Κοινωνικο-οικονομικό σύστημα και άτομο:
Στις προβιομηχανικές, φεουδαλικές κοινωνίες το άτομο με τη γέννησή του κληρονομούσε και το κοινωνικό status της οικογένειάς του. Γεννιούνταν πλούσιος ή φτωχός, ευγενής ή δουλοπάροικος. Και κατά κανόνα διατηρούσε αυτό το status εφ’ όρου ζωής.
Στη νεωτερική, βιομηχανική κοινωνία το άτομο ελευθερώνεται από το status του, αλλά και από την οικογένειά του -η εκτεταμένη οικογένεια αποδομείται και τα μέλη της μετακινούνται, προς κάλυψη των αναδυόμενων αναγκών παραγωγής, στα αστικά βιομηχανικά κέντρα.
Στη νεωτερική κοινωνία το άτομο αποκτά τη δική του διακριτή θέση. Μπορεί να είναι ελεύθερο και αυτόνομο, να αυτοπροσδιορίζεται και να αυτοπραγματώνεται, πάντα όμως στο πλαίσιο συγκεκριμένων Συλλογικοτήτων.
Τα γεωγραφικά εθνικά όρια πηγαίνουν χέρι-χέρι με ένα επίσης εθνικά οριοθετημένο κοινωνικο-οικονομικό, πολιτικό και πολιτισμικό σύστημα, εντός του οποίου οφείλει και επιτρέπεται να κινείται ελεύθερα και αυτόνομα το άτομο. Στη νεωτερική κοινωνία το άτομο είναι ελεύθερο, αλλά και δέσμιο συγχρόνως, με την έννοια ότι τα πλαίσια δράσης του είναι προκαθορισμένα.
Ωστόσο, αυτή η δέσμευση συνοδεύεται από ένα είδος διασφάλισης και σιγουριάς για το ίδιο το άτομο, με την έννοια ότι οι Συλλογικότητες, εντός των οποίων δρα, δεν έχουν μόνο απαιτήσεις απ’ αυτό, αλλά αισθάνονται και οι ίδιες υπεύθυνες έναντι του ατόμου και οφείλουν να είναι αλληλέγγυες ιδιαίτερα προς αυτά τα άτομα που έχουν ανάγκη στήριξης.
Στις σύγχρονες μεταβιομηχανικές, μετανεωτερικές κοινωνίες οι προαναφερθείσες Συλλογικότητες χάνουν κάποιες λειτουργίες τους, κυρίως λόγω της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας και της συνακόλουθης υποχώρησης ή και ακύρωσης, όπως στην Ελλάδα, των εθνικών οικονομιών.
Σε αντίθεση προς τις εθνικές οικονομίες, στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη οικονομία δεν υπάρχει κεντρικός σχεδιασμός και έλεγχος, δεν υπάρχει παγκόσμια διακυβέρνηση. Υπάρχει, λοιπόν, ένα θεωρητικό και πρακτικό κενό. Το κενό αυτό έρχεται να καλύψει η θεωρία των «ελεύθερων, αυτορυθμιζόμενων και αυτοελεγχόμενων αγορών».
Όμως, το «απελευθερωμένο» οικονομικό σύστημα για να λειτουργήσει απαιτεί την «απελευθέρωση» και των λοιπών κοινωνικών συστημάτων, όπως για παράδειγμα εκείνου της εκπαίδευσης. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας «απελευθέρωσης» η εκπαίδευση, ως θεσμοθετημένη διαδικασία παροχής προσόντων, δεν αποτελεί μονοπώλιο του κράτους. Τα προσόντα μπορεί να παρέχονται και από ιδιωτικά κέντρα και το άτομο είναι ελεύθερο να αποφασίσει από πού και πώς θα πάρει τα προσόντα που χρειάζεται. Το άτομο μπορεί να αποκτήσει γνώσεις και δεξιότητες οπουδήποτε και στη συνέχεια να τις πιστοποιήσει και να τις νομιμοποιήσει μέσα από τον νέο -όχι κατ’ ανάγκη δημόσιο- θεσμό των «Κέντρων Πιστοποίησης». Μ’ άλλα λόγια το άτομο μπορεί να πάρει μια πιστοποίηση για τις γνώσεις και δεξιότητές του, κατ’ αναλογία προς την πιστοποίηση ISO που παίρνουν οι διάφορες εταιρείες.
Το παράδειγμα της απόκτησης και πιστοποίησης των γνώσεων και δεξιοτήτων αποτελεί μια συγκεκριμένη έκφραση της βαθύτερης ιδεολογίας που αφορά τη σχέση ατόμου και κοινωνικο-οικονομικού συστήματος.
