Η Γόρτυνα ήταν μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Κρήτης με πάνω από 100.000 κατοίκους, ενώ επί Ρωμαϊκής εποχής ήταν και πρωτεύουσα της Κρήτης.
Σ’ αυτή την πόλη ο Απ. Παύλος έφερε το μήνυμα του Χριστού στους Κρητικούς, ενώ ίδρυσε και την πρώτη χριστιανική εκκλησία του τόπου μας, με πρώτο επίσκοπο τον Απ. Τίτο.
Το 250 μ.Χ., όταν ολόκληρη η Ανατολή και η Κρήτη βρισκόταν στο ρωμαϊκό ζυγό, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Δέκιος με διάταγμα άρχισε τους διωγμούς κατά των Χριστιανών, υποχρεώνοντας όλους να θυσιάζουν δημόσια στους Θεούς.
Ο Ανθύπατος Πλατίμαιος της Κρήτης, έχτισε στη Γόρτυνα ναό αφιερωμένο στη θεά Τύχη και στα εγκαίνιά του ζήτησε από τους Κρητικούς, αλλά και από εκπροσώπους όλων των πόλεων και επισκοπών, να έρθουν και να προσκυνήσουν, δηλώνοντας συγχρόνως υποταγή.
Ανάμεσα στ’ άλλους εκπροσώπους των πόλεων ήταν και οι δέκα από τις επισκοπές Κρήτης: από επισκοπή Γόρτυνας πέντε οι: Γελάσιος, Ευνικιανός, Θεόδουλος, Εύπορος, Σατορνίνος, από την επισκοπή Κνωσού ο Ζωτικός, από το Ηράκλειο ο Ευάρεστος, από τη Λεβήνα ο Πόμπιος, την Κυδωνία ο Βασιλείδης και από την επισκοπή Ελεύθερνας ο Πανορμίτης Αγαθόπους. Όλοι όμως αρνήθηκαν να παρουσιαστούν και να θυσιάσουν.
Συνελήφθησαν στο Κουφοδάσος Αποστόλων
Σ’ ένα σπήλαιο που βρίσκεται σε υψόμετρο 700 μ. στο Κουφοδάσος, ανάμεσα στον Μέρωνα και Αποστόλους, τους συνέλαβαν οι στρατιώτες του ανθύπατου και τους οδήγησαν στη Γόρτυνα.
Σ’ ανάμνηση του γεγονότος αυτού, το σπήλαιο ονομάζεται των Αγίων Δέκα, ενώ η εκκλησία του χωριού αφιερώθηκε στους Αγ. Αποστόλους και το χωριό ονομάστηκε Αποστόλοι. Αρνήθηκαν όμως όλοι να θυσιάσουν και αυτό θεωρήθηκε ασέβεια προς τον αυτοκράτορα Δέκιο και τους έριξαν στα βασανιστήρια, για ένα μήνα: «μαστιγούμενοι, στρεβλούμενοι, κατά γης συρόμενοι, λιθοβολούμενοι, εμπτυόμενοι, κοπρίας παττόμενοι και καταφρονούμενοι», γέμισαν πληγές, όμως, αρνήθηκαν την αφοσίωση στο Ρωμαίο κατακτητή και τους Θεούς του, ομολογώντας: «Χριστιανοί είμεθα και Χριστού σφάγια, αν δε το εκάλει η ανάγκη και ήτο τούτο δυνατόν και μυρίας φοράς προθύμως αποθνήσκομεν, διά την αγάπην του Χριστού μας».
Ο Ανθύπατος αντιλαμβανόμενος το ανίκητο και το αμετάθετο της γνώμης των Μαρτύρων, διέταξε τους δήμιους και τους έφεραν νοτιοδυτικά του σημερινού χωριού Άγιοι Δέκα, στην τοποθεσία «Αλώνιον», όπου τους αποκεφάλισαν, ευσεβείς δε χριστιανοί έθαψαν, στο σημείο εκείνο τα ιερά σκηνώματα.
Οδηγούμενοι οι Άγιοι στον τόπο της εκτέλεσης, προσεύχονταν, λέγοντες: «Σπλαχνίσου Κύριε τους δούλους Σου και δείξε το αίμα ημών, εις τιμήν και δόξαν του Αγίου Σου ονόματος. Στερέωσον Κύριε τους ευσεβείς αδελφούς μας Χριστιανούς και εξάγαγε από του σκότους της αγνωσίας την επίγειον ταύτην Πατρίδα ημών και οδήγησον πάντας τους εν ταύτη οικούντας και πάντας τους δούλους Σου εις Σε το αΐδιον φως, αιώνιε Βασιλεύ».
Μετά από χρόνια, όταν η ευσέβεια επλήθυνε, σχεδόν σ’ ολόκληρη την οικουμένη, ήλθε από τα Βασίλεια ο Αγιότατος Πατριάρχης Παύλος, έχοντας στη συνοδεία του και άλλους έγκριτους άνδρες, άνοιξε τους τάφους των Αγίων και βρήκε τα Ιερά και Άγια Αυτών λείψανα ως ζώντα, ένδροσα, ανθηρά και ευωδιάζοντα, τα έλαβε μαζί του και τα μετέφερε στη Βασιλίδα των Πόλεων, όπου και ενταφίασε.
Στις 23 Δεκεμβρίου τιμάται η μνήμη τους
Από επιστολή των οκτώ επισκόπων της Κρήτης, προς τον Αυτοκράτορα Λέοντα Α’ (458) πληροφορούμεθα ότι οι δύο μόλις αιώνες, μετά το μαρτύριό τους, οι Άγιοι Δέκα τιμώνται στην Κρήτη ως Άγιοι και μάλιστα Προστάτες και Φύλακες της Νήσου. Την επιστολή αυτή υπογράφουν: ο Γορτύνης Μερκούριος, ο Συβρίτου Κύριλλος, ο Ιεραπύτνης Ευφρόνιος, ο Κνωσού Γεννάδιος, ο Λάμπης Προσδόκιος, ο Χερρονήσου Ευφράτης, ο Καντάνου Νικήτας και ο Κυδωνίας Σέβων.
«Κρήτης τα εύοσμα άνθη τιμήσωμεν τα διαπνέοντα οσμήν την ένθεον, Θεόδουλον και Ζωτικόν, Γελάσιον, Σατορνίνου, Εύπορον, Ευάρεστον, Αγαθόποδα, Πόμπιον, Ευνικιανόν, ομού Βασιλείδην τε ένδοξον, βοώντες προς αυτούς ομοφρόνως χαίρε δεκάς η των Μαρτύρων», αναφέρει ο Εκκλησιαστικός ύμνος.
Το μαρτύριο των Αγίων συνέγραψε ο όσιος Συμεών ο Μεταφραστής.
Η μνήμη τους τιμάται στις 23 Δεκεμβρίου και ιδιαίτερα στο χωριό Αγ. Δέκα Μεσσαράς και στο νότιο κλίτος των Τεσσάρων Μαρτύρων Ρεθύμνου.
Το θαύμα στην «Αγιασμένη Λίμνη»
Σύμφωνα με μία παράδοση επί τουρκοκρατίας ζούσε στο χωριό Αγ. Δέκα ένας Τούρκος που είχε ένα άρρωστο παιδί. Ο πατέρας έκανε τα πάντα για να δει το παιδί του την υγειά του, χωρίς αποτέλεσμα. Μια μέρα το παιδί βγήκε από το σπίτι του και έφτασε στην άκρη της λίμνης.
Κάθισε στη σκιά ενός δέντρου και το πήρε ο ύπνος, βλέποντας ένα παράξενο όνειρο. Του φώναξε, κάποιος να θυμιάσει εκεί στη λίμνη και ύστερα να πιει νερό και θα γίνει καλά.
Το παιδί ξύπνησε, αναστατωμένο και όταν γύρισε στο σπίτι ντράπηκε να πει τ’ όνειρό του, που ερχόταν συχνά στη σκέψη του.
Τελικά το ανέφερε στη μάνα του και εκείνη, στον άντρα της.
Αποφάσισαν να κάμουν όσα το παιδί τους άκουσε στ’ όνειρό του.
Ζήτησαν λιβάνι από τους Χριστιανούς γειτόνους και πήγαν στη λίμνη, στην τοποθεσία «Αλώνεια», που αργότερα ονομάστηκε «Αγία Λίμνη».
Θύμιασαν και το τουρκόπουλο παρακάλεσε το Θεό των Χριστιανών να το κάνει καλά. Αμέσως σηκώθηκε δυναμωμένο και γερό, το θαύμα είχε γίνει!
Το νέο διαδόθηκε και το 1915, ο τότε επίσκοπος Κρήτης πήγε στη Λίμνη, την άδειασε, έκαμε ανασκαφή και βρήκε τους τάφους των 10 μαρτύρων. Έχτισε στο χωριό μεγαλοπρεπή ναό στη μνήμη τους. Οι κάτοικοι υποστηρίζουν ότι στον παλιό ναό φυλάσσεται μια πέτρα που έχει είκοσι κοιλότητες, στις οποίες υποχρεώθηκαν οι 10 Μάρτυρες να γονατίσουν, για να τους πάρει τα κεφάλια ο δήμιος και αυτά είναι τα αποτυπώματα των γονάτων τους.