Από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης οι πανούργοι δανειστές δούλευαν συστηματικά για να φτάσει η χώρα στο σημερινό αδιέξοδο. Τα ελαττώματά μας ήταν η καλύτερη εγγύηση ότι μακροπρόθεσμα τα κέρδη τους θα πολλαπλασιάζονταν.
Πόνταραν στη νοοτροπία μας και δεν έπεσαν έξω. Για να επιβιώσουμε 400 χρόνια κάτω από τον τουρκικό ζυγό αποκρύπταμε εισοδήματα, αρχίσαμε το αλισβερίσι με τους φορατζήδες και επινοούσαμε τρόπους να γλιτώνουμε τα χαράτσια. Με το πεσκέσι και το ρουσφέτι κάναμε τη δουλειά μας. Ζηλέψαμε τη ζωή του αγά και του πασά για το ραχάτι και την καλοζωία, όχι για τις διοικητικές τους ευθύνες. Το κακό είναι ότι συνεχίζουμε σήμερα το ίδιο βιολί σα να νιώθουμε ακόμη υπόδουλοι και μάλιστα χωρίς δικό μας φταίξιμο.
Στα 200 περίπου χρόνια ελεύθερου βίου δεν κάναμε καμία ουσιαστική προσπάθεια να απαλλαγούμε από την ανατολίτικη νοοτροπία μας (ούτε τώρα που φορέσαμε το κουστούμι του Ευρωπαίου). Οι εκάστοτε κυβερνώντες δεν επένδυσαν στις αρετές του Έλληνα, κυρίως στο επιχειρηματικό του δαιμόνιο, για την ανάπτυξη μιας εύρωστης οικονομίας και τη δημιουργία εγχώριου πλούτου. Αντίθετα, καλλιέργησαν τα ελαττώματά του για να «κυβερνούν».
Οι δανειστές ήξεραν πως οι λίγοι θα άρπαζαν τα λεφτά (για να ζουν σαν αγάδες και πασάδες), ενώ η χώρα θα βούλιαζε σιγά σιγά στα χρέη και θα έπεφτε στα δόντια τους. Με το φτηνό χρήμα (0,5% επιτόκιο) άρχισε η φρενίτιδα τής σπατάλης (εορτοδάνεια, διακοποδάνεια, καταναλωτικά δάνεια κάθε είδους, κτλ.).
Όπως ήταν αναμενόμενο, ένα μεγάλο κομμάτι από τα δανεικά, αν όχι το μεγαλύτερο, κατασπαταλήθηκε σε μαζικούς και κατά κανόνα αναξιοκρατικούς διορισμούς ομοϊδεατών, συγγενών, φίλων και ημετέρων στο αντιπαραγωγικό δημόσιο που γιγαντώθηκε με τις κρατικοποιήσεις τραπεζών, μέσων μεταφοράς κτλ. για να εκκολαφθεί, εκτραφεί, εξασφαλιστεί η εκλογική πελατεία και να ισχυροποιηθεί το πελατειακό κράτος με τις οθωμανικές του δομές. Η αποβιομηχάνιση τής χώρας είχε ήδη αρχίσει και έτσι φυσικά η αποδόμησή της.
Μήπως έπιασαν τόπο οι επιδοτήσεις αγροτικών προϊόντων; Ακόμη και ο απονήρευτος μικροκαλλιεργητής δήλωνε ανύπαρκτα ελαιόδεντρα για να παίρνει παχυλές επιδοτήσεις και να αγοράζει τζιπ πολυτελείας και σκάφη αναψυχής, όχι γεωργικά μηχανήματα για να βελτιώσει την παραγωγή του, που θεωρούσε ασύμφορη εξ αιτίας των κυβερνητικών πολιτικών .
Ούτε βέβαια και τα «πακέτα» δισεκατομμυρίων ευρώ, που προορίζονταν για αύξηση τής παραγωγικότητας και επιχειρηματικότητας με στόχο τη σύγκλιση τής ελληνικής οικονομίας με τις άλλες οικονομίες της Ε.Ε., είχαν καλύτερη τύχη. Κατά πάγια τακτική του ελληνικού κράτους από τη σύστασή του, η όποια εξωτερική βοήθεια πήγαινε στους παρατρεχάμενους, κομματικούς στρατούς, στη διατήρηση των προνομίων και στο καλό γρασάρισμα της κρατικής μηχανής.
Έτσι όχι μόνο δεν αυξήθηκε η παραγωγικότητα αλλά και συρρικνώθηκε. Τα «πακέτα» άρχισαν να λιγοστεύουν, ο δανεισμός (με 6%) να αυξάνεται και το εθνικό χρέος να παίρνει τερατώδεις διαστάσεις.
Όσες ευθύνες είχαν οι πιστωτές που συνέχισαν να μας δανείζουν, ενώ έβλεπαν ότι η χώρα όδευε προς τη χρεοκοπία (κυρίως με δική τους υπαιτιότητα), άλλες τόσες και ασφαλώς περισσότερες είχαν οι κυβερνήσεις που έβγαιναν συνέχεια στις αγορές για δανεικά και όταν τελικά συνάντησαν ανυπέρβλητα εμπόδια στράφηκαν προς τους «θεσμούς» και υποθήκευσαν τη χώρα (λες και ήταν περιουσία τους).
Μεγάλες ευθύνες βαρύνουν ωστόσο και εμάς τους υπόλοιπους για τον τρόπο που ψηφίζαμε και καταναλώναμε προϊόντα εισαγωγής (με δικά μας κατ’ επίφαση χρήματα). Βλέπαμε κάθε φορά το τυρί και όχι τη φάκα. Δανειζόμασταν ξέφρενα για να καταναλώνουμε και να στηρίζουμε τις βιομηχανίες των δανειστών ενώ ταυτόχρονα καταχρεωνόμασταν. Τόσο οξυδερκείς, διορατικοί και προνοητικοί ήμασταν (κυβερνώντες και κυβερνώμενοι) που σήμερα «τσιρίζουμε» (αντί να τρίβουμε τα χέρια από ικανοποίηση για την οικονομική ανάπτυξη τής χώρας). Αν βράζουμε στο ζουμί μας είναι γιατί δώσαμε στους άλλους (ξένους και ντόπιους αφέντες) τα ξύλα και τον αναπτήρα.
Τι περιμένουμε λοιπόν από τους δανειστές τώρα που ο κόμπος έφτασε στο χτένι; Να ενστερνιστούν τον ανθρωπισμό του Μενάνδρου, όπως τον εκφράζει ο Ρωμαίος Τερέντιος («homο sum. humani nihil a me alienum puto”, δηλ. είμαι άνθρωπος και τίποτα το ανθρώπινο δεν θεωρώ ξένο); Περισσότερο τους ταιριάζει ο λόγος του Πλαύτου («lupus est homo homini», ο άνθρωπος είναι λύκος για το συνάνθρωπό του).
* Οδυσσέας Τσαγκαράκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης