Από καιρού εις καιρόν διαβάζομε στον τοπικό τύπο προσκλήσεις με αποδέκτες αποφοίτους της Μέσης Εκπαίδευσης. Πρόκειται για πρόσκληση μιας ευκταίας ευτυχούς συνάντησης, με σκοπό τις νοσταλγικές αναπολήσεις από τα μαθητικά χρόνια και με τη συμμετοχή όσον είναι δυνατόν περισσότερων συμμαθητών.
Συνήθως πρόκειται για ομοταξίες αποφοίτων των προσφάτων δεκαετιών, όπως του ’80 και του ’90 είτε το πολύ του ’70. Οι έχοντες την πρωτοβουλία εκείνοι που προγραμματίζουν τις συναντήσεις, έχουν καθώς φαίνεται την εντύπωση, ότι η χρονική απόσταση είναι τεράστια και οι αναμνήσεις… συναρπαστικές, επομένως εξ’ αντικειμένου, επιβάλλεται, να πραγματοποιηθούν.
Ωστόσο αυτές οι συναντήσεις των νεότερων γενεών μεταφέρουν σ’ εμάς τους κατοχικούς και πολύ παλαιότερους, συνειρμικά, σκέψεις ακαθόριστες, μελαγχολικές και επώδυνες. Είναι αδύνατον να αισθανθεί και να κατανοήσει ο απόφοιτος των προσφάτων δεκαετιών, εκείνο το ζοφερό κλίμα με τις εκατοντάδες εκτελέσεις στα χωριά, και άλλα εγκλήματα φρικιαστικά και ακατανόμαστα. Εκείνην την εφιαλτικήν περιρρέουσαν ατμόσφαιρα, τις άθλιες, δυσβάστακτες συνθήκες με τους αξεπέραστους φόβους της Γερμανικής Κατοχής και τη διαρκή στέρηση. Μέσα σ’ ένα τρισάθλιο σχολικό περιβάλλον μάθαμε γράμματα, οι απόφοιτοι του 1944-1945, ενώ την ίδια ώρα βλέπαμε, να πέφτουν λιπόθυμα δίπλα μας πολλά παιδιά από ασιτία. Αλησμόνητες και φρικτές οι εικόνες μετά τους ανελέητους βομβαρδισμούς. Το Ρέθυμνο παρουσίαζε μιαν όψη τρισάθλια και αποκρουστική. Παντού αντίκριζες υπολείμματα από κατεστραμμένα, κατεδαφισμένα κτήρια. Από τα περισσότερα σπίτια είχαν απομείνει μόνο συντρίμμια και χαλάσματα.
Συνέβη τότε ένα συναρπαστικό, συγκινητικό φαινόμενο. Υπήρξε ένα θαύμα, ότι οι δύο εκκλησίες όπως εκείνη της Αγίας Βαρβάρας και ο μητροπολιτικός Ναός των Εισοδίων έμειναν σώες και αλώβητες ανάμεσα στα γκρεμισμένα κτήρια. Από τα άχρηστα υλικά, που προέρχονταν από τις κατεδαφισμένες οικοδομές (σοβάδες, πέτρες, χώματα, ξύλα, τούβλα) οι δρόμοι είχαν γίνει δύσβατοι. Διαδρομή δυσπρόσιτη. Ανεβοκατεβαίναμε πάνω στα μπάζα και τα φύρδην-μίγδην αντικείμενα, για να φτάσομε στο σχολείο.