Κατά τη νεοφιλελεύθερη, μετανεωτερική ιδεολογία το άτομο είναι ελεύθερο να «κατασκευάζει» τον εαυτό του, να χαράζει τη δική του μοναδική πορεία, όπως αυτό θέλει. Συγχρόνως, όμως, φέρει ακέραια και αποκλειστικά την ευθύνη για την ατομική του πορεία, για την επιτυχία του ή την αποτυχία του. Στην ακραία της εκδοχή η εν λόγω η ιδεολογία όχι μόνο δεν υιοθετεί την αρχή «του δικαιώματος στην εργασία», αλλά και απαιτεί από το άτομο «να δημιουργεί τη δική του θέση εργασίας».
Η αλληλεγγύη των Συλλογικοτήτων της νεωτερικής κοινωνίας υποχωρεί δραστικά και το άτομο καθίσταται όλο και περισσότερο έρμαιο των ελεύθερων αγορών.
Συνέπειες της ιδεολογίας των αγορών:
Η θεωρία των ελεύθερων αγορών δεν πλήττει κατά την εφαρμογή της μόνο το άτομο, αλλά και θεσμούς και Συλλογικότητες.
Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, έτσι όπως λειτουργεί, επιτρέπει στις αφανείς οικονομικές ελίτ να παίζουν, δια των εκπροσώπων τους, στα «ζάρια» την τύχη ολόκληρων λαών, έτσι όπως συνέβαινε για μεγάλο χρονικό διάστημα με το «στοίχημα» περί πτώχευσης ή μη της Ελλάδας -και τα συνακόλουθα τρελά παιχνίδια στα χρηματιστήρια.
Το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα έτσι όπως λειτουργεί, χωρίς κεντρική διαχείριση και έλεγχο, διαβρώνει κοινωνικούς θεσμούς, Συλλογικότητες και συνειδήσεις και φαίνεται να είναι πανίσχυρο και αήττητο. Κι όμως υπάρχουν περιθώρια αντίστασης και εναντίωσης στη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία και μάλιστα μέσα από ήδη υπάρχοντες θεσμούς. Οι σημαντικότεροι απ’ αυτούς είναι, κατά την άποψή μας, η οικογένεια και η παιδεία -χρησιμοποιούμε σ’ αυτό το σημείο, τον όρο παιδεία και όχι εκπαίδευση, επειδή δεν εννοούμε μόνο την παροχή/μετάδοση γνώσεων και δεξιοτήτων, αλλά και την παιδαγωγική σχέση μεταξύ δασκάλου και μαθητή και την ευθύνη του πρώτου να βοηθήσει τον δεύτερο να αναπτυχθεί σε ολοκληρωμένη και κριτικά σκεπτόμενη προσωπικότητα.
Οικογένεια, παιδεία, άτομο
Ήδη κατά την περίοδο της εκβιομηχάνισης των κοινωνιών η εκτεταμένη οικογένεια μετεξελίσσεται σε πυρηνική (γονείς και ανήλικα παιδιά) και χάνει κάποιες λειτουργίες της. Διατηρεί όμως μέχρι σήμερα το χαρακτηριστικό της «ιδιωτικότητας» (ιδιαίτερα τον συναισθηματικό δεσμό μεταξύ των μελών της) και τη λειτουργία της κοινωνικοποίησης της νέας γενιάς.
Ο συνδυασμός της «ιδιωτικότητας» και της «κοινωνικοποιητικής λειτουργίας» αποτελούν την πεμπτουσία της οικογένειας και είναι σήμερα σημαντικός και επίκαιρος όσο ποτέ, δεδομένου ότι, όχι μόνο στην Ελλάδα της κρίσης, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες, τα παιδιά που ενηλικιώνονται ή δεν φεύγουν καν από την οικογένεια ή επιστρέφουν σ’ αυτή.
Αυτή η συμβίωση του συνόλου των μελών της πυρηνικής οικογένειας υπό μια στέγη, καθώς και η δημιουργία νέων μορφών εκτεταμένης οικογένειας -κυρίως στη μορφή δικτύων ή και κατοίκησης σε γειτονικούς χώρους (στην ίδια γειτονιά, στην ίδια πολυκατοικία)- δεν ανάγεται μόνο σε οικονομικούς λόγους, αλλά και σε ψυχολογικούς. Σε περιόδους κρίσης και αβεβαιότητας τα άτομα επιζητούν συναισθηματική ασφάλεια.
Οι παραπάνω εξελίξεις ενδυναμώνουν το θεσμό της οικογένειας. Επομένως, υπάρχει ένας στέρεος καθολικός κοινωνικός θεσμός που μπορεί να αντισταθεί στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο και στους πολιτικούς θιασώτες του.
Το ίδιο, έστω σε μικρότερο βαθμό και με διαφορετικούς όρους, ισχύει και για το θεσμό της εκπαίδευσης. Εκπαίδευση, όμως, όχι μόνο με την έννοια της παροχής γνώσεων και δεξιοτήτων, αλλά και με την έννοια της παιδαγωγικής σχέσης μεταξύ δασκάλου και μαθητή ή καλύτερα μεταξύ παιδαγωγού και παιδαγωγούμενου.
Η δύναμη του θεσμού της εκπαίδευσης δεν συνίσταται στην εκπαιδευτική, αλλά στην παιδευτική διαδικασία. Οι δάσκαλοι έχουν την παιδαγωγική εντολή να διαπαιδαγωγήσουν τις νέες γενιές, να προετοιμάσουν τους αυριανούς πολίτες.
Αυτή η παιδαγωγική εντολή συνοδεύεται από μια μορφή εξουσίας, αλλά και από μια τεράστια ευθύνη των δασκάλων, που σηματοδοτούν το παρόν και το παρελθόν, και των μαθητών, στους οποίους ανήκει το μέλλον. Αυτή η ευθύνη μπορεί να γίνει δυσβάστακτη σε περιόδους κρίσης (οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής, πολιτισμικής), όπου οι αξίες και οι κοινωνικοί ρόλοι είναι ασαφείς και το πρότυπο του πολίτη ζητούμενο.
Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο θέλει έναν πολίτη οι ιδιότητες του οποίου θα βρίσκονται σε αντιστοιχία προς τις ανάγκες και τις επιταγές των αγορών. Τέτοιες ιδιότητες είναι: υπακοή, ευελιξία, προσαρμοστικότητα, παραγωγικότητα, ατομικότητα. Είναι προφανές, ότι το πρότυπο του «χειραφετημένου και κριτικά σκεπτόμενου πολίτη», τελεί υπό αμφισβήτηση, παρόλο που σήμερα αυτός ο τύπος πολίτη είναι αναγκαίος όσο ποτέ.
Με παιδαγωγικούς όρους διατυπωμένο, η «Παιδαγωγική της Χειραφέτησης» τείνει σήμερα να αντικατασταθεί από μια «Παιδαγωγική της Συμμόρφωσης».
Αυτές οι αντιθετικές Παιδαγωγικές μεταφέρονται σήμερα μέσα στο ελληνικό σχολείο κυρίως μέσα από τις ιδεολογικές στάσεις και τις εκπαιδευτικές και παιδευτικές πρακτικές των ίδιων των εκπαιδευτικών, σ’ ένα βαθμό και μέσα από τις στάσεις και τις πρακτικές και των γονέων ή τουλάχιστον μερίδας γονέων-ενίοτε και μέσα από πολιτικές παρατάξεις.
Το ζήτημα, ποια από τις δύο Παιδαγωγικές είναι η καταλληλότερη υπό τις παρούσες συνθήκες στην Ελλάδα μπορεί να λυθεί, τουλάχιστον θεωρητικά, αν προσεγγισθεί με παιδαγωγικούς όρους, δηλαδή από την οπτική του παιδιού και του μέλλοντός του.
Αλήθεια, πότε υπηρετούνται τα συμφέροντα του παιδιού, όταν το προετοιμάσουμε έτσι, ώστε να προσαρμόζεται στις εκάστοτε ανάγκες και απαιτήσεις του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος ή όταν το καταστήσουμε ικανό να σκέφτεται κριτικά, να αμφισβητεί και να αποφασίζει αυτόνομα.
Η ιστορία διδάσκει, ότι η εξέλιξη και η πρόοδος δεν προέρχονται από την υπακοή και την προσαρμογή, αλλά από την κριτική σκέψη και την αμφισβήτηση. Κοντολογίς, μια παιδαγωγική προσέγγιση των πραγμάτων, από τους δασκάλους, μπορεί να αποτελέσει το χώρο συνάντησης με τους γονιούς, οι οποίοι αναμφισβήτητα αγωνιούν για το συμφέρον και το μέλλον των παιδιών τους.
Μέσα από μια τέτοια συνάντηση, οικογένειας και σχολείου, γονιών και παιδαγωγών, μπορεί να αναζητηθεί και να δημιουργηθεί ένα κοινό πολιτισμικό πεδίο δράσης, μ’ άλλα λόγια ένα κοινό όραμα περί παιδείας.
Σε τελική ανάλυση αυτό είναι το ζητούμενο, ένα νέο όραμα για την παιδεία. Γιατί την τρέχουσα κρίση δεν θα την ξεπεράσουμε μέσα από την υπηρέτηση οικονομικών δεικτών, αλλά μέσα από μια κοινωνικο-πολιτισμική υπέρβαση.
Σ’ αυτή την προσπάθεια οικογένεια και σχολείο μπορούν να παίξουν έναν σημαντικό ρόλο. Ένας κοινός τόπος δάσκαλων και γονέων μπορεί να λειτουργήσει ως αντίβαρο στις πολιτικές αποδόμησης του εκπαιδευτικού συστήματος.
* Ο Μιχάλης Δαμανάκης είναι ομότιμος καθηγητής και
πρώην αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης