Ο δείκτης Gini (δείκτης άνισης κατανομής εισοδήματος), ερμηνεύεται ως η στατιστική αναμενόμενη διαφορά του αποτελέσματος της σύγκρισης δύο τυχαίων εισοδημάτων, ως ποσοστό του μέσου όρου. Η τιμή του κυμαίνεται από 0 (πλήρης ισότητα) έως 1 (πλήρης ανισότητα). Αν όλο το εθνικό εισόδημα ήταν συγκεντρωμένο σε ένα άτομο, ο συντελεστής θα ήταν 1 και αν ήταν κατανεμημένο σε όλη την κοινωνία, θα ήταν 0. Δηλαδή όσο πιο κοντά στο 1 είναι η τιμή τόσο μεγαλύτερη ανισότητα υπάρχει.
Όταν ο Δείκτης Gini, λαμβάνει κάποια τιμή, π.χ. 36,7% (έτος 2012), τότε συμπεραίνεται ότι η διαφορά στα εισοδήματα δύο τυχαίων ατόμων του πληθυσμού, (ο πλουσιότερος και ο φτωχότερος μεταξύ τους) τότε, αναμένεται ότι θα διαφέρουν εισοδηματικά κατά 36,7% του μέσου εισοδήματος.
Στο παρακάτω διάγραμμα, βλέπουμε το δείκτη ανισότητας στην Ελλάδα από το έτος 2004 έως και το έτος 2016.
Όπως βλέπουμε, από το έτος 2006 έως και το 2009 η ανισότητα έχει μειωθεί κατά 2,3 μονάδες. Αυτό ίσως οφείλεται στον εύκολο δανεισμό τότε των νοικοκυριών και στην ανάπτυξη που προήλθε από την Ολυμπιάδα του 2004 κυρίως στον κατασκευαστικό και όχι μόνο τομέα.
Από το 2009 και μετά, όμως, εξαιτίας της κρίσης που έφτασε στην Ελλάδα, (και που μας οδήγησε στο Δ.Ν.Τ.), η ανισότητα αυξήθηκε πάρα πολύ, με αποκορύφωμα το 2012 όπου η ανισότητα έφτασε στις 36,7 μονάδες, δηλαδή 3,6 μονάδες πάνω από το 2009. Αν και έχει μειωθεί λίγο τα τελευταία χρόνια (34,2 μονάδες το 2015), εντούτοις παραμένει σε υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής ένωσης.
Το μεγάλο βέβαια θέμα που τίθεται είναι ότι ενώ βρισκόμαστε σε περιόδους ισχνών αγελάδων, θα περίμενε κανείς αυτή η διαφορά στην ανισότητα να είναι χαμηλότερη, αφού θεωρητικά το εισόδημα όλων υποτίθεται των Ελλήνων θα έπρεπε να έχει μειωθεί, αλλά εντούτοις βλέπουμε ότι το χάσμα από το 2009 και μετά έχει αυξηθεί. Δηλαδή, οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι.
* O Γεώργιος Καβρός είναι φοιτητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Κρήτης