Οδοστρωτήρας η κυβέρνηση Τσίπρα για τους μη προνομιούχους Έλληνες
Μια σειρά από επίσημα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι τον λογαριασμό της διακυβέρνησης Τσίπρα πλήρωσαν κυρίως οι μη προνομιούχοι συμπολίτες μας και αυτοί που δεν μπορούν να καλύψουν βασικές ανάγκες τους.
Υποτίθεται ότι είναι οικονομικά και κοινωνικά παράδοξο μια κυβέρνηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς να προκαλεί τόσο πόνο και τόσες δυσκολίες σε αυτούς, στο όνομα των οποίων διεκδίκησε και πήρε την εξουσία. Μια ματιά στην ιστορία της ριζοσπαστικής Αριστεράς διεθνώς, δείχνει ότι δεν υπάρχει τίποτα παράδοξο στη φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού εξαιτίας αποτυχημένων οικονομικών πειραμάτων και της χρηματοδότησης της κομματικής νομενκλατούρας και του κομματικού κράτους.
Βασικά λάθη
Στην περίπτωση της Ελλάδας οι μη προνομιούχοι και οι φτωχοί συμπολίτες μας πληρώνουν ακριβά δυο βασικά λάθη της κυβέρνησης Τσίπρα.
Αντί να πάρει το δεύτερο πρόγραμμα-μνημόνιο εκεί που το είχε αφήσει η κυβέρνηση Σαμαρά και να το ολοκληρώσει εντός του 2015, ο κ. Τσίπρας μεθόδευσε για τους δικούς του πολιτικούς λόγους, τη ρήξη με την ευρωζώνη, η οποία οδήγησε τελικά σε ένα σκληρότερο τρίτο πρόγραμμα-μνημόνιο που φθάνει μέχρι τον Αύγουστο του 2018 και πρόσθετα σκληρά μέτρα για το 2019 και το 2020. Η παράταση και η εντατικοποίηση της λιτότητας πλήττουν κυρίως τους μη προνομιούχους και τους φτωχούς.
Την κατάσταση επιδεινώνει ο συνδυασμός της αποδυνάμωσης του τραπεζικού συστήματος εξαιτίας της κρίσης του 2015 και της επιβολής ισοπεδωτικής φορολογίας ιδιαίτερα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και στους συνεπείς ελεύθερους επαγγελματίες και τους αυτοαπασχολούμενους. Ο συνδυασμός αυτός εμποδίζει τη σωστή λειτουργία του μεγαλύτερου τμήματος του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας και έτσι καταλήγουμε στην αδυναμία δημιουργίας καλά αμειβόμενων θέσεων πλήρους απασχόλησης.
Εισοδηματική κατάρρευση
Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, 1,5 εκ. υπάλληλοι του ιδιωτικού τομέα και συνταξιούχοι πρέπει να τα βγάλουν πέρα με μηνιαίο εισόδημα που δεν ξεπερνά τα 500 ευρώ.
Πάνω από τις μισές νέες θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας και περίπου το ένα τρίτο από τις 2,2 εκ. θέσεις απασχόλησης είναι θέσεις μερικής απασχόλησης που αμείβονται με λιγότερο από 400 ευρώ το μήνα.
Η συνεχής αύξηση του ποσοστού των θέσεων μερικής απασχόλησης επί του συνόλου των θέσεων στον ιδιωτικό τομέα ασκεί μεγάλη πίεση στις μέσες μικτές μηνιαίες αποδοχές. Έχουν υποχωρήσει γύρω στα 920 ευρώ μικτά με τη μέση κύρια σύνταξη να είναι γύρω στα 723 ευρώ. Με συνολικά 3,7 εκ. εργαζόμενους και 2,6 εκ. συνταξιούχους οι ασφαλιστικές εισφορές που αναλογούν σε τόσο χαμηλό μέσο μισθό είναι πρακτικά αδύνατον να χρηματοδοτήσουν τις συντάξεις, γι’ αυτό διατηρείται η χρηματοδότηση του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού συστήματος από τον κρατικό προϋπολογισμό σε πολύ υψηλά επίπεδα. Το αποτέλεσμα είναι να θεωρείται το χρέος του Δημοσίου μη βιώσιμο γιατί τέτοιες επιβαρύνσεις στέκονται εμπόδιο στην εξυπηρέτησή του και να έχουν συμφωνηθεί και ψηφιστεί νέες μεγάλες μειώσεις στις κύριες συντάξεις από 1ης Ιανουαρίου του 2019.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα φύγει από την εξουσία αφήνοντας πίσω του οικονομικά προβλήματα και κοινωνικά συντρίμμια. Στη διάρκεια της τελευταίας τριετίας η οικονομική κρίση μετατράπηκε σε κοινωνική αλλάζοντας, μέσα από την ωρίμανση αρνητικών εξελίξεων, την ίδια τη σύνθεση της κοινωνίας.
Δημιουργούνται έτσι πρόσθετα προβλήματα σε ό,τι αφορά την έξοδο από την οικονομική κρίση. Μια κοινωνία με τόσο υψηλό ποσοστό φτωχοποιημένων και περιθωριοποιημένων είναι πολύ δύσκολο να σηκώσει τα βάρη της αναγκαίας προσαρμογής, να υποστηρίξει μια φιλόδοξη αποταμιευτική και επενδυτική στρατηγική και να δημιουργήσει το αναγκαίο κλίμα εμπιστοσύνης για την αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης.