Στο Ρέθυμνο και στην κεντρική πλατεία είναι ο τόπος μαρτυρίου των Τεσσάρων Μαρτύρων από τις Μέλαμπες, που θανατώθηκαν για την πίστη τους στις 28 Οκτωβρίου 1824. Ο Μανουήλ και Αγγελής ήταν αδέλφια, παιδιά του Ιωάννη Βλατάκη, ενώ ξαδέρφια τους ήταν ο Γεώργιος γιος του Κωνσταντίνου και ο Νικόλαος γιος άλλου Ιωάννη Βλατάκη, καταγόμενοι από την ιστορική οικογένεια των Βλατάκηδων, που τον 15ο αιώνα δύο πρόγονοί τους μοναχοί, ίδρυσαν την Μονή Βλατάκηδων στη Θεσσαλονίκη.
Ο παππούς τους από τις Μέλαμπες ήταν θεοσεβής χριστιανός, όμως πιεζόμενος έγινε μουσουλμάνος «τούρκεψε» για να γλιτώσει την αγριότητα των Τούρκων και να μπορέσει να ζήσει την οικογένειά του. Τότε αρκετοί Χριστιανοί εξισλαμίστηκαν, είτε στ’ αλήθεια, είτε στα ψέματα, παραμένον τας κρυπτοχριστιανοί. Οι Τούρκοι τους άλλαξαν το επώνυμο και τους έδωσαν το Ρετζέπη.
Ο πασάς του Ρεθύμνου Μεχμέτ τους είχε διορίσει εισπράκτορες κεφαλικού φόρου στα γύρω χωριά, που συνοδευόμενοι από ζαυτιέδες (χωροφύλακες), εισέπρατταν τους φόρους. Οι τέσσερις νέοι κρυπτοχριστιανοί, γνώριζαν νωρίτερα σε ποια χωριά θα πήγαιναν για εισπράξεις και ειδοποιούσαν τους χωριανούς και έφευγαν, έτσι ερήμωνε το χωριό. Σπιούνοι όμως απεκάλυψαν αυτό στον πασά, ότι αμελούσαν τις εισπράξεις, ενώ βάπτιζαν και κρυφά παιδιά, έκαναν συντεκνιές.
Μια φορά μάλιστα ο Νικόλαος ενώ γύρισε στις Μέλαμπες από τον Κουσέ Μεσσαράς, ένας άγριος γενίτσαρος από το Βαθιακό Αμαρίου είχε συγκεντρώσει τις γυναίκες των Μελάμπων και τις υποχρέωνε να χορεύουν στο σπίτι του παπά. Όρμησε μέσα, έσπασε τη λύρα και έδιωξε τον αγά, λέγοντάς του: Να πας να γλεντάς στο χωριό σου.
Δεμένοι στις φυλακές Ρεθύμνου
Ο πασάς του Ρεθύμνου Μεχμέτ έστειλε στις Μέλαμπες ισχυρή δύναμη και νύχτα συνέλαβε και τους τέσσερις στα σπίτια τους, ενώ όλοι οι Βλατάκηδες έφυγαν και διασκορπίστηκαν εκτός Κρήτης. Οι τέσσερις Μάρτυρες, οδηγήθηκαν στο Ρέθυμνο, πεζοί και δεμένοι ενώ τους κτυπούσαν αλύπητα με μαστίγια (κριμπάτσια). Σαν φτάσανε στο Ρέθυμνο ήταν ανθρώπινα ράκη. Εκεί κλείστηκαν στις φυλακές όπου παρέμειναν για δέκα μέρες ξεχασμένοι. Μετά από δέκα μέρες τους πήγαν νερό και φαγητό και ρούχα. Τους είπαν να ντυθούν, γιατί θα παρουσιαστούν στον Πασά.
Στις Μέλαμπες υπάρχει η εκκλησία της Αγ. Παρασκευής και πριν λίγες μέρες, ο αγάς των Μελάμπων, ενώ γύριζε από το χωράφι του, καβαλάρης στο μουλάρι, ακριβώς στην Εκκλησία της Αγ. Παρασκευής, το μουλάρι ξαφνιάστηκε (ξιπάστηκε) και έπεσε στο γκρεμό ύψους 10-12 μέτρα στο ρυάκι. Το μουλάρι και ο Αγάς δεν έπαθαν τίποτα και ούτε γονάτισε το μουλάρι και συνέχισε το δρόμο μέχρι το σπίτι.
Ο Αγάς αν και Τούρκος, πίστεψε στο θαύμα της Αγ. Παρασκευής και αμέσως γέμισε δύο τραγάσκια λάδι, τα φόρτωσε στο μουλάρι, τα πήγε στην Αγ. Παρασκευή. Από τότε και σε κάθε επέτειο, έκανε δωρεές και αρτοπλασίες και δεν παρέλειπε να εκδηλώνεται υπέρ της θαυματουργού Αγ. Παρασκευής.
Ο ίδιος ο Αγάς, μετά την σύλληψη των Βλατάκηδων φόρτωσε το μουλάρι με τρόφιμα και καλολοΐδια και τα πήγε πεσκέσι στον Πασά του Ρεθύμνου, με σκοπό να τον καλοπιάσει, να συγχωρέσει τους Βλατάκηδες. Ο πασάς του είπε πως θα κάνει ανακρίσεις να κρίνει αυτά που θα του πούνε και ανάλογα να πράξει. Οι ανακρίσεις έγιναν, με φοβερά βασανιστήρια, καθημερινώς. Οι μάρτυρες δεν επτοούντο, αλλά εχαίροντο που εξενεύριζαν τον Πασά. Αυτός διέταξε να τους κλείσουν σε σκοτεινά κελιά της φυλακής και να τους δίνουν ελάχιστη τροφή και νερό. Για τις σωματικές τους ανάγκες ο πασάς διέταξε να τους δώσουν ένα βρασκί (μισοπίθαρο) και να το αδειάζουν μια φορά τη βδομάδα. Ο πασάς πήρε την απόφαση να τους αποκεφαλίσει, αλλά θυμήθηκε τον Αγά και του έστειλε μήνυμα να πάει στη Χώρα που τονε θέλει.
Όντως ο Αγάς, πήγε στη Χώρα και του είπε ο πασάς, ότι οι Βλατάκηδες είναι αμετανόητοι και πήρε την απόφαση να τους αποκεφαλίσει. Τον παρακάλεσε ο Αγάς, να κάμει μια τελευταία προσπάθεια, παρουσία του και ίσως μπορέσει και αυτός (ο αγάς), να τους μεταπείσει να αρνηθούν τον Χριστιανισμό και να γίνουν φίλοι των Τούρκων.
Παρά τις υποσχέσεις του πασά για αξιώματα, όλοι τους αρνήθηκαν ν’ αρνηθούν το Χριστό, μάλιστα ο πιο πεισματάρης Γεώργιος, του απάντησε: «Εμείς θα μιμηθούμε τους αδελφούς μας, που ορκίστηκαν στη Σημαία της Αγ. Λαύρας, ότι θα δώσουμε το αίμα μας για την πίστη και την πατρίδα, για ν’ αποτινάξουμε το ζυγό και να διώξουμε τους Τούρκους, που μολύνουν τον Άγιο τόπο μας». Αυτό εξόργισε τον πασά, που έβγαλε την πιστόλα του, για να τον εκτελέσει, αλλά συγκρατήθηκε από τον αγά των Μελάμπων.
Η εκτέλεση και το πρώτο θαύμα
Αμέσως ο Πασάς διέταξε και βγήκε τελάλης στους δρόμους του Ρεθύμνου λέγοντας: «Το μεσημέρι 28 Οκτωβρίου 1824, θα σκοτώσουμε 4 γκιαούρηδες, να κλείσετε όλοι τα ντουκιάνια και τα μαγαζιά και να έρθετε να κάνετε σεϊρι (να διασκεδάσετε), θα έχει και πολλά νούμερα».
Τόποι εκτέλεσης στην πόλη ήταν τότε, ο Πλάτανος στην κρήνη Ριμόντι (εκεί είχαν εκτελεστεί το 1700 ο Μαθιός από το Γερακάρι, για την πίστη του και το 1822 ο επίσκοπος Γεράσιμος Περδικάρης).
Επίσης ο πλάτανος της Μεγάλης Πόρτας (εκεί είχαν αποκεφαλιστεί το 1892 ο Μανόλης Φουντουλάκης από τα Ρούστικα και το 1659 ο Ανδρουλής Γιουλούντας από το Γιαννούδι). Στον ίδιο πλάτανο αποκεφαλίστηκαν στις 28-10-1824 και οι 4 Μάρτυρες, με εντολή του Μεχμέτ, γιατί δεν άλλαξαν την πίστη τους. Τα ιερά σώματά τους τα άφησαν άταφα επί τριήμερο για παραδειγματισμό, ενώ αυτά έστελναν τη φωτεινότητα της Αγιότητας. Όλοι έβλεπαν τη νύχτα ένα ουράνιο φως, να φωτίζει, με τους Τούρκους να λένε ότι ο Αλλάχ ρίχνει φωτιά να τους κάψει ενώ φυσικά οι Χριστιανοί γνώριζαν την αγιότητά τους και ότι ο Θεός τους είχε δώσει το «βραβείο της νίκης».
Ο Τούρκος δήμιος μετά τον αποκεφαλισμό πήγε αμέσως στο σπίτι του και σκούπισε το ματωμένο γιαταγάνι με μια πετσέτα. Η τυφλή μητέρα του, χωρίς να έχει ιδέα για τα γεγονότα, άγγιξε την πετσέτα και επανήλθε το φως της! Ρώτησε το γιο της για την προέλευση του αίματος και, όταν έμαθε για τη σφαγή των μαρτύρων, του είπε: «Να ξέρεις πως αυτοί οι άνθρωποι ήταν άγιοι».
Έτσι εκείνη η μουσουλμανική οικογένεια φύλαξε το γιαταγάνι ως ιερό κειμήλιο. Πέρασε από χέρι σε χέρι και, εκατό χρόνια μετά, όταν έφευγαν οι μουσουλμάνοι με την ανταλλαγή των πληθυσμών, κάποιος απόγονός τους το παρέδωσε σε χριστιανικά χέρια. Σήμερα φυλάσσεται στον ιερό ναό του αγίου Νικολάου στη Σπλάντζα, μέσα στην παλιά πόλη των Χανίων, όπου οι τέσσερις άγιοι τιμώνται με ιδιαίτερη λαμπρότητα.
Την 1η Νοεμβρίου ο διερμηνέας Μανόλης Παπαδάκης ζήτησε και πήρε άδεια από τον Πασά, για τη μεταφορά και ταφή. Οι Περβολιανοί Αντώνης Πουρδούνης και Γιώργης Λαγός μαζί με άλλα άτομα μετέφεραν τα λείψανά τους και τα έθαψαν στις εκκλησίες Αγ. Γεωργίου και Αγ. Νικολάου Περιβολίων, με τους Χριστιανούς να βλέπουν τις νύχτες οι λαμπάδες αναμμένες από ουράνιο φως να φωτίζουν τους τάφους των. Για πρώτη φορά το 1825 τιμήθηκαν οι Τέσσερις Μάρτυρες σε ειδική ακολουθία, ψάλλοντας την ακολουθία των Αγίων Πάντων.
Εκταφή των ιερών λειψάνων το 1827
Επί Επισκόπου Ιωαννίκιου το 1827 έγινε η εκταφή των λειψάνων τους και μέρος αυτών και οι 4 κάρες μεταφέρθηκαν στον Ι.Ν. Εισοδίων και στην Ι.Μ. Αρκαδίου. Η μια κάρα από τις τέσσερις δόθηκε από τον Επίσκοπο σε Ρώσο πλοίαρχο για να τη φέρει στη Ρωσία. Η πρώτη εικόνα τους ζωγραφίστηκε το 1836 και βρίσκεται σήμερα στο Μητροπολιτικό ναό.
Το 1838 γράφτηκε η ακολουθία προς τιμήν τους από τον Επίσκοπο Ρεθύμνης Καλλίνικο Νικολετάκη και τον της Κρήτης Μελέτιο, αλλά και το απολυτίκιο τους. Ο πρώτος ναός στη μνήμη τους χτίστηκε στον Αγ. Ιωάννη
Αμαρίου κατά το 1867, από συγγενείς του Αγγελή. Επίσης γύρω στα 1920 χτίστηκε και στην Αγ. Γαλήνη, το 1958 στο χωριό τους Μέλαμπες (εκεί που τους συνέλαβαν και αποχαιρέτησαν τα παιδιά τους), μάλιστα ένας από τους 4 έβγαλε τα καινούρια παπούτσια του και τα χάρισε στο βαφτισιμιό του. Το 1971 χτίστηκε και νότιο κλίτος στον Ι.Ν. Αγ. Γεωργίου Περιβολίων (εκεί όπου τάφηκαν) και αφιερώθηκε στη μνήμη τους.
Ο Ι. Ναός στον τόπο μαρτυρίου τους
Το 1904 ο μουσουλμάνος Κρητικός υπήκοος, Αρίφ Μπεσιράκης, δωρίζει το περιβόλι – οικόπεδο (με σκοπό
να χτιστεί) η εκκλησία των 4 Μαρτύρων. Έγιναν στη συνέχεια έρανοι σε χωριά του νομού και το 1907 ο
Ύπατος Αρμοστής Κρήτης Αλ. Ζαϊμης ενέκρινε την ανέγερση του ναού.
Το 1909 φαίνεται να κόπηκε και ο πλάτανος και άρχισε η ανέγερση του πρώτου ναού, που έμεινε ημιτελής.
Το 1941 με διαταγή του Γερμανού φρουράρχου Μπάουρερ, χρησιμοποιήθηκε ως στάβλος για τα άλογα, αλλά και χώρος στάθμευσης μοτοσυκλετών με ειδική ράμπα.
Το 1949 με απόφαση της Νομαρχίας κατεδαφίστηκε, ενώ το 1950 ξεκινά το χτίσιμο της νέας (δεύτερης) εκκλησίας, που εγκαινιάστηκε στις 28-10-1955 από τον επίσκοπο Αθανάσιο Αποστολάκη και με πρώτο εφημέριο το Μιχάλη Σταυριανάκη. Ο ναός αυτός με τριπλή τζαμαρία στον πρόναο, παρά τις αντιδράσεις των ενοριτών το 1972 κατεδαφίστηκε, γιατί ήταν μικρός, είχε κακοτεχνίες, δεν ανήκε σε κανένα ρυθμό.
Θεμελιώθηκε το 1972 και εγκαινιάστηκε ο σημερινός το 1975
Ο σημερινός (3ος) θεμελιώθηκε στις 25-6-72 από τον επίσκοπο Τίτο Σιλιγαρδάκη και εγκαινιάστηκε από τον ίδιο στις 28-12-75. Έχει χωρητικότητα περίπου 1.000 ατόμων και κόστισε 8 εκατ. δρχ. Μεγάλη ευεργέτιδα του ναού είναι η Ελένη Θ. Γεωργίου, καθώς και η Βασιλική Μαθιουδάκη.
Στις 29-8-78 με Συνοδική Πράξη από τον Πατριάρχη Κων/λεως Δημήτριο αγιοποιήθηκαν οι 4 Μάρτυρες, με το κεντρικό κλίτος του ναού ν’ αφιερώνεται στη μνήμη τους (28 Οκτωβρίου), ενώ το νότιο στους Αγ. Δέκα (23 Δεκεμβρίου) και το βόρειο στους 40 Μάρτυρες (9 Μαρτίου). Στο ιερό βήμα φυλάσσονται οι τρεις κάρες των αγίων, με το τέμπλο να είναι δωρεά της οικογένειας Βαρδινογιάννη (με εικόνες του 1955 από τον Φ. Κόντογλου). Στο υπόγειο του ναού υπάρχει παρεκκλήσι του Αγ. Σάββα (5 Δεκεμβρίου).
Εφημέριοι: Μιχαήλ Σταυριανάκης (1955-1992), Ιωάννης Σκαλίδης (1983), Νικόλαος Νικηφόρος (1988), Σωκράτης Ξενικάκης (2011).