Αν και το επώνυμο δεν μας παραπέμπει σε Κρήτη, η οικογένεια Βιγδίνη πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες στην επιστήμη και στον τόπο ευρύτερα.
Όταν κάποτε γνώρισα μια από τις δέσποινες του Ρεθύμνου που με δέχτηκε τόσο φιλόξενα στο αρχοντικό της, απέναντι από το Δημοτικό Κήπο, ήξερα πως είχα μπροστά μου την κα Κατίνα Χαλκιαδάκη, αλλά δεν γνώριζα πως το πατρικό της ήταν Βιγδίνη.
Εκτίμησα αμέσως την προσωπικότητά της και τον τρόπο που δίδασκε. Είχα πάει να ζητήσω τη βοήθειά της για μια προετοιμασία εν όψει εξετάσεων για ένα δίπλωμα γαλλικών.
Κι εκείνη πρόθυμα μου την παρείχε και ομολογώ πως με κατέκτησε.
Αργότερα με καθήλωσαν διαλέξεις της στο Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνου και διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον τα δημοσιεύματά της «Μια ώρα συντροφιά με τους προγόνους μου» και «Ψίχουλα από το πνευματικό συμπόσιο μιας ζωής».
Είχα την ευτυχία πάντως να τη γνωρίσω καλύτερα από την εκλεκτή φίλη κα Μαριέττα Ασημομύτη Εκκεκάκη, που έχει το μοναδικό τρόπο να σε κάνει, μετά από μια αναφορά σε πρόσωπα, να έχεις την αίσθηση ότι γνώρισες και τον ψυχικό τους χαρακτήρα.
Κι όταν μάλιστα υπάρχει και μεγάλη αγάπη τότε τα πράγματα είναι διαφορετικά. Και η κα Μαριέττα αγαπούσε την υπέροχη αυτή γυναίκα και τη θαύμαζε ιδιαίτερα.
Τότε έμαθα και για το επώνυμο Βιγδίνη. Και ανατρέχοντας στις πηγές μου βρήκα ενδιαφέροντα στοιχεία για την οικογένεια αυτή που θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας.
Γεώργιος Βιγδίνης (1845-1886)
Ήταν ο παππούς της Κατίνας. Γεννήθηκε στην Καρωτή και διετέλεσε δημογέροντας (1883) πληρεξούσιος κ.λ.π. Από τα αξιώματα αυτά συμπεραίνουμε με ευχέρεια ότι θα πρέπει να ήταν ξεχωριστός. Διαφορετικά γιατί να τον εμπιστεύονται σε τόσο νευραλγικές θέσεις;
Είναι γεγονός ότι επρόκειτο για μια προσωπικότητα της εποχής του. Ήταν ευγενικός, φιλάνθρωπος, και μεγάλος πατριώτης.
Η καταγωγή του ήταν από τη Μάνη και ο πατέρας του ήταν κουρσάρος σύμφωνα με την εγγονή του που καταθέτει το στοιχείο αυτό στο βιβλίο της «Μια ώρα συντροφιά με τους προγόνους μου…».
Οι κάτοικοι της Καρωτής έτρεφαν μεγάλο θαυμασμό για τον εκπρόσωπό τους που υπεράσπιζε πάντα με θέρμη τα δίκαιά τους.
Όταν εκπλήρωσε τα καθήκοντά του στην Επαναστατική Εθνοσυνέλευση, επέστρεψε στο χωριό και ασχολήθηκε συστηματικά με την περιουσία του. Είχε καταφέρει με την εργατικότητά του να είναι από τους μεγάλους νοικοκύρηδες της περιοχής, δουλεύοντας τη γη του.
Ο ίδιος δεν είχε διαφορές με κανένα. Και ποτέ δεν διανοήθηκε ότι κινδυνεύει εκτός των περιόδων που γινόταν ξεσηκωμός.
Κι όμως μια νύχτα, του Σεπτέμβρη 1886, που επέστρεφε σπίτι του, δέχτηκε δολοφονική επίθεση. Κάποιοι του είχαν στήσει καρτέρι. Ο άτυχος Γεώργιος πυροβολήθηκε με τουφέκι τύπου chassepot. H βολή στο κάτω μέρος του δεξιού νεφρού επέφερε ακαριαία το θάνατο.
