: Ο Σου Κουλές ή Πύργος του νερού στη θέση του σημερινού τελωνείου και ο Μπαλντάς Ντάμπια βορειοανατολικά της Πύλης της Άμμου, εκεί, περίπου που υπάρχει σήμερα ο βιολογικός καθαρισμός στην πλατεία του Αγνώστου Στρατιώτη.
Το πενταγωνικό οχυρό της Φορτέτζας επιτέλεσε το σκοπό για τον οποίο κατασκευάστηκε, μέχρι το 1898 που αποχώρησαν τα οθωμανικά στρατεύματα από την Κρήτη. Για στρατιωτικούς σκοπούς χρησιμοποιήθηκε το κτήριο και την περίοδο της ρωσοκρατίας, μέχρι, δηλαδή, το 1909. Το 1906, το Δημοτικό Συμβούλιο Ρεθύμνου αποφασίζει την κατασκευή σπιτιών πάνω στο πενταγωνικό οχυρό, στα οποία θα περιοριστούν οι πόρνες, οι οποίες μέχρι τότε διέμεναν μέσα ή γύρω από τη Φορτέτζα. Το 1909 είχαν κατασκευαστεί τέσσερα σπιτάκια, στο δώμα του οχυρού, τα οποία διέθεταν συνολικά 10 μικρά δωματιάκια, που προορίζονταν για ισάριθμες πόρνες. Οι πόρνες, στις οποίες απαγορευόταν να κατέβουν ακόμα και στην πόλη για ψώνια, απέκτησαν το προσωνύμιο «μπεντενιανές», αφού όλη μέρα κρέμονταν στα μπεντένια του οχυρού για να βλέπουν την κίνηση από ψηλά. Ο συγγραφέας, μάλιστα, δημοσιεύει και δύο φωτογραφίες που απεικονίζουν τα σπιτάκια αυτά, με φόντο το λιμάνι του Ρεθύμνου.
Οι πόρνες διέμειναν, έγκλειστες, ουσιαστικά σε αυτές τις κατοικίες μέχρι το 1929, για 20 δηλαδή χρόνια, οπότε το κτήριο άρχισε να μετασκευάζεται σε φυλακές.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πληροφορία που παραθέτει ο συγγραφέας, ότι στην εσωτερική αυλή των φυλακών κτίστηκε το 1945 ένα μικρό εκκλησάκι που αφιερώθηκε στην Αγία Αικατερίνη, το οποίο, το 1973, κατεδαφίστηκε και μεταφέρθηκε εντός του φρουρίου, όπου παραμένει και σήμερα.
Οι φυλακές λειτούργησαν στο οχυρό μέχρι το 1960. Το 1972, ο Δήμος αγόρασε όλο το κτήριο και το παραχώρησε στο υπουργείο Πολιτισμού για να μεταστεγαστεί το 1991 το Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης, που μέχρι τότε στεγαζόταν στη Λότζια.
Η ανάδειξη της ιστορίας και των χρήσεων του πενταγωνικού οχυρού από το Χάρη, αποτελεί άλλη μια ψηφίδα στην ολοκλήρωση του παζλ της ιστορίας του Ρεθύμνου».
Ο δικηγόρος Θωμάς Λεχωβίτης, παρουσιάζοντας το βιβλίο του συναδέλφου του, Οίκοι ανοχής στην πολιτεία της ανοχής, ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Ο Χάρης Παπαδάκης είναι ευτυχώς δικηγόρος, και το επισημαίνω ειδικά γιατί με δεδομένη την 35ετή θητεία του στη νομική επιστήμη μας δίνει ένα παράδειγμα για να ισχυρισθούμε ότι η μαχόμενη δικηγορία χρειάζεται την κοινωνική παρουσία και παρέμβαση, ως συστατικό στοιχείο της φύσης της. Αν εδώ προστεθεί το ατομικό διαγνωσμένο θετικά, ήθος του, η ευαισθησία και η συστηματικότητα του ταλέντου του, τότε η ευμενής αποδοχή του τελευταίου του έργου «Οίκοι Ανοχής στην Πολιτεία της Ανοχής» δεν ξενίζει.
Ήδη από τον πρόλογο του βιβλίου του ο συγγραφέας μας αποκαλύπτει το κίνητρο γραφής του, που επικυρώνει τη διαπίστωση ότι το συνολικό του έργο υπακούει στην πειθαρχία ενός αρχικού ιδεολογήματος. Θα χαριτολογήσω λέγοντας ότι στην περίπτωσή του ΔΕΝ μπορώ να εντάξω το βιβλίο του αυτό, ως τελευταίο μιας τριλογίας ή τετραλογίας που άρχισε με τα Χασαπιά του Ρεθύμνου, συνέχισε με τους Χαλικούτες, τους δρόμους των σκλάβων και τους λεπρούς στην Κρήτη-Μεσκίνηδες, αλλά ως κατάφαση μιας ΠΟΛΥ-ΛΟΓΙΑΣ, που ενώ φαίνεται να ισορροπεί στις νόρμες των έργων του είδους με επιστημονική δομή και συνέπεια, εντούτοις φορές δραπετεύει δροσερά, σε αυτό που θα προσπαθήσω να σας πείσω ότι καταλήγει, ως ουσία γραφής του.
