Την ετήσια εκδήλωσή του πραγματοποίησε το Σάββατο ο Σύνδεσμος Εφέδρων Αξιωματικών Νομού Ρεθύμνου, που φέτος ήταν αφιερωμένη στα 85 χρόνια του Συμβουλίου της Επικρατείας μετά την ίδρυσή του από τον εθνάρχη Ελευθέριο Βενιζέλο.
Το πρώτο μέρος της εκδήλωσης έγινε στο πάρκο Αυστραλών Πολεμιστών, όπου βρίσκεται το ιστορικό κτίριο του ΣΕΑΝ Ρεθύμνου και ο ανδριάντας του Εφέδρου Αξιωματικού, όπου προεξάρχοντος του Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ.κ. Ειρηναίου τελέστηκε επιμνημόσυνη δέηση για τους πεσόντες Εφέδρους Αξιωματικούς στους αγώνες του έθνους και κατάθεση στεφάνων από αρχές και φορείς.
Στη συνέχεια στο «Σπίτι του Πολιτισμού», πραγματοποιήθηκε το δεύτερο μέρος της εκδήλωσης με την ενδιαφέρουσα ομιλία του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας κ. Σωτήρη Ρίζου με θέμα «Το Συμβούλιο της Επικρατείας ως εγγυητής της τηρήσεως του Συντάγματος».
«Η έμπνευση ίδρυσης του Συμβουλίου της Επικρατείας ήταν αποκλειστικά ιδέα του Ελ. Βενιζέλου. Ιδέα η οποία πρέπει να πούμε ότι πολεμήθηκε στην αναθεωρητική Βουλή του 1911 και ο Βενιζέλος εκεί ανέπτυξε τα επιχειρήματά του, γιατί πρέπει να δημιουργηθεί ένα Δικαστήριο, το οποίο θα ελέγχει τη διοίκηση από τον κατώτατο υπάλληλο μέχρι τον ανώτατο άρχοντα, μέχρι το βασιλέα τότε και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μετά. Σήμερα προσπαθήσουμε να κάνουμε ένα στοιχειώδη απολογισμό του έργου του ΣτΕ και της επιτυχίας, ολοκληρωτικής ή μερικής της ιδέας του Ελ. Βενιζέλου.
Προσπαθούμε σε μια πολύ δύσκολη περίοδο, εξ απόψεως οικονομικής αλλά και πολιτικής κρίσεως, να συμπαρασταθούμε στον πολίτη, σταθμίζοντας όμως συγχρόνως και το συμφέρον του κράτους, σταθμίζοντας τον κίνδυνο να μην καταρρεύσει το κράτος εξ’ απόψεως οικονομικής.
Καταλαβαίνετε ότι αυτά είναι πολύ μεγάλα διλήμματα για τους δικαστές και πολύ μεγάλο πρόβλημα για την επιβίωση του κράτους δικαίου. Πιστεύω όμως τελικώς και με τη βοήθεια άλλων παραγόντων, με τη βοήθεια της λογικής των πολιτών ότι θα καταφέρουμε αυτά τα πράγματα να τα αντιμετωπίσουμε», επεσήμανε ο πρόεδρος του ΣτΕ κ. Ρίζος, ενώ σχετικά με τη μεγάλη καθυστέρηση που παρατηρείται στην απονομή της Δικαιοσύνης, τόνισε μεταξύ άλλων:
«Οι καθυστερήσεις υπάρχουν και θα υπάρχουν όσο υπάρχει κακή νομοθέτηση και πολλή νομοθέτηση. Νομοθέτηση που κάθε φορά η καινούργια αναιρεί την προηγούμενη, πράγμα που δημιουργεί πάρα πολλές διαφορές, οι οποίες οδηγούνται στο ΣτΕ και στα Διοικητικά Δικαστήρια. Αν δεν διορθωθούν οι προηγούμενοι κρίκοι της αλυσίδας, αυτοί της νομοθεσίας και της Διοίκησης, είναι μοιραίο να έχουμε πολλές καθυστερήσεις».
Ο διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος Ελ. Βενιζέλου, Νίκος Παπαδάκης, σχετικά με τον κορυφαίο θεσμό που ίδρυσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επεσήμανε:
«Εάν ένα πρόσωπο, ένας πολιτικός συνδέθηκε με ένα θεσμό, όπως αυτό του ΣτΕ, αυτός ήταν ο Ελ. Βενιζέλος. Ήταν ο εμπνευστής, ο ενσαρκωτής του κορυφαίου θεσμού της Δικαιοσύνης, τον οποίο ίδρυσε, προκειμένου να εξισορροπήσει τις εξουσίες-τις τρεις εξουσίες- στο δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας. Στους στόχους του αυτούς, ο Ελ. Βενιζέλος πέτυχε απόλυτα και μάλιστα σε μια περίοδο του Μεσοπολέμου που τα αυταρχικά καθεστώτα στην Ευρώπη πολλαπλασιάζονταν και ακριβώς σαν μια ανάσχεση στον αυταρχισμό της εκτελεστικής εξουσίας το ΣτΕ κατάφερε να εξισορροπήσει και να σταθεί ως αμυντικός θεσμός στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων του πολίτη και στην κατοχύρωση ακόμα περισσότερο του κράτους-δικαίου στην Ελλάδα.
Θέλω να συγχαρώ το ΣΕΑΝ Ρεθύμνου για την απόφασή του να πραγματοποιήσει αυτή την εκδήλωση, με ένα ομιλητή που αποτελεί μια συνέχεια των σημαντικών πρόεδρων του ΣτΕ οι οποίοι κατάφεραν να κρατήσουν τον θεσμό όρθιο, επομένως και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης απέναντι στις άλλες εξουσίες».
Στον χαιρετισμό του ο πρόεδρος του ΣΕΑΝ Ρεθύμνου κ. Στέλιος Κιαγιαδάκης εξήγησε το σκεπτικό της απόφασης του Δ.Σ. του ΣΕΑΝ Ρεθύμνου, για την πραγματοποίηση της εκδήλωσης και ευχαρίστησε όλους όσους παρευρέθηκαν:
«Ο ΣΕΑΝ διοργάνωσε μια πολύ σπουδαία εκδήλωση για το ΣτΕ, ο θεσμός του οποίου είναι πιο επίκαιρος από ποτέ σήμερα, μέσα στην κρίση. Το ΣτΕ ο πολύς κόσμος δεν ξέρει ότι ιδρύθηκε από τον Ελ. Βενιζέλο, στου οποίου το νομικό πολιτισμό βαδίζουμε ακόμα. Είμαστε υποχρεωμένοι να αναδείξουμε το θεσμό αυτό και είναι μεγάλη τιμή που βρίσκονται μαζί μας οι δυο πρόεδροι των Ανωτάτων Δικαστηρίων, ο πρόεδρος του ΣτΕ κ Ρίζος, και ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου κ. Αγγελλάρας», δήλωσε ο κ. Κιαγιαδάκης.
Χαιρετισμούς απηύθυναν η αντιπεριφερειάρχης Ρεθύμνου κυρία Μαρία Λιονή, ο δήμαρχος Ρεθύμνου κ. Γιώργος Μαρινάκης, ο γενικός διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών κ. Νίκος Παπαδάκης και ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Ρεθύμνου κ. Βαγγέλης Μουνδριανάκης.
Στην εκδήλωση εκτός του Συμβουλίου της Επικρατείας και του προέδρου του, τιμήθηκαν επίσης με ειδικές διακρίσεις το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος» και ο γενικός διευθυντής του, όπως επίσης συμβολικά και το Σώμα Εθελοντών Σαμαρειτών Διασωστών και Ναυαγοσωστών Νομού Ρεθύμνου του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, που κέρδισε και το πιο θερμό χειροκρότημα του κοινού.
Την εκδήλωση πλαισίωσαν μουσικά η νεανική χορωδία «Μουσικός Καρπός», καθώς και η νεοριζίτικη και χορευτική ομάδα του Ομίλου Βρακοφόρων Κρήτης, που καταχειροκροτήθηκαν.
Μεταξύ άλλων, παρευρέθησαν ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης κ.κ. Ειρηναίος, ο Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ.κ. Ευγένιος, ο βουλευτής Ρεθύμνου της Ν.Δ. Γιάννης Κεφαλογιάννης, ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου κ. Νίκος Αγγελάρας, ο Αρχηγός του Πολεμικού Ναυτικού Αντιναύαρχος κ. Βαγγέλης Αποστολάκης, ο γενικός αστυνομικός διευθυντής Κρήτης υποστράτηγος κ. Μιχάλης Καραμαλάκης, ο αστυνομικός διευθυντής Ρεθύμνου Ταξίαρχος κ. Κώστας Λαγουδάκης, ο φρούραρχος Ρεθύμνου κ. Κίντας Ιωάννης, ο Άρχων του Οικουμενικού Πατριαρχείου κ. Σπύρος Λιονάκης, δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί απ’ όλη την Κρήτη και εκπρόσωποι των λοιπών αρχών και φορέων.
Ομιλία του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας
Στην ομιλία του ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Σωτήρης Ρίζος, μεταξύ άλλων, ανέφερε τα παρακάτω:
«Με την έναρξη της λειτουργίας του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να πει κανείς ότι ολοκληρώθηκε το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα. Το μωσαϊκό που συνθέτει το Κράτος Δικαίου απαρτίζεται από την διάκριση των εξουσιών, την ανεξαρτησία των δικαστηρίων, τον κατάλογο των ατομικών δικαιωμάτων, όλα σε επίπεδο Συντάγματος. Προστίθεται, επίσης σε επίπεδο Συντάγματος, ο έλεγχος της νομιμότητος της διοικητικής δράσεως από όργανο ανεξάρτητο, από Ανώτατο Δικαστήριο.
Και ερχόμαστε στο ζήτημα που θέτει ο τίτλος αυτής της ομιλίας. Διότι πράγματι πρόκειται περί ζητήματος: ποιος εγγυάται την τήρηση του Συντάγματος στο ελληνικό Συνταγματικό Κράτος; Είναι γεγονός ότι κατά την αρχική ενσωμάτωση του θεσμού του Συμβουλίου Επικρατείας στο Σύνταγμα του 1911, κατά τρόπο παράδοξο για την εποχή, ο Άρειος Πάγος είχε ήδη δεχθεί ότι τα πολιτικά δικαστήρια κατά την εφαρμογή του νόμου δύνανται να εξετάζουν αν αυτός είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα. Την ίδια παραδοχή, έστω και στο περιθώριο της κύριας αποστολής του, αναγνωρίζει και για το Σ.τ.Ε ο πρόεδρος Κων. Ρακτιβάν τερματίζοντας τον εναρκτήριο λόγο του, που ήδη μνημονεύσαμε: «Επί πάσιν εννοείται ότι δεν θα παύσωμεν έχοντες προ οφθαλμών και τας ιδιαιτέρας παρ’ ημίν συνθήκας. Επί παραδείγματι το εν Γαλλία συσταζόμενον, εν τη πράξει δε αρνητικώς μέχρι τούδε λυόμενον ζήτημα, αν είναι δεκτή ακύρωσις διατάγματος η άλλης διοικητικής πράξεως ως στηριχθείσης επί νόμου αντισυνταγματικού, δέον εν Ελλάδι να τύχη αδιστάκτου καταφατικής απαντήσεως, συμφώνως προς την ανέκαθεν παρ’ ημίν υπερισχύσασαν και προσφάτως δι’ ερμηνευτικής δηλώσεως υπό το άρθρον 5 του Συντάγματος επιρρωσθείσαν εκδοχήν της ερεύνης της συνταγματικότητος του νόμου παρά των καλουμένων εις την εφαρμογήν αυτού υπαλλήλων, όχι μόνον των δικαστικών, αλλά και των διοικητικών και παντός πολίτου».
Κατά το χρόνο θεσπίσεως του Συντάγματος του 1927 και ενάρξεως λειτουργίας του ΣτΕ το ερώτημα ποιο από τα συνταγματικά όργανα δύναται καλύτερα να εγγυηθεί την τήρηση του Συντάγματος είχε τεθεί στην Ευρώπη με ιδιαίτερη έμφαση. Λόγω της γενικότερης κρίσεως των πολιτευμάτων στην κεντρική Ευρώπη, συνδεόμενης με την ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων κατά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η διάσταση απόψεων εκφράζεται με πληρότητα στη διαμάχη μεταξύ δύο κορυφαίων νομικών της εποχής. Του αυστριακού Hans Kelsen και του γερμανού Carl Schmidt. Ο πρώτος υποστήριξε ότι το κατάλληλο όργανο είναι Σώμα Δικαστικό και την άποψη αυτή υιοθέτησε το νέο αυστριακό Σύνταγμα -έργο του ίδιου- με την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου. Ο δεύτερος υποστήριξε ότι ο συνταγματικός έλεγχος των νόμων είναι λειτουργία πολιτική και πρέπει να ασκείται από συνταγματικό όργανο πολιτικό, το όργανο δε αυτό είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Η ιδέα του Συνταγματικού Δικαστηρίου επεκράτησε τελικώς και στη Γερμανία πολύ αργότερα, δηλαδή από την ολοκλήρωση της μεταπολεμικής δυτικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, με το νέο γερμανικό Σύνταγμα (Μάιος 1949).
