H πρόσφατη κακοκαιρία και η έγνοια όσων έχουν ακόμα ευαισθησία για τους άστεγους και τους πρόσφυγες φέρνει στο νου κάποιους φοβερούς χειμώνες που έζησαν οι ξεριζωμένοι από τα μαρτυρικά χωριά του Κέντρους, των Ανωγείων και περιοχών του Αγίου Βασιλείου.
Μένουμε συνήθως στις δραματικές λεπτομέρειες εκείνων που έπεσαν θύματα της ναζιστικής θηριωδίας και αφήνουμε στην άκρη το Γολγοθά όσων έμειναν πίσω να προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα στα ερείπια.
Απερίγραπτη δυστυχία
Ο πρώτος χειμώνας για τους εξόριστους από τη γη τους, κύλησε υποφερτά καθώς υπήρξαν τα φιλόξενα χωριά που άνοιξαν πόρτες και καρδιές για να δώσουν λίγη ελπίδα στα θύματα της πιο φοβερής τραγωδίας που γνώρισε ο τόπος.
Άνθρωποι φιλότιμοι όμως και λάτρεις των παραδόσεων δεν μπορούσαν να δώσουν διάρκεια στα περιθώρια φιλοξενίας, παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι που τους δέχτηκαν με τόση αγάπη ποτέ δεν έδειξαν σημεία δυσαρέσκειας.
Από την άλλη πλευρά δεν γινόταν να μείνουν μακριά από τα σπίτια τους κι ας ήταν ερείπια.
Επιστροφή στα ερείπια
Αποφάσισαν λοιπόν σιγά σιγά να επιστρέψουν. Ετοίμασαν κάποια στοιχειώδη παραπήγματα και κάνοντας την καρδιά τους πέτρα αποφάσισαν να σταθούν όρθιοι κόντρα στο ρεύμα της απελπισίας που απειλούσε να τους βυθίσει στο τέλμα της απόλυτης ψυχικής φθοράς.
Περνούσε ο καιρός χωρίς το επίσημο κράτος να δείχνει διάθεση ενίσχυσης των θυμάτων αυτών ενός φρικτού παραλογισμού. Μάταια έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου κορυφαίοι του πνεύματος όπως ο δικηγόρος Μιχαήλ Παπαδάκης.
SOS για βοήθεια χωρίς ανταπόκριση
Διαβάζουμε με τον τίτλο «SOS» εφημερίδα «Εθνική Φωνή» φθινόπωρο του 1945:
«Καυμένα χωριά, Κρύα Βρύση, Άνω Μέρος, Σαχτούργια, Ροδάκινο, Κοξαρέ, Καλή Συκιά, Βρύσες, Γουργούθοι, Γερακάρι, Ανώγεια…
Τόποι τραγωδίας, οδυρμού, καταστροφής. Τόποι που μαρτυρούν μια αφάνταστη θηριωδία, τόποι καθαγιασμένοι από το αίμα εκατοντάδων μαρτύρων, το δράμα σας συνεχίζεται…
Ατέλειωτη αθλιότης επικρατεί, και πρόβλεψις νέων θυμάτων και καταστροφών είναι βεβαία. Όλος ο κόσμος και ο σύγχρονος πολιτισμός που θα έπρεπε να έχουν την προσοχή τους αμέριστα στραμμένη προς την κατεύθυνση των καμένων χωριών γιατί αν εκάησαν και κατεστράφησαν από τους βάρβαρους Ούνους, ήταν γιατί ήταν οι τόποι της Εθνικής και της Συμμαχικής εξορμήσεως, ήταν οι κολυμπήθρες του Σιλωάμ εις τας οποίας αι ψυχαί έπαιρναν το αναβάπτισμα του Πατριωτισμού της ανδρείας και της αρετής απλώς τα ελησμόνησαν.
Τα παιδιά των ολοκαυτωθέντων κατοίκων των προσβεβλημένα από ανιάτους ασθενείας, περιφέρονται από χωριό σε χωριό ανέστια, και άνευ ουδεμιάς περιθάλψεως.
Οι χήρες, οι ανάπηροι και όσοι επέζησαν από τους κατοίκους, έχτισαν πρόχειρες ξερολιθιές, άθλιες και ελεεινές και μέσα εκεί θα τους εύρει ο χειμώνας.
