Ανατέμνοντας το δημοκρατικό πολίτευμα της αρχαίας Αθήνας, ο Περικλής κατονομάζει στον Επιτάφιο την ισονομία ως το πρώτο συστατικό στοιχείο του. Σπεύδει όμως να διευκρινίσει ότι η ισότητα δεν ισχύει, όταν πρόκειται για την κατάληψη δημόσιων αξιωμάτων: «η ανάδειξη σε δημόσια αξιώματα γίνεται με κριτήριο την αξία και την επίδοση του κάθε πολίτη» (Θουκυδίδης 2,37,1).
Πρόκειται για εξιδανικευμένη εικόνα της αθηναϊκής δημοκρατίας, που όμως ισχύει διαχρονικά ως αρχή και κανόνας για τη λειτουργία και την ίδια την υπόσταση της δημοκρατίας. Και είναι η κυριαρχία της αναξιοκρατίας στον δημόσιο βίο που μάς υπενθυμίζει εξ αντιθέτου τη σημασία και την αναγκαιότητά της.
Ο Κώστας Γαβρόγλου δεν είναι ο πρώτος υπουργός Παιδείας στην περίοδο της μεταπολίτευσης, ο οποίος επελέγη με πολιτικά κριτήρια και όχι για τα αυξημένα προσόντα του, όπως απαιτεί η συγκεκριμένη θέση. Η διαφορά με το παρελθόν είναι ότι ο σημερινός πρωθυπουργός έχει αναγορεύσει την ανεπάρκεια σε υποχρεωτικό προσόν για κατάληψη υπουργικής ή άλλης κυβερνητικής θέσης και την αναξιοκρατία σε προγραμματική θέση. Μάλιστα, ως πρώτον υπουργό για αυτή τη νευραλγική θέση επέλεξε τον Ιανουάριο του 2015 ένα πρόσωπο που πίστευε ότι «η αριστεία είναι ρετσινιά».
Στις παραπάνω σκέψεις και διαπιστώσεις οδηγήθηκα έχοντας παρακολουθήσει τις συνεχείς παλινωδίες του υπουργού Παιδείας σχετικά με το σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ξεπέρασαν ακόμη και τον διάσημο φούρνο του Νασρεντίν Χότζα. Η κριτική επικεντρώθηκε στην αντιφατική, αν όχι ασυνάρτητη, επιδίωξή του «να μειώσει την πίεση στους μαθητές» αυξάνοντας τις εξετάσεις.
Δυστυχώς, ούτε ο υπουργός ούτε οι σύμβουλοι και συνεργάτες του -τους οποίους επέλεξε προφανώς με τα ίδια κριτήρια που ο πρωθυπουργός επέλεξε τον ίδιο- δείχνουν να έχουν μια στοιχειώδη στρατηγική για τις μεταρρυθμίσεις που εισηγούνται.
Εννοώ ότι συζητούν για το πρόγραμμα του Λυκείου και το σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση χωρίς ταυτόχρονα να αξιολογούν, να συνεκτιμούν και να αντιμετωπίζουν δύο ουσιώδεις παράγοντες: (α) το μείζον πρόβλημα της επιστημονικής (και ψυχοπαιδαγωγικής) επάρκειας του διδακτικού προσωπικού και (β) την επικυριαρχία που ασκεί η πάσης φύσεως φροντιστηριακή εκπαίδευση στο δημόσιο σχολείο. Καμιά μεταρρύθμιση δεν έχει νόημα (και συνεπώς πιθανότητα να πετύχει), αν δεν απαντά ικανοποιητικά και στις τρεις πτυχές του ζητήματος.
Επιπλέον, η κοινή λογική επιβάλλει να μην ανακοινώνεται καμιά μεταρρύθμιση, αν δεν είναι πλήρως και εξαντλητικά μελετημένη. Αυτό όμως προϋποθέτει αφενός άριστους εισηγητές και αφετέρου ότι ο καθ’ ύλην αρμόδιος υπουργός ενδιαφέρεται να εντοπίσει τις αδυναμίες της πρότασης που επεξεργάζεται και κυρίως να τις θεραπεύσει.
Με απλά λόγια, καθοριστική σημασία έχει ποιους συνεργάτες θα διαλέξει για να διαμορφώσει ένα σχέδιο μεταρρύθμισης και ποιους ειδικούς θα καλέσει σε διαβούλευση για να ελέγξει την ορθότητα και την πληρότητά του.
Οι απόπειρες μεταρρύθμισης του συστήματος εισαγωγής τείνουν να γίνουν αναρίθμητες, όπως οι κόκκοι της άμμου. Πέρα από την έλλειψη κυβερνητικής πολιτικής βούλησης, η αποτυχία εντοπίζεται στα πρόσωπα, δηλαδή στην άγνοια και γενικότερα την ακαταλληλότητα των καθ’ ύλην αρμοδίων. Έτσι καταλήγουμε εκεί που ξεκινήσαμε, στον Θουκυδίδη και τη βεβαιότητα ότι χωρίς αξιοκρατία δεν λειτουργούν οι δημοκρατικοί θεσμοί.
* O Μιχαήλ Πασχάλης είναι ομότιμος Καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης