Τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου η δημοκρατική Ευρώπη κρατούσε «χαμηλά το κεφάλι» μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων που συγκρούονταν σε όλα τα επίπεδα. Για την ΕΕ, ο κύριος αντίκτυπος του τέλους του Ψυχρού Πολέμου ήταν η αναδιαμόρφωση των σχέσεων με τους γείτονες της στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Οι δεκαετίες πέρασαν, η ΕΕ ενοποιήθηκε περισσότερο, διευρύνθηκε, κάνοντας μάλιστα μέλη της χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, οι οποίες έσπευσαν να απολαύσουν τους καρπούς της ελευθερίας που οι σοβιετικοί κατακτητές τους είχαν στερήσει για δεκαετίες.
Σε αυτή την διεύρυνση και ενοποίηση όμως, η ΕΕ άφησε πίσω της τομείς πολιτικής καθοριστικούς για την σταθερότητα, την ασφάλεια και την ευημερία ενός πολιτικού συστήματος. Παραδείγματα αποτελούν τόσο η κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ), η οποία από το 1993 ως τις μέρες μας δεν έχει κατορθώσει να καταλήξει σε ένα πλαίσιο διαμόρφωσης μιας «κοινής» εξωτερικής πολιτικής, όσο και η απουσία ενός κοινού ευρωπαϊκού στρατού.
Ερχόμενοι στο σήμερα, το επεισόδιο με την «κρατική αεροπειρατεία» του καθεστώτος Λουκασένκο στη Λευκορωσία, αποτυπώνει την νέα πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί στα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πραγματικότητα αυτή έχει να κάνει με την ύπαρξη στην γειτονιά της ΕΕ αυταρχικών, αναθεωρητικών και ολοκληρωτικών καθεστώτων. Είτε μιλάμε για τον Τουρκικό αναθεωρητισμό του Ταγίπ Ερντογάν, είτε για τις προκλήσεις της Ρωσίας, είτε για τους θιασώτες του σοβιετικού ολοκληρωτισμού όπως είναι ο Λουκασένκο, το συμπέρασμα είναι το ίδιο: η δημοκρατική ΕΕ αδυνατεί να δείξει πυγμή και αποφασιστικότητα απέναντι σε ολοκληρωτικά καθεστώτα που προκαλούν και απειλούν άμεσα την ασφάλεια της.
Η ΕΕ δεν μπορεί να μένει αδρανής, τουλάχιστον απέναντι σε συνορεύοντα με αυτήν αυταρχικά καθεστώτα, σε ζητήματα που αφορούν τις αξίες, τα συμφέροντα και κυρίως την ασφάλεια της. Πέραν των χλιαρών αντιδράσεων, εκείνο που αποθρασύνει ακόμη περισσότερο τους κάθε λογής δικτάτορες στις παρυφές της Ευρώπης, είναι η εμμονή για ιδιαίτερου τύπου σχέσεις και η ενίσχυση (οικονομική και πολιτική) αυτών των χωρών από την ΕΕ. Τρανό παράδειγμα αποτελεί η εμμονή στην διατήρηση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία (που και η Ελλάδα υποστηρίζει), καθώς και άλλων Βαλκανικών κρατών που κάθε άλλο παρά πληρούν τις προϋποθέσεις για ένα τέτοιο καθεστώς.
Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση Λουκασένκο. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, η συνεργασία ΕΕ-Λευκορωσίας αυξήθηκε. Η βοήθεια της ΕΕ προς τη Λευκορωσία διπλασιάστηκε σε περίπου 30 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Ακόμη, η ΕΕ έχει βοηθήσει 4.500 Λευκορωσικές εταιρείες με χρηματοδότηση, κατάρτιση και εξαγωγική υποστήριξη σε νέες αγορές, ενώ συνεχίζει να υποστηρίζει τη διαδικασία προσχώρησης της Λευκορωσίας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.
Θα μπορούσε κάνεις να ισχυριστεί ότι τόσο στην περίπτωση της Τουρκίας όσο και σε αυτή της Λευκορωσίας, οι αυταρχικοί ηγέτες των χωρών αυτών, διατηρούν μέρος της ισχύς και της εξουσίας τους, χάρη στην σιωπή, την ανοχή, την αδράνεια και πολλές φορές την στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπάρχει βέβαια και η άλλη άποψη που υποστηρίζει ότι μια αστάθεια σε κράτη που συνορεύουν με την ΕΕ, θα είχε δυσμενείς συνέπειες για την ίδια. Και η άποψη αυτή έχει βάση. Κανείς στην ΕΕ δεν επιθυμεί τα εκατομμύρια των μεταναστών που στοιβάζονται στην Τουρκία. Όπως κανείς δεν θα διακινδύνευε μια κρίση λόγω της ενεργειακής εξάρτησης από την Ρωσία.
Επιζητώντας αυτή την «σταθερότητα» που προσφέρουν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα όλα αυτά τα χρόνια, η ΕΕ καταλήγει να σέρνεται πίσω από τις εξελίξεις και πολλές φορές πίσω από τους εκβιασμούς των αυταρχικών ηγετών τους, όπως στην περίπτωση Ερντογάν με το μεταναστευτικό. Πρόκειται όμως για μια επίπλαστη σταθερότητα. Κι αυτό γιατί νομοτελειακά, στην πλειοψηφία τους τα αυταρχικά καθεστώτα κάποια στιγμή καταρρέουν. Και ακόμα κι αν αυτή η στιγμή αργήσει, ο χρόνος εξουσίας των αυταρχικών ηγετών ούτε ο Λουκασένκο, ο Πούτιν και ο Ερντογάν κάποια στιγμή αναγκαστικά τελειώνει. Και στην αναταραχή που ακολουθεί σε αυτά τα κενά εξουσίας που δημιουργούνται στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, η ΕΕ πρέπει να είναι έτοιμη με στρατηγικό σχεδιασμό για οτιδήποτε προκύψει.
Μέχρι η ισχυρή ΕΕ να μάθει να χρησιμοποιεί την ισχύ της και να επιβάλλει τους όρους της, θα παραμένει διεθνώς ένας παίκτης που κανένας δεν θα παίρνει στα σοβαρά πέραν των εμπορικών ζητημάτων. Η σταθερότητα πάντα είναι το ζητούμενο. Πρέπει όμως να υπάρχουν κόκκινες γραμμές και όρια στις ορέξεις και στις ιδιορρυθμίες του κάθε αυταρχικού γείτονα. Γραμμές που όταν παραβιάζονται πρέπει να υπάρχει άμεση, κοινή και σκληρή απάντηση.