Οι βασικές προκλήσεις για τα δημόσια οικονομικά που προκύπτουν από τη γήρανση του πληθυσμού τέθηκαν στη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 1ου Συνεδρίου για την Δυναμική των Πληθυσμών και για την Οικονομική Ευημερία, στα Χανιά που οργανώνεται από το Κέντρο Κρήτης του ΟΟΣΑ για τους Πληθυσμούς, το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών και τον Δήμο Χανίων με την υποστήριξη της Περιφέρειας Κρήτης. Η συζήτηση συντονίστηκε από τον Άρη Αλεξόπουλο, Επικεφαλής του Κέντρου Κρήτης του ΟΟΣΑ.
Στην εισαγωγική της ομιλία, η Filiz Unsal, Head, Structural Policy and Research, Economics Department του ΟΟΣΑ τόνισε ότι «ζούμε πλέον περισσότερα χρόνια, άρα προκύπτουν νέες ανάγκες και προκλήσεις, καθώς και μία νέα οικονομική πραγματικότητα». Παρουσίασε τα αποτελέσματα της έκθεσης, που προετοίμασε ο ΟΟΣΑ για το «Κέντρο Κρήτης», από την οποία προκύπτει η αύξηση του αριθμού των πολιτών άνω των 65 ετών, κάτι που συνεπάγεται μία σειρά προκλήσεων για την αγορά εργασίας και την παραγωγικότητα, αλλά και για τις δημόσιες δαπάνες, καθώς η γήρανση του πληθυσμού πολλαπλασιάζει τη σχετική πίεση.
Μία από τις λύσεις που προτάθηκε για την ανακούφιση των δημοσιονομικών πιέσεων είναι η μεγαλύτερη χρονικά παραμονή των ανθρώπων στην εργασία, καθώς επίσης η μακροπρόθεσμη παροχή υπηρεσιών πρόνοιας. Στο «πακέτο» των προτεινόμενων λύσεων, η έκθεση περιλαμβάνει και την αξιοποίηση του εργασιακού δυναμικού των μεταναστών.
Ο Υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Πάνος Τσακλόγλου, ανέλυσε τις σύγχρονες προκλήσεις του συνταξιοδοτικού συστήματος, δίνοντας έμφαση στις πολιτικές που πρέπει να προσαρμοστούν για να εξυπηρετούν τις ανάγκες της νέας δημογραφικής πραγματικότητας. Αναφέρθηκε στην ανάγκη περιορισμού των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, που αποτελούσαν έως πρόσφατα ένα αγκάθι για το ασφαλιστικό σύστημα. Ανέδειξε, επίσης, ζητήματα και πρακτικές που -όπως είπε- ανήκουν στο παρελθόν και χρειάζονται αναθεώρηση ώστε το σύστημα να καταστεί βιώσιμο και να αντικατοπτρίζει τις απαιτήσεις της εποχής. Μία από τις κεντρικές του προτάσεις ήταν η αύξηση του εργατικού δυναμικού, όχι μόνο μέσω της παρακίνησης για μεγαλύτερη συμμετοχή στην αγορά εργασίας αλλά και μέσω κατάλληλων κινήτρων που θα δώσουν στους ανθρώπους την ώθηση να παραμείνουν ενεργοί.
Παράλληλα, στάθηκε στη θετική συμβολή της μετανάστευσης, επισημαίνοντας ότι η κατάλληλα σχεδιασμένη μεταναστευτική πολιτική μπορεί να αποτελέσει βασικό εργαλείο ενίσχυσης της οικονομίας. Τόνισε ότι η μετανάστευση δεν θα έπρεπε να προκαλεί ανησυχία, αλλά να αξιοποιείται με τρόπο που να παράγει θετικά αποτελέσματα.
Αναφέρθηκε επίσης στην ανάγκη ενίσχυσης της γεννητικότητας, παρουσιάζοντας μια σειρά από μέτρα που έχουν ήδη εφαρμοστεί για την υποστήριξη των νέων οικογενειών.
Ο Jonathan Cribb, Associated Director Institute for Fiscal Studies στο Ηνωμένο Βασίλειο, αναφέρθηκε στο ζήτημα της γήρανσης του πληθυσμού και τις επιπτώσεις του στα συστήματα συνταξιοδότησης, σημειώνοντας ότι το πρόβλημα στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι λιγότερα έντονο συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Υπογράμμισε ότι, ενώ πρόκειται για μια ευρέως διαδεδομένη πρόκληση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, υπάρχει ήδη εμπειρία διαχείρισης του συνταξιοδοτικού με «τρόπους και πολιτικές» που, αν και ενδεχομένως αντιδημοφιλείς, έχουν εφαρμοστεί σε ορισμένα κράτη. Μια από τις προτάσεις του ήταν η εφαρμογή ενός μεικτού μοντέλου κρατικής και ιδιωτικής μέριμνας. Σύμφωνα με τον ίδιο, η προσέγγιση αυτή θα μπορούσε να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος, παρέχοντας ταυτόχρονα προστασία για τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα.
Η Angela D’Elia, Επικεφαλής μονάδας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επισήμανε τις σοβαρές συνέπειες της γήρανσης του πληθυσμού στην αγορά εργασίας και στα δημοσιονομικά συστήματα, σημειώνοντας το αναπόφευκτο κόστος που θα επιφέρει αυτή η μεταβολή. Σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου ήδη υπάρχουν σημαντικά δημοσιονομικά προβλήματα όπως υψηλό δημόσιο χρέος και δημοσιονομικά ελλείμματα, η γήρανση του εργατικού δυναμικού θα επιβαρύνει περαιτέρω τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Ειδικότερα, αναφέρθηκε σε περιπτώσεις χωρών, όπως η Ελλάδα, όπου το κόστος του συνταξιοδοτικού συστήματος έχει αρχίσει να μειώνεται ως αποτέλεσμα μεταρρυθμίσεων. Ωστόσο, αν και η μείωση αυτή έχει δώσει ανάσα στα δημόσια οικονομικά, η ίδια προειδοποίησε ότι η σταδιακή μείωση του νεανικού πληθυσμού θα επιφέρει πτώση στις δαπάνες για την εκπαίδευση – μια εξέλιξη που αποτελεί μακροπρόθεσμα αρνητικό παράγοντα για τις οικονομίες της Ε.Ε. Ως κεντρική λύση, πρότεινε την ανάγκη για προσαρμοστικές μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα, προκειμένου αυτό να ανταποκριθεί στις νέες κοινωνικές και δημογραφικές συνθήκες. Τόνισε ότι οι αλλαγές αυτές είναι απαραίτητες για να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των συντάξεων, ειδικά σε μια περίοδο όπου η ισορροπία μεταξύ εργαζόμενων και συνταξιούχων καθίσταται ολοένα και πιο ασταθής.
Ο Καθηγητής Οικονομικών Επιστημών και Επικεφαλής του ΙΟΒΕ, Νίκος Βέττας, υπογράμμισε ότι οι προκλήσεις της σύγχρονης εποχής επιβάλλουν μια συνολική επαναπροσέγγιση της οικονομικής πολιτικής, με επίκεντρο τις δημογραφικές και κλιματικές αλλαγές, καθώς και το βαρύ φορτίο του δημόσιου χρέους. Δήλωσε ότι «οι εύκολες ημέρες έχουν τελειώσει», θέτοντας το πλαίσιο μιας νέας πραγματικότητας όπου η δημοσιονομική σταθερότητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανάπτυξη και την ενίσχυση της ευελιξίας στην οικονομία. Υποστήριξε ότι η ενίσχυση της ανάπτυξης και η διασφάλιση της μακροοικονομικής ισορροπίας απαιτούν «περισσότερη ευελιξία και ελευθερία στις οικονομικές πολιτικές». Όπως τόνισε, η οικονομική σταθερότητα δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί χωρίς την προϋπόθεση της ανάπτυξης. Έδωσε έμφαση στο ότι δεν πρέπει να εξετάζουμε την οικονομία με τους όρους μιας επιχείρησης, καθώς οι δημοσιονομικές προκλήσεις απαιτούν προσαρμογές που λαμβάνουν υπόψη το κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο κάθε χώρας. «Σε κάποιες χώρες σαν την Ελλάδα, πρέπει να βλέπουμε όλη την εικόνα για να καταλάβουμε πότε χρειαζόμαστε μεγαλύτερο δημοσιονομικό διάδρομο», δήλωσε. Επικεντρώθηκε επίσης στο «brain drain», που αποτέλεσε μείζονα απώλεια για την ελληνική οικονομία κατά τη διάρκεια της κρίσης. Τάχθηκε υπέρ ενός μεικτού μοντέλου κοινωνικής πρόνοιας που θα βασίζεται στην αλληλοσυμπλήρωση δημόσιων και ιδιωτικών πόρων. Η πρόταση αυτή αντανακλά την ανάγκη ενός ισχυρού δικτύου κοινωνικής προστασίας, το οποίο μπορεί να διασφαλίσει ένα βιώσιμο επίπεδο διαβίωσης, ενώ παράλληλα προσφέρει κίνητρα για αποταμίευση και ιδιωτική ασφάλιση. Κατά τον κ. Βέττα, το κράτος θα πρέπει να δώσει ώθηση στους πολίτες να αποταμιεύουν.