Την ανθρώπινη παρουσία και τον τρόπο ζωής, του μέχρι σήμερα άγνωστου για τους περισσότερους μικρού νησιού, που βρίσκεται απέναντι από την Σαντορίνη, τη Θηρασία, φέρνει στο φως πολυμελής ομάδα επιστημόνων. Οι ιδιαιτερότητες του ξεχασμένου τόπου πολλές, τόσο από γεωλογικής, ιστορικής όσο και αρχαιολογικής πλευράς αναδεικνύουν την ταυτότητα της Θηρασίας αλλά και την ύπαρξη ανθρώπινης παρουσίας και δραστηριότητας στην πρωτοκυκλαδική περίοδο. Το ερειπωμένο νησάκι βρίσκεται στο επίκεντρο αρχαιολογικής ομάδας του Πανεπιστημίου Κρήτης, του Ιονίου, Α.Π.Θ. και του ΙΤΕ Κρήτης.
Τα ευρήματα αποδεικνύουν πως το μικρό ξεχασμένο νησί κατοικούνταν από το 3000 π.Χ. (πρωτοκυκλαδική περίοδος) ως τον 19ο αιώνα, ενώ η ανακάλυψη των οικισμών στη θέση «Αλαφούζου» και «Κοιμήσεως» με έντονα στοιχεία κεραμικής, τοιχοποιιών και λίθινων εργαλείων δίνουν στους αρχαιολόγους έντονες ενδείξεις για τις ασχολίες των κατοίκων τόσο με την υφαντική όσο και με το εμπόριο.
Το ερευνητικό πρόγραμμα, με τίτλο «Διαχρονικοί Νησιωτικοί Πολιτισμοί. Η περίπτωση της Θηρασίας» έχει στόχο τη διαχρονική χαρτογράφηση της ανθρώπινης παρουσίας στο νησί, ώστε να αναδειχθούν οι επιλογές, οι περιορισμοί, οι αλλαγές, οι συνέχειες και οι ασυνέχειες και να διερευνηθεί ποικιλοτρόπως το φαινόμενο του νησιωτισμού.
Ξεκίνησε το 2007, με μια πρώτη αναγνώριση του χώρου και της ανθρώπινης παρουσίας, από τα πρώτα ίχνη της έως την πρόσφατη εποχή. Το 2012 η έρευνα εντάχθηκε στο Πρόγραμμα Θαλής, με τον τίτλο «Διαχρονικοί, νησιωτικοί πολιτισμοί: η περίπτωση της Θηρασίας». Πρόκειται για ένα καινοτόμο πρόγραμμα διαχρονικής και πολυεπιστημονικής έρευνας με επιστήμονες διαφόρων κλάδων, ιστορικούς, αρχαιολόγους, γεωλόγους, φυσικούς, αρχιτέκτονες, κοινωνικούς ανθρωπολόγους, οι οποίοι διεξάγουν μία παραδειγματική έρευνα σχετικά με μικρονήσια φωτίζοντας τις πολλαπλές όψεις της ανθρώπινης προσαρμογής σε δύσκολους χώρους και σκληρές συνθήκες. Οι επιστήμονες του εργαστηρίου του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών Ρεθύμνου προσφέρουν πολύτιμη βοήθεια με την «ακτινογραφία» του υπεδάφους, σημαντικό στοιχείο της συνολικής εικόνας της Θηρασίας που επιχειρείται. Επιπρόσθετα το 2014 οργανώθηκε θερινό σχολείο κατάρτισης στις μεθόδους αυτές. Απ’ το 2014 διεξάγεται ανασκαφή στη θέση Κοίμηση που ήδη έχει προσφέρει πολυτιμότατα στοιχεία για την ιστορία και τον πολιτισμό ολόκληρου του Αιγαίου.
Η παρουσίαση του προγράμματος «Νησιωτικοί πολιτισμοί: Πρόσφατες έρευνες στη Θηρασία» έγινε το απόγευμα της Πέμπτης στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών στο Ρέθυμνο, όπου πραγματοποιείται και σχετική έκθεση με τις ανασκαφές, η οποία θα διαρκέσει έως τις 27 Σεπτεμβρίου 2015. (Ώρες λειτουργίας καθημερινά: 14:00-16:00 και 18:00-20:00).
Ειδικότερα, η Κλαίρη Παλυβού, αρχιτέκτων ομότιμη καθηγήτρια Α.Π.Θ. μιλώντας στα «Ρ.Ν.» αναφέρθηκε στην έρευνα και τα μέχρι στιγμής ευρήματα υποστηρίζοντας χαρακτηριστικά πως οι υπόσκαφοι της Θηρασίας έχουν μείνει αναλλοίωτοι συγκριτικά με εκείνων της Σαντορίνης, που έχουν επηρεαστεί σημαντικά από την τουριστική δραστηριότητα: «Πρόκειται για μια έρευνα που ξεκίνησε το 2007 αλλά πιο συστηματικά το 2012, στο πλαίσιο του προγράμματος «Θαλής» που είναι χρηματοδοτούμενο από το ΕΣΠΑ και αυτό μας έχει δώσει τη δυνατότητα να το επεκτείνουμε με τη συμμετοχή και άλλων φορέων, όπως είναι το Πανεπιστήμιο Κρήτης, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, το Ιόνιο Πανεπιστήμιο και το ΙΤΕ Κρήτης. Στόχος μας είναι να καταλάβουμε τη Θηρασία, αυτό το μικρό νησάκι απέναντι από την Σαντορίνη, που είναι σαν ξεχασμένο, σαν λησμονημένο. Εκεί η ζωή είναι σαν να έχει «παγώσει», εδώ και αρκετές δεκαετίες είναι ένα παράξενο φαινόμενο κοντά στον ισχυρό γείτονα και όμως έχει ένα τόσο διαφορετικό τρόπο ζωής. Το παράδοξο είναι ότι κανένας δεν είχε πάει ποτέ να κάνει οποιαδήποτε μελέτη πάνω στο νησί. Δεν υπάρχει στο βιβλίο της ιστορίας καν η Θηρασία, παρά μόνο μια παραγραφούλα στο τέλος της ιστορίας της Σαντορίνης. Άρα λοιπόν ξεκινήσαμε να καταλάβουμε την ιστορία του νησιού -έτσι οι αρχαιολόγοι έχουν ένα σημαντικό κομμάτι έρευνας. Η ομάδα η δική μου ασχολείται περισσότερο με τους νεότερους χρόνους, δηλαδή με τα υπόσκαφα, τα πολύ γνωστά υπόσκαφα της Σαντορίνης -που στην Σαντορίνη έχουν αλλοιωθεί λόγω του τουρισμού, ενώ στη Θηρασία μπορείς να τα μελετήσεις στην αρχική τους μορφή. Βέβαια εκεί το πρόβλημα είναι η εγκατάλειψη. Όταν λέμε εγκατάλειψη μιλάμε για ερείπια, τα οποία οριακά τα προλάβαμε για να τα μελετήσουμε και να τα αποτυπώσουμε. Είναι ενδιαφέρον γιατί βλέπεις ένα σύστημα ζωής διαφορετικό από αυτό που βλέπουμε τώρα» είπε και πρόσθεσε: «Έχουμε κοινωνικούς ανθρωπολόγους που και αυτοί από τη δική τους την πλευρά προσπαθούν να καταλάβουν το φαινόμενο του νησιωτισμού -δηλαδή τι σημαίνει να ζεις σε ένα μικρό νησάκι με όλες τις ιδιαιτερότητες που μπορεί αυτό να έχει. Έχουμε τους γεωλόγους μας, τους ηφαιστειολόγους μας, τον κ. Σαρρή και την ομάδα του, που βοηθούν και την αρχαιολογική ομάδα. Ακόμα και το θέμα του ηφαιστείου. Η Θηρασία γεννήθηκε από την έκρηξη των μινωικών χρόνων που λέμε και ο κ. Βουγιουκαλάκης ηφαιστειολόγος έκανε πρωτογενή έρευνα για την γεωλογία και την ιστορία του νησιού. Για εμάς τους μελετητές αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι ήρθαμε κοντά τόσοι διαφορετικοί άνθρωποι από διαφορετικά επιστημονικά περιβάλλοντα και ότι καταφέραμε να κάνουμε κάτι κοινό σε συνεργασία. Τώρα πια μπορούμε να πούμε ότι η Θηρασία έχει την ιστορία της όπως και η Σαντορίνη, που αρχίζει από τα προϊστορικά, τα κλασικά -έχουμε βρει πολλές θέσεις καινούριες, μια εξ’ αυτών την επιλέξαμε και αρχίσαμε μια πιο συστηματική ανασκαφή».
Η Ίρις Τζαχίλη, αρχαιολόγος, ομότιμη καθηγήτρια Πανεπιστημίου Κρήτης αναφερόμενη στην ανασκαφή τόνισε πως αυτή χρονολογείται έναν αιώνα προτού αποκαλυφθεί το Ακρωτήρι της Θήρας, διαθέτει άφθονη κεραμική πρωτοκυκλαδικών και μεσοκυκλαδικών χρόνων, λίθινα εργαλεία και λεπίδες οψιανού. Χαρακτηριστικά τόνισε: «Εμείς κάνουμε από πέρυσι μια ανασκαφή στο νότιο -νοτιανατολικό άκρο του νησιού, όπου παρουσιάζεται σιγά σιγά, μια πόλις πρωτοκυκλαδική, από το 3000 έως το 2000 π.Χ., αρκετά μεγάλη σε πλατώματα που φτάνει από την κορυφή του Μοναστηριού Κοίμησις ως τη θάλασσα και η οποία χρονολογείται 1000 χρόνια ή πριν 800 χρόνια πριν τον πολιτισμό μινωικής επιρροής που είναι στο Ακρωτήρι».
Μιλώντας για τα χαρακτηριστικά του οικισμού αναφέρθηκε στα εργαλεία λίθου, στην τοιχοποιία και σειρά άλλων εργαλείων που δείχνουν τον τρόπο ζωής των κατοίκων.
«Στην ανασκαφή αυτή είναι πιθανό να έχουμε πέσει στα τείχη αυτής της πόλης. Ο οικισμός είναι εκτεταμένος και με εξαιρετικά φροντισμένη τοιχοποιία. Υπάρχει πολύ καλή κεραμική, εξαιρετικά εργαλεία από λίθο, από οψιανούς και πυριτόλης, υπάρχουν επίσης πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για την καθημερινή ζωή, τι έτρωγαν, πώς ζούσαν και κυρίως για την υφαντική. Υπάρχει επίσης μια παρουσία μεσοκυκλαδική -από το 2200 έως το 1800 και ο οικισμός σταματά πριν αρχίσει η μεγάλη ακμή της πόλης του Ακρωτηρίου στη Θήρα. Το ενδιαφέρον είναι ότι όταν έγινε η μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου γύρω στο 1600, ο οικισμός αυτός είχε ήδη εγκαταλειφθεί για λόγους που δεν ξέρουμε. Επομένως έχουμε τη ζωή στη Θηρασία 1.000 χρόνια πριν αρχίσει η μεγάλη ακμή του Ακρωτηρίου. Η ζωή εκεί πρέπει να στηριζόταν στην γεωργία και στην κτηνοτροφία, όμως οπωσδήποτε πρέπει να υπήρχε επαφή με τις άλλες Κυκλάδες, υπήρχε εμπόριο και ναυτιλία, διότι μαρτυρούνται προϊόντα και εμπόριο που ερχόταν από τα άλλα νησιά, από την Πάρο και ενδεχομένως από την Κρήτη. Η ανασκαφή αρχίζει, έχει μεγάλο μέλλον και φωτίζει τις σχέσεις της Θήρας και τη Κρήτης».
Από την πλευρά του ο Απόστολος Σαρρής, αναπληρωτής διευθυντής του Ινστιτούτου, διευθυντής του Εργαστηρίου Γεωφυσικής – Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης και Αρχαιοπεριβάλλοντος μίλησε για τις γεωφυσικές έρευνες που έγιναν και τόνισε μεταξύ άλλων: «Οι γεωφυσικές διασκοπήσεις που έγιναν σε διάφορες θέσεις έδωσαν σημαντικές ενδείξεις για την παρουσία ιστορικών και αρχαιολογικών αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Αυτό μόνο είναι ένα βοήθημα για τους αρχαιολόγους για να μπορέσουν να τους καθοδηγήσουν σε ορισμένα σημεία, ώστε να γίνουν συστηματικές ανασκαφές. Ήδη στα δυο σημεία που έχουν ξεκινήσει, καθαρισμός στα ορυχεία «Αλαφούζου» και ανασκαφές στο Μοναστήρι Κοίμισης έχουν δώσει σημαντικά στοιχεία για την οικιακή Αρχαιολογία γενικότερα. Τα ευρήματα αυτά είναι σημαντικά για την ανάδειξη του νησιού της Θηρασίας αλλά και ολόκληρης της Αρχαιολογίας του Αιγαίου. Γιατί μέχρι τώρα δίναμε έμφαση στη Σαντορίνη, ενώ βλέπουμε ότι και η Θηρασία έχει ένα μεγάλο πλούτο που θα πρέπει να τον εκμεταλλευτούμε με πολλούς τρόπους. Τα στρώματα τέφρας που έχουν πέσει από το ηφαίστειο είναι παρόμοια με αυτά της Σαντορίνης και προφανώς οι κάτοικοι τους μετέπειτα χρόνους διαμόρφωσαν τους χώρους και εκμεταλλεύονταν τη χρήση γης με ένα συγκεκριμένο τρόπο για να εκμεταλλευτούν τους χώρους που θα μπορούσαν να καλλιεργήσουν και να διαθέτουν αποθηκευτικούς χώρους για νερό. Ήταν τρόπος καθαρά επιβίωσης. Δεν είναι ένα απλό αλλά ένα πολυδιάστατο ερευνητικό πρόγραμμα με πολλές προσεγγίσεις αρχαιολογικές, ιστορικές, γεωμορφολογικές, μια πληθώρα πληροφοριών που θα δώσουν μια νέα διάσταση για την Θηρασία και τους ανθρώπους της, άρα υπάρχει ανάδειξη και προβολή του νησιού».
Στην προχθεσινή παρουσίαση κεντρικός ομιλητής ήταν ο κ. Pietro Militello από το Πανεπιστήμιο της Catania Lipari -όπου αναφέρθηκε στις ομοιότητες της Θηρασίας με το νησί της Σικελίας που έγκειται στις ηφαιστειακές βάσεις και στο ότι τα δυο νησιά ήταν κέντρα εμπορίας. «Έκανα μια σύγκριση με τα νησιά της Σικελίας και τη Θηρασία, αφού και τα δυο δεν είναι μόνο νησιά, αλλά είχαν ηφαιστειακή επιρροή. Έχουν πολλά στοιχεία και αναλογίες, είναι σπουδαίο ότι αυτά τα νησιά είναι ανάμεσα σε δυο πολιτισμούς. Τότε ήταν κέντρα επιρροής εμπορίου, τη 2η χιλιετία π.Χ. και τα δυο της δυτικής και της Ανατολικής Μεσογείου και είχαν ηφαιστειακές φάσεις από τις οποίες καταστράφηκαν» είπε μιλώντας στα «Ρ.Ν.».
Με μόλις 200 μόνιμους κατοίκους, στις αρχές του 1900 είχε πάνω από 1.000
Η Θηρασία ένα ξεχασμένο και απομονωμένο νησί, μέλος του συμπλέγματος της Σαντορίνης, απέχει ένα ναυτικό μίλι, η οποία σφύζει από ζωή. Έχει μόλις δύο οικισμούς, τον Μανωλά και τον Ποταμό, δεν έχει αναπτυχθεί τουριστικά και διαθέτει 200 μόνιμους κατοίκους (αρχές του 1900 είχε πάνω από 1.000). Η Θηρασιά ή Θηρασία, όπως είναι στα χαρτιά, πήρε το όνομά της από την όμορφη κόρη του βασιλιά της Σαντορίνης, Θήρα.