Η παγκόσμια οικονομία φαίνεται να εισέρχεται μετά από την κορύφωση της πανδημίας του COVID-19 σε μια κρίση απότομης αύξησης των τιμών των αγαθών, με αιχμές τα τρόφιμα, την ενέργεια και τις μεταφορές. Συνοπτικά, το βασικό γνώρισμα της κρίσης αυτής είναι η αύξηση του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (και φυσικά του πληθωρισμού), κύρια λόγω: α. της επαναφοράς της ζήτησης από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις σε προ Covid επίπεδα, β. των ανεπαρκειών σε πρώτων υλών (λόγω προβλημάτων στην παραγωγή και την εφοδιαστική αλυσίδα), γ. της ολιγοπωλιακής συγκέντρωσης της προσφοράς βασικών commodities, αλλά και δ. των ιδιαίτερα αυξημένων μεταφορικών ναύλων. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του φαινομένου αυτού είναι η αύξηση των τιμών στα τρόφιμα, καθώς οι διεθνείς τιμές τους αυξήθηκαν κατά 40% σε σύγκριση με την αρχή της πανδημίας.
Όπως μας πληροφορούν οι οικονομολόγοι, ένας παρατεταμένος και υψηλότερος του αποδεκτού πληθωρισμός αναμένεται να προκαλέσει αναστάτωση και στις χρηματαγορές, επηρεάζοντας τις ιδιωτικές επενδύσεις σε μία, ουσιαστικά αυτοτροφοδοτούμενη, αντίδραση. Επιπρόσθετα, οι επιπτώσεις του πληθωρισμού, στο επίπεδο της αναδιανομής του εισοδήματος, είναι ασύμμετρες καθώς αυτός μειώνει περισσότερο το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των ασθενέστερων οικονομικά στρωμάτων, ενώ ταυτόχρονα ευνοεί τους δανειζόμενους και πλήττει τους δανειστές (σε περίπτωση πολιτικής διατήρησης των βασικών επιτοκίων, φυσικά). Σε κάθε περίπτωση, μια αποτελεσματική οικονομική πολιτική, μπορεί να μετριάσει τις αρνητικές παρενέργειες του πληθωρισμού, αμβλύνοντας μεταξύ άλλων τις επιπτώσεις της αβεβαιότητας. Είναι βεβαίως κάτι που, ευκολότερα λέγεται παρά γίνεται, μιας και το βασικότερο όπλο κατά του πληθωρισμού που είναι η πολιτική των επιτοκίων εξαρτάται από την Ευρωπαϊκή κεντρική Τράπεζα, αλλά και τους παγκοσμίους συσχετισμούς μεταξύ των κυριότερων παγκόσμιων παικτών. Όπως διαφαίνεται επί του παρόντος, βασικό παράγοντα πυροδότησης του φαινομένου αποτελούν οι συσσωρευμένες αποταμιεύσεις της πανδημίας, οι οποίες σήμερα μετατρέπονται σε αυξημένη κατανάλωση λόγω της σταδιακής επιστροφής των οικονομιών στην κανονικότητα. Επιπρόσθετα, (σύμφωνα με τους οικονομολόγους του ΔΝΤ), η αναγκαία δημοσιονομική επέκταση κατά τη διάρκεια της πανδημίας προκάλεσε αφενός συγκράτηση της ανεργίας, αφετέρου όμως και ταυτόχρονη υπερθέρμανση της οικονομίας, με αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών. Αναμφίβολα, στο επίπεδο της ελληνικής οικονομίας, η αύξηση των τιμών (και κυρίως των σχετιζόμενων με την ενέργεια – ηλεκτρισμός, υγρά καύσιμα, φυσικό αέριο) ενδέχεται να πυροδοτήσει σημαντικές αναταράξεις στην αγορά, δυσχεραίνοντας περισσότερο τη διαδικασία της σταδιακής επιστροφής της στην κανονικότητα.
Μια από τις προφανείς επιπτώσεις της «κρίσης» στην οποία αναφερόμαστε, είναι η περαιτέρω διεύρυνση της ψαλίδας μεταξύ μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων. Ειδικότερα, οι μικρές εμπορικές επιχειρήσεις της περιφέρειας αναμένεται να δεχθούν πρόσθετη (και ισχυρότατη) πίεση λόγω της σημαντικής αύξησης του μεταφορικού κόστους αλλά και των γνωστών αναταράξεων στην εφοδιαστική αλυσίδα. Αναμφίβολα πάντως, η καλύτερη του αναμενόμενου τουριστική περίοδος αναθέρμανε τις τουριστικές εισπράξεις και λειτούργησε σε ένα μεγάλο βαθμό «λυτρωτικά» σε σχέση με τις επιχειρήσεις που κινούνται γύρω από το οικοσύστημα του τουρισμού. Όμως, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι, κατά βάσιν, η εσωτερική ζήτηση είναι ο πραγματικός κινητήριος μοχλός της Ελληνικής αγοράς. Το οικοσύστημα των πολύ μικρών επιχειρήσεων μας, οι οποίες συνιστούν το 97.4% του συνόλου των επιχειρήσεων, εξαρτάται από την εγχώρια ζήτηση, η οποία δέχθηκε ισχυρή συρρίκνωση κατά τη διάρκεια της περιόδου της οικονομικής ύφεσης αλλά και της σοβούσας κρίσης της πανδημίας του COVID-19.
Στο επίπεδο αυτό, η πολιτική στήριξης του διαθέσιμου εισοδήματος των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων είναι κρίσιμη για μια διατηρήσιμη επαναφορά της αγοράς, αλλά επίσης και για τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα των Ελληνικών μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.
Από την άλλη, οι ΜΜΕ θα πρέπει να κατανοήσουν την αλλαγή στο «πνεύμα των καιρών» και να προωθήσουν τάχιστα τον ψηφιακό και τον πράσινο μετασχηματισμό τους, επιταχύνοντας την προσαρμογή τους στις κατακλυσμιαίες όπως διαφαίνονται, αλλαγές που επιφέρει η εδραίωση της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης. Ειδικά στο εμπόριο – τον σημαντικότερο εργοδότη της χώρας, οι κολοσσιαίοι αυτοί μετασχηματισμοί απαιτούν (όπως αναφέρεται και στη Λευκή Βίβλο του Λιανικού Εμπορίου της ΕΣΕΕ) την σταδιακή προσαρμογή όλων των επιχειρήσεών μας στην συντελούμενη μεταστροφή των καταναλωτικών προτύπων: η επένδυση στο ηλεκτρονικό εμπόριο, στους νέους (ψηφιακούς) τρόπους πληρωμών, στις καινοτόμες διαδικασίες προβολής και διαφήμισης, στην τεχνητή νοημοσύνη (AI) και στη συμβατότητα των συστημάτων πωλήσεων με την εξελισσόμενη τεχνολογία του «διαδικτύου των πραγμάτων» (IoTs), αποτελούν το κινητήριο σχήμα της προσαρμογής αυτής.
Τέλος, οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και η νέα προγραμματική περίοδος του ΕΣΠΑ 2021-2027 συνιστούν την μεγάλη ευκαιρία για τη χρηματοδότηση των απαραίτητων αυτών επενδύσεων. Η Χώρα μας ζήτησε στήριξη ύψους 30,5 δις ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης. Θα λάβει 17.8 δις ευρώ σε επιχορηγήσεις (grants)και άλλα 12.7 δις ευρώ σε δάνεια. Οι πόροι αυτοί μπορούν και πρέπει να προωθήσουν τον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας προς ένα βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο το οποίο, μέσα από ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις (αλλά και με τις συμπράξεις του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα), θα είναι σε θέση να παράξει διατηρήσιμες υπεραξίες για τις επιχειρήσεις, τους εργαζόμενους και την κοινωνία στο σύνολο της. Είναι θεμελιώδες για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις του εμπορίου το να κατανοήσουν την αναγκαιότητα του μετασχηματισμού αυτού, να επενδύσουν στο ανθρώπινο κεφάλαιο τους αλλά και να υποστηριχτούν από τους ευρωπαϊκούς πόρους. Ο στόχος δεν είναι άλλος από τη βελτίωση της μακροπρόθεσμης ανθεκτικότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεών μας σε όλα τα στάδια των παγκόσμιων οικονομικών κύκλων ούτως ώστε, ως Ελληνικό Εμπόριο, στο τέλος των κρίσεων που βιώνουμε να βρεθούμε όρθιοι, ανταγωνιστικότεροι και περισσότερο αισιόδοξοι.
Μπορούμε πιστεύω να συμφωνήσουμε ότι βρισκόμαστε σήμερα σε ένα σημείο καμπής ως προς το μέλλον του Ελληνικού Εμπορίου. Προσωπικά, μου δίνει μεγάλη χαρά και αισιοδοξία το γεγονός ότι, ως ζωντανά κύτταρα της κοινωνίας έχουμε επιτέλους αντιτάξει στο πνεύμα της αδράνειας, της ενδοσκόπησης και ίσως της παραίτησης, την συναδελφική συμμετοχικότητα, την ενδυνάμωση των συλλογικών μας οργάνων, την διεκδίκηση των δικαίων μας. Είναι ενδεικτικό το ότι, απρόσμενα, η συμμετοχή των συναδέλφων στην ανάδειξη των εκπροσώπων μας στη διοίκηση των εμπορικών συλλόγων της Κρήτης εκτινάχθηκε: από τους 1.783 συμμετέχοντες στις προηγούμενες αρχαιρεσίες, φτάσαμε στους 2.603, με αντίστοιχη αύξηση των εκλεκτόρων μας στην ΕΣΕΕ – από τους 28 στους 43 σήμερα, προσδίνοντας στις τοπικές μας προτάσεις μας αυξημένη δυναμική. Επίσης είναι πολύ αισιόδοξο το ότι, η συμμετοχή της γυναικείας επιχειρηματικότητας αλλά και της συμμετοχής της στα όργανα διοίκησης μας, έχει αυξηθεί εντυπωσιακά.
Θα ήθελα λοιπόν κλείνοντας να διαβεβαιώσω τους συναδέλφους ότι το ενδιαφέρον και η στήριξη τους στα πρόσωπα μας, είναι για όλους εμάς τόσο μια υπενθύμιση της ευθύνης που επωμιζόμαστε απέναντι στο σύνολο, όσο και μία δυνατή παρακαταθήκη για τις πρωτοβουλίες, τις συνεργασίες / συνέργιες αλλά και για τους αγώνες που βρίσκονται μπροστά μας.
*Ο Μανώλης Γ. Ψαρουδάκης είναι αντιπρόεδρος της ΕΣΕΕ και υποψήφιος με τον συνδυασμό: «Ενωμένο Κρητικό Εμπόριο» για την Ομοσπονδία Εμπορικών Συλλόγων Κρήτης (Ο.Ε.Σ.Κ) -Κρητών Εμπόριο