Κι έτσι όσοι δεν σκοτώθηκαν από τους Γερμανούς, θα πεθάνουν από την αδιαφορία και την εγκληματική εγκατάλειψη όλων εκείνων που έχουν ιερή υποχρέωση, υποχρέωση τιμής και καθήκοντος, υποχρέωση ευγνωμοσύνης αν θέλετε, να προστατεύσουν και να στεγάσουν εκείνους που τα εθυσίασαν όλα, χωρίς υπολογισμό, εις την ιδέα του Συμμαχικού Αγώνος και του πατριωτικού καθήκοντος.
Πρέπει να κινηθεί κάθε ανθρώπινο αίσθημα τώρα που υπάρχει ακόμα λίγος καιρός. Αι εν τη Νήσω Διοικητικαί Αρχαί, πρέπει τώρα να κινηθούν προς όλας τας διευθύνσεις με όλας των τας δυνάμεις να σώσουν ότι είναι δυνατόν να σωθεί από τα καμένα χωριά.
Φροντίσετε να τους δοθεί στέγη, να διαχειμάσουν διότι ο επερχόμενος χειμώνας, θα τους σκοτώσει Ύστερα κάθε μέριμνά σας θα είναι εντελώς περιττή…».
Ο Μιχαήλ Παπαδάκης τα έγραψε αυτός και τα άκουσε. Άκρα του τάφου σιωπή από το επίσημο κράτος…
Σε απόγνωση και τα άλλα θύματα πολέμου
Σε άθλια κατάσταση ήταν και οι απόγονοι των θυμάτων πολέμου. Χαρακτηριστική η επιστολή του προέδρου της Ένωσης Θυμάτων Κατοχής Νικόλαου Ανδρουλιδάκη, που κάνει έκκληση στον Νομάρχη, τον δήμαρχο και κάθε ανθρωπιστική οργάνωση για να δοθούν βοηθήματα σε τρόφιμα, ρούχα και χρήματα. Η κατάσταση όλων αυτών των ανθρώπων άγγιζε τα όρια της απόλυτης εξαθλίωσης.
Έφθασε ο χειμώνας, για να δικαιώσει τις ανησυχίες των ελαχίστων που νοιάζονταν για τους πρόσφυγες.
Ιδιαίτερα για το Άνω Μέρος η εφημερίδα «Εθνική Φωνή» αναφέρει:
Φρικτό το δράμα του Άνω Μέρους
«Το δράμα του Άνω Μέρους είναι φρικτόν. Ανάπηροι του Αλβανικού πολέμου, χήρες, ορφανά, ράκη κυριολεκτικά και συντρίμμια φοβερά του πολέμου, ζουν μέσα σε πρόχειρα σπίτια, χωματόσκεπα, που δεν συγκρατούν ούτε τον αέρα να μπαίνει μέσα, χωρίς πόρτες, και παράθυρα με δεματιές μόνον στα κουφώματά τους, πλέουν μέσα στις λάσπες και στα νερά των βροχών που πλημμυρίζουν τα υπόγεια αυτά από παντού. Ο τύφος και η πνευμονία, ο πυρετός και η ψώρα, μαζί με την παντελή στέρηση τροφίμων ακόμη και του ψωμιού, ανέλαβον να συμπληρώσουν το έργον της καταστροφής που άρχισε ο κατακτητής τον Αύγουστο του 1944.
Κι όμως αυτοί οι άνθρωποι εθυσιάστηκαν υπέρ της ελευθερίας, και καθαγίασαν των αγώνα υπέρ αυτής με την νίκη.
Πρέπει να μη δοθεί άλλη παράταση εις το μαρτύριόν τους αυτό άλλως είναι ως να τους καταδικάζουμε μόνοι μας εις θάνατον…».
Μεγάλα θύματα τα παιδιά
Μεγαλύτερα θύματα των καταστάσεων τα παιδιά. Ιδιαίτερα εκείνα που φιλοξενήθηκαν στη Σχολή Ασωμάτων σε μια δομή με τον τίτλο «Παιδική Στέγη Ασωμάτων».
Για τις συνθήκες διαβίωσης μας πληροφορεί μια σπαρακτική επιστολή του Διευθυντή της Στέγης Σταμάτη Ρολόγη.
Ο επιστολογράφος αφού αναφέρεται στα όποια θετικά προσφέρει ο χώρος στα δυστυχισμένα παιδιά κάνει έκκληση σε κάθε φιλάνθρωπο για βοήθεια.