Η είδηση που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Παρρησία» τόνιζε μεταξύ άλλων:
«Μιαιφόρος χειρ θηριώδους κακούργου εστέρησε την επαρχίαν Ρεθύμνης, ενός των διακεκριμένων αυτής τέκνων, τον Γεώργιον Βιγδινάκη, κάτοικον του χωρίου Καρωτής…».
Ο μακαρίτης που έχασε τη ζωή του σε ηλικία, μόλις 40 χρόνων, άφησε χήρα τη νεαρή γυναίκα του με τρία ορφανά.
Ως ύποπτοι συνελήφθησαν δυο γιοι της αδελφής του Γεωργίου, τους οποίους όταν πέθανε η μητέρα τους, τους είχε πάρει κοντά του και τους μεγάλωσε με αγάπη, σαν να ήταν δικά του παιδιά.
Συνελήφθη επίσης και ως συνένοχος ο πατέρας τους…».
Γιάννης Βιγδίνης
Ήταν γιος του Γεωργίου. Γεννήθηκε στην Καρωτή το 1884.
Αν και η δολοφονία του πατέρα ήταν ένας ισχυρό πλήγμα για την οικογένεια, η μητέρα, παρά τη νεαρή της ηλικία, άπλωσε με στοργή την αγκαλιά της, έκλεισε τους δυο γιους και την κορούλα της και αφοσιώθηκε στην ανατροφή τους. Στάθηκε μάνα και πατέρας. Και τα μεγάλωσε με αξιοσύνη που έγινε και παράδειγμα προς μίμηση.
Αυτή η γυναίκα ήταν και πρότυπο χριστιανής. Απόδειξη ότι συγχώρεσε ακόμα και τον υπεύθυνο για το θάνατο του συζύγου της. Μεγαλοψυχία που μόνο οι έχοντες πραγματική χριστιανική αντίληψη μπορούν να διαθέτουν.
Αξιοσημείωτο είναι ότι παρά τις δυσκολίες, κατάφερε να σπουδάσει και τα τρία της παιδιά που τέλειωσαν το γυμνάσιο, κάτι σπάνιο για τις συνθήκες της εποχής.
Τελειόφοιτος ο Γιάννης, ζήτησε μια μέρα από τη μητέρα του την προσοχή της και της εκμυστηρεύτηκε το μεγάλο του όνειρο. Ήθελε να γίνει γιατρός!
Εκείνη στην αρχή κόρμιασε. Εκτός από τα απαγορευτικά για το βαλάντιό της έξοδα που προϋπόθετε το άνοιγμα αυτό για σπουδές, ήταν και οι ταραχές, για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.
Που θα πήγαινε ο γιος της; Ποια θα ήταν η τύχη του; Ευτυχώς σύντομα λύθηκε το οικονομικό πρόβλημα.
Για καλή τους τύχη προκηρύχτηκε μια θέση ελληνοδιδασκάλου, στο Πάνορμο. Ο Γιάννης που είχε και τα τυπικά και τα ουσιαστικά προσόντα, έσπευσε να διεκδικήσει τη θέση που κέρδισε τελικά. Τον προσέλαβαν αμέσως και ο νεαρός δάσκαλος δέχτηκε πολλή αγάπη από τους Πανορμίτες που ποτέ δεν τους ξέχασε.
Ακόμα και στα βαθειά του γεράματα, μιλούσε στην Κατίνα τη μοναχοκόρη του για την περίοδο εκείνη της ζωής του με μεγάλη νοσταλγία.
Τον επόμενο χρόνο ήταν πια έτοιμος να κυνηγήσει το όνειρό του. Γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και τέλειωσε με επιτυχία τις σπουδές του το 1912.
Όπως θα ομολογήσει κι ο ίδιος αργότερα, τη μέρα που πήρε το πτυχίο του, έτσι όπως το κρατούσε στο χέρι νόμιζε πως είχε αποκτήσει τον κόσμο ολόκληρο.
Στο μεταξύ η άξια μητέρα του είχε καταφέρει να παντρέψει τη μοναχοθυγατέρα της, όπως ονειρευόταν κι αφού πήρε αυτή την πρώτη χαρά και από την άριστη επιλογή γαμπρού που έκανε, σκέφτηκε το γιο της καθώς είχε εντοπίσει μια κοπέλα που σίγουρα του άξιζε.
Ήταν η ακριβή θυγατέρα του γιατρού Οδυσσέα Σταυριανίδη.
Όπως είχαμε αναφέρει σε πλήρες αφιέρωμα ο Σταυριανίδης ήταν από τους τελευταίους της παλιάς καλής φρουράς, που ήταν θέμα φιλοτίμου η αφιέρωση στην πατρίδα και στα ιδανικά της.
Η προσφορά του στην πατρίδα και στον πάσχοντα συνάνθρωπο, ήταν ανεκτίμητη. Είχε διατελέσει και βουλευτής χωρίς ποτέ να κάνει διακρίσεις διχαστικές.
Είχε οριστεί επίσης και γενικός αρχηγός Κρήτης στις επαναστάσεις από το 1866 και εντεύθεν. Έδρα της επιστημονικής του προσφοράς ήταν η Επισκοπή.
Υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες της επαναστάσεως του 1866 και μέχρι το 1869 πολέμησε με γενναιότητα τον εχθρό. Το 1878 συμμετέχει ενεργά και στην κρητική αυτή επανάσταση ως γενικός αρχηγός της επαρχίας του. Η επιστήμη του τον βοήθησε να συνδράμει τους αναξιοπαθούντες. Λέγεται ότι ποτέ δεν έπαιρνε χρήματα από ανθρώπους που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Αντίθετα πρόσφερε και άλλη βοήθεια κυρίως σε φάρμακα. Το σπίτι του στην Επισκοπή ήταν ένα πραγματικό μοναστήρι με την έννοια της προσφοράς. Κανένας δεν έφευγε νηστικός, κανένας δεν εύρισκε πόρτα κλειστή σε κάθε του ανάγκη.
Στο μέτωπο
Ο Γιάννης ήταν ευτυχισμένος για την επιλογή της μητέρας του και δέχτηκε πρόθυμα τον αρραβώνα αυτό. Έτυχε όμως να ξεκινήσει ο Βαλκανικός Πόλεμος.
Συνεπαρμένος ο νεαρός γιατρός με το όραμα της Ένωσης με τη μητέρα Ελλάδα, φεύγει σαν εθελοντής ανθυπίατρος για το μέτωπο. Η ανδρεία που έδειξε δεν έμεινε χωρίς ανταμοιβή. Παρασημοφορημένος από τον ίδιο το βασιλιά, επιστέφει τιμημένος στη Κρήτη το 1914. Αμέσως παντρεύεται την αρραβωνιαστικιά του με το άγχος να μην την αφήσει χωρίς αποκατάσταση σε μια εποχή τόσο ταραγμένη, που ο πόθος για την ελευθερία της πατρίδας ήταν υπεράνω κάθε άλλης σκέψης. Κι ο Γιάννης ήταν έτοιμος να ξαναπιάσει το τουφέκι αν τον καλούσε η πατρίδα ξανά.
Κι αυτό δεν άργησε να γίνει. Φεύγει ξανά για το μέτωπο και μένει στο στρατό μέχρι το 1922, που τον βρίσκουμε διευθυντή του στρατιωτικού νοσοκομείου Χανίων.
Η Μικρασιατική Καταστροφή γράφει τον τραγικό επίλογο των ευσεβών πόθων της πατρίδας. Ο Γιάννης αν και θα μπορούσε να έχει μια λαμπρή εξέλιξη στο στρατό, καθώς είχε φθάσει στο βαθμό του λοχαγού, επιστρέφει στην Επισκοπή, που ήταν μια κοινότητα με την Καρωτή. Και αρχίζει τις υπηρεσίες του στον πάσχοντά συνάνθρωπο.
Εργαζόταν με ζήλο γιατί ήξερε πόσο πολύτιμη ήταν η παρουσία του σε μια εποχή που οι γιατροί ήταν τόσο λίγοι και οι ασθένειες που ταλαιπωρούσαν τον κόσμο τόσο δύσκολες να θεραπευθούν.