Αν δει κάποιος συνολικά το έργο του θα αντιληφθεί ότι η βασική θεώρηση της έμπνευσης ή της ανάγκης έκδοσής του είναι ΠΟΛΙΤΙΚΗ. Αφού πραγματεύεται τη συστηματική ανάπτυξη και μάλιστα υπό ιστορική νομοτέλεια, αρά συγκριτική αναγωγή σε βιωμένη εντύπωση της συμπεριφοράς περιθωριακών ομάδων, όχι τόσο εγγενώς, δηλ. σε κλίμακα εσωτερικής καταγραφής τους, όσο υπό την πίεση που τους ασκούν οι κυρίαρχες κοινωνικές και πολιτικές διατεταγμένες τάξεις. Η καταγραφή της ζωής των κάθε λογής μειοψηφιών, είτε εθνοτικών, είτε θρησκευτικών, είτε κοινωνικών, με βάση επιμέρους ειδοποιά χαρακτηριστικά, όπως εν προκειμένω στους Μεσκίνηδες και τις πόρνες, με όρους ιστοριοδιφικούς, δηλ. συγκριτικής και κριτικής αντιπαραβολής σε πηγές και ήδη καταγεγραμμένο υλικό (οράτε για παράδειγμα την πλουσιότατη βιβλιογραφία του) είναι για τον Παπαδάκη το πρόσχημα να ψέξει παράλληλα τις κρατούσες κοινωνικές ομάδες, την ζωή των οποίων αφήνει τραγικά ασχολίαστη.
Ο Χάρης Παπαδάκης δεν ενδιαφέρεται ουσιαστικά να είναι λαογράφος, ούτε περιηγητής, ούτε ιστοριοδίφης, άσχετα αν υπηρετεί με τα έργα του την ιστοριοδιφία, με τρόπο επιστημονικά άψογο. Αυτό που κυρίως επιθυμεί είναι να εκτιμήσει αποτυπωτικά ό,τι η επίσημη ιστορία πετά ως απόρριμμα. Ό,τι δηλ. δεν αποτιμάται ως σημαντικό, αλλά προκειμένου, για τον Παπαδάκη, καταλήγει τελικά ως σημαίνον, αναφορικά με το ήθος της ανυποψίαστης ιστορίας. Υπό το πρίσμα αυτό ο Χάρης Παπαδάκης είναι ένας εξαιρετικός ιστορικός ρακοσυλλέκτης. Λένε ότι από τον έλεγχο των σκουπιδιών ενός σπιτιού, εξάγεις με ασφάλεια συμπεράσματα για την οικονομική και την κοινωνική θέση της οικογένειας που μένει σε αυτό. Αυτό τον έλεγχο, αυτή τη δουλειά για την πολιτεία του Ρεθύμνου, έχει αναλάβει ο συγγραφέας. Να μας παρουσιάσει δηλ. ως εκθέματα σημαντικής γι’ αυτόν αποτίμησης τα απορρίμματα μιας Πολιτείας για να την αξιολογήσετε στην ιστορική της διαδρομή.
Το τελευταίο του έργο «Οίκοι Ανοχής στην Πολιτεία της Ανοχής» συγκροτείται από τέσσερα κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο του άξονα, ο συγγραφέας ασχολείται με την προσέγγιση του φαινομένου της πορνείας, αλλά και της προσωπικότητας της πόρνης διαχρονικά και παγκόσμια. Στο κεφάλαιο αυτό μας μυεί σε παραλληλίες πορνικών συμπεριφορών ανά τον κόσμο, αλλά και διαχρονικά. Σημαντικό μέρος του κεφαλαίου αναλώνεται στην ανάδειξη των παραπορνικών επαγγελμάτων, δηλ. όλου του παρασκηνίου που στηρίζει και ελέγχει την οργανωμένη πορνεία. Πρόσωπα, όπως του μαστροπού, του σωματέμπορα, του προστάτη, της τσατσάς κωδικοποιούνται, ως καταγεγραμμένες συμπεριφορές ιστορικά όχι μόνο στην Κρήτη.
Στο Β’ κεφάλαιο, το χρόνο, ο Χάρης Παπαδάκης επιχειρεί να εντάξει το φαινόμενο της πορνείας σε χρόνο ιστορικό μέσα από τη συμπεριφορά, τα δρώμενα, τη νομοθεσία και τα διατάγματα των δυνάμεων της κατοχής της Μεγαλονήσου από τους Βενετούς, τους Οθωμανούς, τους Αιγυπτίους μέχρι τις Μεγάλες Δυνάμεις, την Κρητική Πολιτεία και τους Ρώσσους. Η πραγματεία στο κεφάλαιο αυτό είναι εξόχως αποκαλυπτική για την αντιμετώπιση της πορνείας ήδη από τη Βενετοκρατία και μέχρι τη ρωσσική κατοχή, αφού εισάγεται, ως κριτικό στοιχείο συγκριτικής αντιπαραβολής πέρα από την ιστορική απόσταση, η ετερότητα των θρησκειών των δυνάμεων κατοχής, και η πολιτισμική τους διαφοροποίηση, που παρά τις επιμέρους αντιθέσεις καταλήγουν σε σχεδόν ταυτόσημη αντιμετώπιση της πορνείας και των πορνικών εγκαταστάσεων. Ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά στα ρεθεμνιώτικα καφέ σαντάν που επιτρέπει στον Παπαδάκη να μας περιηγήσει στην ερωτική γεωγραφία του Ρεθύμνου των αρχών του 20ού αιώνα.
Το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου, με τίτλο η Πέννα, δεν εξηγείται, γιατί συμπεριλήφθηκε αυτοτελώς στο βιβλίο. Η ευθεία αναφορά στη ζωή και το έργο του Παντελή Πρεβελάκη, Γιώργη Καλομενόπουλου, Ανδρέα Νενεδάκη, Γιάννη Δαλέντζα και δευτερευόντως της Λιλίκας Νάκου, κατ’ εμέ νοείται μόνο ως άμεση διάθεση του συγγραφέα να τους απομονώσει από τους υπόλοιπους συγγραφείς, κείμενα των οποίων αποτέλεσαν τη βιβλιογραφία του, ώστε να τους εξάρει ειδικά. Πρόκειται για, κατ’ εμέ, απόδοση τιμής από τον Χάρη Παπαδάκης σ’ αυτούς που αποτέλεσαν τους μέντορές του.
Υπάρχει όμως κάτι που διαφοροποιεί τον Παπαδάκη από τους μεγάλους αυτούς Ρεθεμνιώτες, την χορεία των οποίων, επικαλείται για να επικυρώσει το δικό του ύφος και ήθος γραφής; Θα έλεγα, ο ερασιτεχνισμός του, που στοχευτικά αποκαλύπτει την απαράμιλλη εραστική του διάθεση να αποτυπώσει με όρους ιστορικής καταγραφής, τη βιωματική του σχέση με το περιθώριο.
Ακριβώς αυτή την εμπειρική του σχέση με το κοινωνικό περιθώριο, αναπτύσσει στο τελευταίο κεφάλαιο του έργου του, την Αφήγηση. Εδώ ο Παπαδάκης ξεδιπλώνει τα παραθυρόφυλλα των σπιτιών και μας εισάγει απευθείας στην ηθική γεωγραφία του Ρεθύμνου. Ο τρόπος γραφής του εδώ, ελευθεριάζει επίτηδες γιατί ανασαίνει χωρίς τον φόβο απεμπόλησης των κανόνων που διέπουν την ιστοριοδιφία. Η εξιστόρηση εδώ είναι ελάχιστα ιστορική και κυρίαρχα εραστική. Αναδύεται μια βουλιμική γραφή που μετά βίας πειθαρχεί στον άξονα του βιβλίου. Γραφή απλή, γιατί εκ προθέσεως αποπειράται το ανεπιτήδευτο της απλότητας. Σκοπεύει στην ιδεολογική θρασύτητα της εξιστόρησης για να μην τραυματίσει το εγχείρημά του. Δηλ. να το αφήσει να σύρεται σε φτιασίδια που θα ευνουχίσουν τη δυναμική του και θα ακυρώσουν την ιδεολογική του αφετηρία.
Για όσους δεν το γνωρίζουν, ο Χάρης έχει κτίσει ένα καταφύγιο στο χωριό του, στα Σελλιά, που το ονομάζει «Βάστα κι έλα». Κλείνοντας το βιβλίο του αισθάνθηκα μια παράδοξη αντιστοιχία με το χώρο αυτό, όπου με κάλεσε το Καλοκαίρι. Δηλ. την ανάγκη να βαστά ο αναγνώστης τη δική του βιωματική ή ιστορική ή γεωγραφική προσέγγιση στο θέμα που πραγματεύεται ο συγγραφέας, ώστε να έρθει στο σημείο κατανόησης μιας πραγματείας, που τρέφεται ως ύλη με ό,τι η επίσημη ιστορία απορρίπτει θεωρώντας το περίττωμα. Γι’ αυτό, κυρίαρχα, το λόγο θα τον ευχαριστήσω ως αναδείξαντα το μικρό σε μέγα, επιμένοντας στην ηθική υπεροχή του παραλειπομένου ως ελάχιστου, έναντι του ιστορικά κρατούντος».