«Ελάτε εσείς, αναφέρει μεταξύ άλλων, οι φιλάνθρωποι Έλληνες, είτε στην Ελλάδα βρίσκεσθε είτε στο εξωτερικό. Το φιλεύσπλαχνο αυτί σας ας ακούσει και το μάτι σας το φιλάνθρωπο ας δει:
Τα δικά σας τα μικρούλια ντυμένα καλά δεν κρυώνουν το χειμώνα, όμως τα δικά μας εδώ παιδιά των ηρώων που πέθαναν για τη λευτεριά μας δεν έχουν παλτό. Τα δικά σας φοράνε μάλλινες κάλτσες και γερά παπούτσια. Τούτα δω όμως είναι ξυπόλυτα.
Τ’ αγγελούδια σας έχουν το φροντισμένο ολόμαλλο κρεβάτι, ζεστό ζεστό, ολοκάθαρο και αναπαυτικό. Τα άμοιρα θύματά μας εδώ έχουν ένα αχυρένιο -χάρτινο- με φύλλα στρώμα με μια κουβέρτα της φιλανθρωπία κι αυτή και τρυπώνουν εκεί και θα κρυώνουν τα άμοιρα και θα τρέμουν το χειμώνα.
Τα χαϊδεμένα σας έχουν Σχολείο με εποπτικά μέσα, με καλά καθίσματα, με όλα τα απαραίτητα. Για δες τε όμως τα ορφανά μας. Κάτι παλιοί πάγκοι, ένας ξεθωριασμένος μαυροπίνακας, ένα παλιό κουτσό τραπέζι για την έδρα του δασκάλου. Αυτά είναι τα μόνα έπιπλα, τα μόνα μέσα που η διδακτηριακή φροντίδα διαθέτει για το σχολειό τους και μια αίθουσα πενιχρή και ακατάλληλη κι ανεπαρκής.
Ακόμα όμως… Τα δικά σας βλαστάρια έχουν την πέτσινη τσάντα τους που φυλάσσει τα καθαρά καινούργια αλφαβητάρια, τα τετράδια και τα άλλα χρειώδη του μαθητή. Όμως τα δύστυχα τα παιδιά μας δεν έχουν πώς να αγοράσουν βιβλία, μια πλάκα, ένα κονδύλι.
Ποιος θα τους τα αγοράσει;
Ο αγαθός νοικοκύρης προστάτης τους πήγε στο θυσιαστήρι της μεγάλης θυσίας κείνης που θεμελίωσε τη Νίκη και τη Λευτεριά. Δεν έχουν αυτά τώρα σε ποιόν να δώσουν την περίφημη «σημείωση» του δασκάλου που γράφει τα βιβλία που τους χρειάζονται. Τα δικά σας έχουν πατέρα. Τούτα είναι ορφανά…».
Και ο Ρολόγης τελειώνει με τη θερμή παράκληση για «…χορηγία κλινοσκεπασμάτων, παλτών, ρούχων και παπουτσιών για τα εκατόν εξήντα -διακόσια είναι όλα- όλα τα συμπαθή θύματα αυτά που αποζητούν περήφανα μια ευγενική χειρονομία αγάπης…».
Πέρασαν πολλά οι άμοιροι εκείνοι με αρρώστιες, πείνα, κακουχία. Κι όμως κατάφεραν να σηκώσουν κεφάλι κόντρα στη σκληρή τους μοίρα και να αναστήσουν τα χωριά τους από τα ερείπια. Κι εκείνα τα παιδιά που είχαν συνηθίσει και το διασκέδαζαν βλέποντας τα ζωύφια να επιπλέουν στο πιάτο με τα όσπρια που τους σέρβιραν για φαγητό, είναι οι σημερινοί επιστήμονες που έκαναν το Ρέθυμνο περήφανο με την προκοπή τους.
Τελικά ποτέ αυτή η χώρα δεν είχε αναπτύξει μια σωστή προνοιακή πολιτική… Όλα τα άφηναν για τους φιλανθρώπους και τους κοινωνικά ευαίσθητους να βοηθήσουν με ή χωρίς σκοπιμότητα.
Πολλά δημοσιεύματα στις εφημερίδες της εποχής μετά τον πόλεμο το επιβεβαιώνουν. Και μας γεμίζει δέος η αφάνταστη ψυχική δύναμη των θυμάτων του Κέντρους και των άλλων μαρτυρικών χωριών που πέρα από τους ήρωες που αντίκρισαν το εκτελεστικό απόσπασμα, δίδαξαν αξιοπρέπεια κάτω από συνθήκες που οι σημερινοί άνθρωποι ούτε μπορούν να διανοηθούν. Και είναι άξιοι του απέραντου θαυμασμού και σεβασμού μας σε καθημερινή βάση και όχι μόνο στις επετείους που με ένα στεφάνι νομίζουμε ότι κάναμε το χρέος μας απέναντί τους.