Εκείνη την εποχή η πρόληψη ήταν κάτι εντελώς άγνωστο στους απλούς ανθρώπους, που θεωρούσαν την ασθένεια σαν μια δοκιμασία που με τη δύναμη του Θεού θα μπορούσε να ξεπεραστεί. Έτσι έφθαναν στο γιατρό σε προχωρημένες καταστάσεις. Και τότε φαινόταν η αξιοσύνη του γιατρού που με υπεράνθρωπες προσπάθειες έσωζε ζωές.
Έκανε το καλύτερο χωρίς να διαθέτει καν τα μέσα που τον διευκόλυναν για τις ασφαλέστερες διαγνώσεις του.
Ο γιατρός της εποχής εκείνης δεν είχε καν προσωπική ζωή. Έπρεπε να είναι έτοιμος με το χτύπημα της πόρτας να σπεύσει στο καθήκον, χωρίς να τον εμποδίζουν οι καιρικές συνθήκες. Ο Γιάννης έκανε με χαρά το καθήκον του εξυπηρετώντας 30 χωριά.
Ποτέ του δεν παραπονέθηκε για κούραση. Έτρεχε από το ένα χωριό στο άλλο με το άλογό του, για να προσφέρει ανακούφιση στον πάσχοντα συνάνθρωπο.
Αναφορά σε χειρόγραφα γάλλου δημοσιογράφου.
Εκείνος δεν επιδίωξε ποτέ την προβολή. Έτυχε όμως να βρεθεί κάποτε στην Καρωτή, ένας ρεπόρτερ της εφημερίδας «Paris-Soir». Σκοπός της επίσκεψής του ήταν να τελειώσει στην ηρεμία του χωριού το βιβλίο του «Αντιγόνη ή ειδύλλιο στην Κρήτη».
Ο Γάλλος δημοσιογράφος στο βιβλίο του περιγράφει την ειδυλλιακή ατμόσφαιρα του χωριού, τα ήθη και τα έθιμα, αλλά και τους ανθρώπους.
Ανάμεσα σ’ εκείνους που τον εντυπωσίασαν ιδιαίτερα ήταν ο Γιάννης Βιγδίνης.
Και αναφέρει στο βιβλίο του γι’ αυτόν: «Ντυμένος με λευκό λινό κοστούμι, άσπρα παπούτσια, άσπρη κάσκα, με την ιατρική τσάντα και το μπαστούνι με την ασημένια λαβή στο χέρι, νέος, ευθυτενής, μεγαλοπρεπής, όλο χαμόγελο και καλοσύνη ο γιατρός του τόπου μοιάζει περισσότερο με Εγγλέζο άποικο, παρά με αγροτικό κρητικό γιατρό…».
Και αυτός ήταν πραγματικά ο Γιάννης Βιγδίνης που απολάμβανε τη ζωή του και την οικογενειακή θαλπωρή. Είχε στο μεταξύ αποκτήσει δυο χαριτωμένα παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι τα οποία και λάτρευε.
Ήταν καλόγνωμα παιδιά κι αυτό επέτρεπε στον πατέρα να ονειρευτεί πολλά για το μέλλον του…
Η φήμη του στο μεταξύ είχε απλωθεί παντού. Η επιστημοσύνη του γνωστή σε όλους προκαλούσε το σεβασμό και των άλλων συναδέλφων του, τους οποίους ο Γιάννης σεβόταν ιδιαίτερα. Ακόμα κι όταν διαπίστωνε σοβαρό πρόβλημα από αβλεψία συναδέλφου του φρόντιζε με περισσότερο ζήλο για την αποκατάσταση της υγείας του ασθενούς για να μην προκληθεί σχόλιο και αμαυρώσει τη φήμη του άλλου συναδέλφου του.
Αν και του έγιναν πολλές και δελεαστικές προτάσεις εκείνος ποτέ δεν αποφάσισε να αφήσει το χωριό και τους ανθρώπους που τόσο αγαπούσε.
Πίστευε και διακήρυττε πως εκείνος που περιφρονεί για εφήμερες τιμές και δόξες τις παραδόσεις του τόπου του και τη γη που τον ανάστησε, δεν διαφέρει από έναν άνθρωπο της ζούγκλας που ζει χωρίς αξίες και χωρίς ιδανικά. Κι η ζωή σε μια τέτοια κοινωνία είναι ανυπόφορη.
Κι ήρθε το μεγάλο χτύπημα
Η ζωή αρχίζει να ανταποκρίνεται στα όνειρα και τις προσδοκίες του σπουδαίου αυτού ανθρώπου. Ο γιος του αποφασίζει να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση και αρχίζει σπουδές στην Ιατρική.
Ο πόλεμο και η κατοχή φθάνουν να φέρουν συμφορές και στον τόπο μας. Ο νεαρός Βιγδίνης, άξιος γιος του πατριώτη πατέρα του, δεν μπορεί να μείνει με δεμένα χέρια. Μπαίνει δυναμικά στην Αντίσταση και αναλαμβάνει τις πιο δύσκολες αποστολές.
Ο πατέρας, αν και δεν κοιμάται ήσυχος, δεν σκέφτεται καν να τον εμποδίσει. Αν ήταν νεότερος θα ακολουθούσε κι αυτός. Ο γιος του έκανε το χρέος και για τους δυο. Κι έρχεται η μοιραία στιγμή και για τον Γιάννη Βιγδίνη. Ο γιος του συλλαμβάνεται μετά από προδοσία και εκτελείται με άλλους εκατό πατριώτες.
Ο Βιγδίνης δέχεται το μεγάλο αυτό χτύπημα με την αξιοπρέπεια ενός αληθινού πατριώτη. Το χαμόγελο όμως σβήνει για πάντα από τα χείλη του.
Σηκώνεται από τη θέση που κάθεται συλλογισμένος πάντα μόνο για να συνεχίσει το λειτούργημά του. Μόνο κοντά στον ασθενή του παλεύοντας να νικήσει την ασθένεια που τον ταλαιπωρεί ξεχνά για λίγο το δράμα του.
Η δυστυχία του επίσης δεν επηρεάζει τον φιλάνθρωπο και γενναιόδωρο χαρακτήρα. Άρχοντας ήταν και άρχοντας παρέμεινε όσο κι ένοιωθε το βάρος του πένθους να τον γονατίζει.
Κάποια στιγμή συνειδητοποιώντας πόσο κακό κάνει στους γύρω του έσφιξε τα δόντια κι άρχισε πάλι να χαμογελά κόντρα στη μελαγχολία που τον βασάνιζε.
Ευτυχώς είχε την Κατίνα του να τον στηρίζει. Κι αυτή του έκλεισε τα μάτια προσφέροντάς του τη στοργή και την αγάπη που χρειαζόταν.
Η χαρισματική κόρη του Γιάννη Βιγδίνη είχε γεννηθεί το 1916 και πέθανε το 2007. Είχε κάνει ζηλευτές σπουδές στο Παρθεναγωγείο Χανίων και στη Γαλλική Σχολή Καλογραιών. Κάτοχος της Γαλλικής Φιλολογίας είχε προσφέρει ανεκτίμητες υπηρεσίες στην εκπαίδευση, ενώ συμμετείχε ενεργά στην πολιτιστική μας και πνευματική ζωή. Είχε παντρευτεί το γιατρό Ελευθέριο Χαλκιαδάκη. Γιος της ο γνωστός χειρουργός πανεπιστημιακός καθηγητής κ. Γιώργος Χαλκιαδάκης.
Η Κατίνα Βιγδίνη Χαλκιαδάκη ήταν ένα κόσμημα για την πόλη μας. Κι έτσι τη θυμόμαστε όσοι ευτυχήσαμε να τη γνωρίσουμε.
Πηγές:
Γιώργη Εκκεκάκη «Ρεθεμνιώτες»
Αικατερίνης Βιγδίνη – Χαλκιαδάκη «Μια ώρα συντροφιά με τους προγόνους μου»
Λεωνίδα Καούνη: Ευγενικές φυσιογνωμίες που έφυγαν – Γιάννης Βιγδίνης γιατρός «Κρητική Επιθεώρηση» (Ιούνιος 1993)
Εύας Λαδιά: Οδυσσέας Σταυριανίδης: Από τους ανάργυρους γιατρούς.