Στην Ελλάδα η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν αποτέλεσε, τουλάχιστον μέχρι την αναθεώρηση του 2001, αντικείμενο σοβαρής συζητήσεως και παγιώθηκε, ως περίπου αυτονόητο, το σύστημα του ελέγχου της συνταγματικότητος των νόμων από τα δικαστήρια. Για αντικειμενικούς, εν μέρει δε και για υποκειμενικούς λόγους η αρμοδιότητα αυτή, κατά πολύ μεγαλύτερο ποσοστό, σε σχέση με τα άλλα δικαστήρια, περιήλθε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με μία εξαιρετική ένταση μετά το 1990 και μέχρι σήμερα, δηλαδή επί 25 περίπου έτη. Η ολονέν και αυξανόμενη δράση του Δικαστηρίου αυτού περίπου ως συνταγματικού δικαστηρίου οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Εν πρώτοις, διότι οι διοικητικοί νόμοι και η άσκηση της δημόσιας εξουσίας είναι οι κύριες πηγές διακινδυνεύσεως των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και κατ’ ακολουθία και οι παραγωγοί διοικητικών και συνταγματικών διαφορών. Πολύ λιγότερα συνταγματικά προβλήματα γεννιούνται από νόμους που αφορούν ιδιωτικές σχέσεις και ιδιωτικές διαφορές και συνεπώς πολύ λιγότερες αφορμές έχουν τα πολιτικά δικαστήρια και ο Άρειος Πάγος να ασχοληθούν με την ερμηνεία και την εφαρμογή του Συντάγματος. Αλλά και η οργάνωση του Συμβουλίου της Επικρατείας με δικαστές, οι οποίοι σταδιοδρομούν συνεχώς, χωρίς μετακινήσεις στο ίδιο δικαστήριο ευνοεί τη σώρευση εμπειρίας γύρω από τον χειρισμό των συνταγματικών διαφορών. Φαίνεται δε ότι και η ίδρυση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου με το Σύνταγμα του 1975 (αρμοδίου και αυτού εν πολλοίς για την ερμηνεία και εφαρμογή του Συντάγματος) δεν άλλαξε καθόλου τη ροπή της αυξανόμενης σημασίας του Συμβουλίου της Επικρατείας στον τομέα της επιλύσεως συνταγματικών διαφορών. Άλλο ζήτημα είναι αν συμφωνεί κανείς με την τάση αυτή και επίσης άλλο ζήτημα αν συμφωνεί η διαφωνεί κανείς με ορισμένες από τις λαμβανόμενες αποφάσεις.
Ανεξαρτήτως τώρα του ποσοτικού κριτηρίου, και κατά περιεχόμενο οι αποφάσεις του Δικαστηρίου φαίνεται να προσλαμβάνουν αυξανόμενη σπουδαιότητα σε πολλούς τομείς της ύλης του Συντάγματος, όπως είναι το οικονομικό δίκαιο, το δίκαιο του περιβάλλοντος και οι συγκρούσεις του με την οικονομική δραστηριότητα τόσο του Κράτους όσο και των πολιτών, από δε την τυπική έναρξη της πολιτικο-οικονομικής κρίσεως το 2009, στον τομέα των κοινωνικών δικαιωμάτων και του Κοινωνικού Κράτους. Όλη η παρελθούσα πενταετία συνιστά για το Συμβούλιο της Επικρατείας μια αέναη προσπάθεια διαφυλάξεως του Συνταγματικού Κράτους, προσπάθεια η οποία διέρχεται μέσα από διλήμματα επαχθή και σταθμίσεις επώδυνες μεταξύ του συμφέροντος να μη καταρρεύσει το Κράτος και οι μηχανισμοί του και του συμφέροντος να μη θυσιασθούν δικαιολογημένα και θεμελιωμένα κοινωνικά δικαιώματα μεγάλων κοινωνικών ομάδων και κατ’ ιδίαν πολιτών. Μέσα από αυτή τη διαμάχη, μέσα από μία διαρκή αμφιβολία του καθενός δικαστού για την ορθότητα του συμπεράσματος και της ψήφου του, παράγονται οι αποφάσεις, που έχουν λάβει μεγάλη δημοσιότητα και που άλλοτε συγκεντρώνουν την επιδοκιμασία και άλλοτε την αποδοκιμασία. Απαντούν, όμως, ως σύνολο στο ερώτημά μας, ποιος είναι ο βασικός εγγυητής τηρήσεως του Συντάγματος στο ελληνικό συνταγματικό κράτος του 21ου αιώνος. Η ακριβής απάντηση είναι ότι, επί του παρόντος, υπερέχουσα θέση στη λειτουργία αυτή κατέχει το Συμβούλιο της Επικρατείας. Χωρίς καθόλου να υποτιμάται ούτε ο ρόλος των άλλων δικαστηρίων είτε διοικητικών είτε πολιτικών – ποινικών, δεδομένου ότι ιδιαιτέρως τα τελευταία διαχειρίζονται το μέγα και κατά πολύ αρχαιότερο θέμα της τιμωρίας του εγκλήματος.
Απομένουν οι άλλοι δύο βασικοί συντελεστές και εγγυητές του Συνταγματικού Κράτους. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και η Βουλή. Ο Πρόεδρος μπορεί να συντελέσει στο σεβασμό της συνταγματικής τάξεως με την παρουσία του ως οργάνου που δεν μετέχει της κομματικής διαμάχης, με την προσωπικότητά του, την δυνατότητα παραινέσεως και την συνταγματική πρόβλεψη των παρεμβάσεών του σε περιπτώσεις διαταράξεως της ομαλής κοινοβουλευτικής πορείας (άρθρο 37: ανάθεση διερευνητικών εντολών για τον σχηματισμό Κυβερνήσεως, άρθρο 41 παρ.1: εξουσία διαλύσεως της Βουλής όταν έχουν παραιτηθεί η καταψηφισθεί δύο κυβερνήσεις και η σύνθεσή της δεν εξασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα).
Η Βουλή δύναται να διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο, στη διαφύλαξη των συνταγματικών ρυθμίσεων και αρχών και στην αποτροπή καταχρήσεων της εκάστοτε πλειοψηφίας υπό δύο τουλάχιστον προϋποθέσεις: εφ’ όσον α) οι κοινοβουλευτικές ομάδες λειτουργούν με ένα βαθμό ελευθερίας έναντι του εναγκαλισμού του μητρικού κόμματος και εφ’ όσον β) τα κόμματα της αντιπολιτεύσεως εκπληρώνουν τον δημιουργικό ρόλο της υπερασπίσεως του δικαίου και δεν εκπίπτουν σε απλή άρνηση και σε κυνική διεκδίκηση της εξουσίας, χρησιμοποιώντας επίσης μέσα, Συντάγματος. Προσπάθησα επίσης να καταγράψω απλώς ρόλους και να αποφύγω εξάρσεις. Κατά την πορεία αυτή προσπάθησα επίσης, να αποφύγω ευμενείς κρίσεις για το θεσμό, ώστε να αφεθεί χώρος εκτιμήσεως στους τρίτους. Βεβαίως δεν επετεύχθη διά του Συμβουλίου της Επικρατείας ό,τι προσδοκούσε ο Μέγας Κρής, όταν οικοδομούσε το θεσμό: η δημιουργία ενός συνεπούς, χωρίς κενά και διακοπές, ολοκληρωμένου Κράτους Δικαίου. Αλλ’, όπως ο ίδιος αργότερα επεσήμανε, σε φιλική συνομιλία: «…Η Δικαιοσύνη, ευτυχώς, με την ισοβιότητα και με το Ανώτατον Δικαστικόν Συμβούλιον έχει πάρει τον δρόμον της…Αλλά η Δικαιοσύνη δεν εξαντλεί όλον τον ρόλον ενός ευνομουμένου Κράτους. Απομένει η Διοίκησις, η οποία έχει ευρύτατον στάδιον δράσεως. Δυστυχώς, η Διοίκησις χωλαίνει, διότι δεν έχει αποκτήσει την συνείδησιν του δικαίου παγίαν». Η διαπίστωση περί του Μεγάλου Ασθενούς, δηλαδή της ελληνικής Διοικήσεως, παραμένει και σήμερα ακλόνητη, και εξηγεί εν πολλοίς την σημερινή διαρκή και εξελισσόμενη κατάρρευση.
Κυρίες και Κύριοι, δεν είμαι ο αρμόδιος ιστορικός της συνταγματικής εξελίξεως του ελληνικού κράτους και πιστεύω ότι η πλήρης παθών νεοελληνική ιστορία δε βρήκε μιμητές του μεγάλου Θουκυδίδη, ειμή μόνο στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου Παπαρηγόπουλου. Αποπειρώμαι, όμως, παρά την έλλειψη αντικειμενικότητος εκείνου, ο οποίος σήμερα είναι ο πρώτος υπηρέτης του Συμβουλίου της Επικρατείας, να διατυπώσω την κρίση ότι το Δικαστήριο αυτό, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, δεν έβλαψε, αλλά ωφέλησε σ’ ένα βαθμό και το Κράτος και το Πολίτευμα».