Εξ’ άλλου σ’ αυτήν την βιβλική καταστροφή και τον όλεθρο προσέθεταν και συνέτειναν στο αποτρόπαιο θέαμα και τα πεταμένα στους δρόμους κάθε λογής εμπορεύσιμα προϊόντα. Από υφάσματα και δέρματα μέχρι τρόφιμα, ακόμα και ποικίλα πανάκριβα είδη, για τον εξής λόγο: Οι αλεξιπτωτιστές, όσοι επέζησαν της πολύνεκρης μάχης, απολάμβαναν από το Χίτλερ προνομιακής μεταχειρίσεως. Αυτή η επιλεκτική προσφορά που τους έδινε, ευνοιοκρατικά απεριόριστα στα δικαιώματα, μοναδική καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, η «κάρτα μπιάνκα» όπως λέγεται σημαίνει αχαλίνωτη ασυδοσία, υπογραφή εν λευκώ, απόλυτη πληρεξουσιότητα. Να ενεργούν δηλαδή οι κατακτητές εξ’ ιδίας πρωτοβουλίας, να κάνουν ότι θέλουν ατιμώρητοι. Με τυφλό μίσος οι Γερμανοί και με παράφορη οργή έσπαγαν τις πόρτες των μαγαζιών και πετούσαν έξω τις πραγμάτιες. Όμως μαζί με τους Γερμανούς «ευκαιρίας δοθείσης» έπεσαν με τα μούτρα στο πλιάτσικο και άρπαζαν, ότι κι όσο ήθελαν και οι ντόπιοι κάτοικοι της lumben διαστρωμάτωσης. Η λεηλασία υπήρξε καθολική και ασύλληπτη. Μετά από καιρό άρχισαν να επανέρχονται στην έρημη πόλη, από τα χωριά, που είχαν καταφύγει αναζητώντας ασφάλεια και προστασία και από τις σπηλιές, και τα βουνά οι νοικοκυραίοι κάτοικοι της πόλης. Είχαν την ελπίδα ότι θα τα βολέψουν. Αλλά οι συνθήκες ήταν δυσβάστακτες, η ζωή στερημένη. Τα τρόφιμα είχαν εξαφανιστεί και τα μπακάλικα πουλούσαν μόνο μαλοτήρα και φασκόμηλο. Οι Ρεθεμνιώτες αγωνίζονταν να κρατηθούν στη ζωή με νύχια και με δόντια. Με λίγο λάδι ή όπρια, που θα ‘βρισκαν στα χωριά, αν είχαν συγγενείς. Έτσι η κατοχική στέρηση συνεχιζόταν για μέρες και για μήνες.
Εξάλλου πλήθος Γερμανών κυκλοφορούσε στους δρόμους με τα μάτια γεμάτα μίσος. Αν τους κοιτούσε κάποιος από περιέργεια είναι σίγουρο, ότι θα δεχόταν μια ανελέητη κλωτσοπατινάδα. Ποιός όμως θα τολμούσε να τους κοιτάξει, είτε να καθίσει στο καφενείο δίπλα τους; Τα καφεζαχαροπλαστεία γέμιζαν ασφυκτικά με Γερμανούς φαντάρους. Άμα νύχτωνε η κυκλοφορία στους κατασκότεινους δρόμους απαγορευόταν. Η μετακίνηση και η επικοινωνία ήταν δύσκολη και οι καιροί χαλεποί. Τα σπίτια κλειδαμπαρωμένα. Μόνο οι Γερμανοί βρίσκονταν τη νύχτα σε κίνηση στους δρόμους μεθυσμένοι και ωρυόμενοι με φωνές στεντόρειες.
Είναι αδύνατον ένας σημερινός πολίτης, να μεταφέρει στη φαντασία του τη θλιβερή εποχή της Κατοχής, τις στερήσεις εκείνης της «Μεγάλης νύχτας», όπως την αναφέρει στο βιβλίο του ο αείμνηστος στρατηγός Ελευθέριος Παπαγιαννάκης.
Αρχής γενομένης από το ψωμί, ένα ουσιώδες φαγώσιμο είδος, αναγκαίας διατροφικής αξίας, που κατάντησε είδος πολύτιμο, σπάνιο και δυσεύρετο, εφόσον όλοι οι φούρνοι στο Ρέθυμνο ήταν κλειστοί. Δε λειτουργούσε κανένας, εκτός από έναν που είχε επιτάξει η Kreiscomantatur (Η Γερμανική Διοίκηση). Ήταν ο φούρνος του Σφηνιά στην οδό Βερνάδου και ήταν ο μοναδικός. Έψηνε ψωμί αποκλειστικά και μόνο για το Γερμανικό στρατό. Ψωμί στην αγορά δεν υπήρχε, ούτε μαύρο ούτε λευκό, ούτε φρέσκο, ούτε μπαγιάτικο. Ο ρεθεμνιώτης της Κατοχής υπέμενε καρτερικά και συνήθως κατέφευγε στα χωριά, σαν μια ύστατη ελπίδα σωτηρίας. Ηταν ένα θέαμα οδυνηρό να βλέπεις να κυκλοφορούν στους δρόμους άνθρωποι χλωμοί, κάτισχνοι και ωχροί από την έκδηλη ασιτία.
Η παντελής έλλειψη τροφίμων στην αγορά ήταν μια κατάσταση απελπιστική και αξιοθρήνητη. Αλλά κι αν έβρισκες, τα λεφτά είχαν γίνει κουρελόχαρτα. Όλα τα ζώα τα προορισμένα για σφαγή τα ‘χε εντοπίσει στα χωράφια η Κομαντατούρ. Ήταν καταγεγραμμένα και μαρκαρισμένα από το στρατό Κατοχής. Η πώλησή τους απαγορευόταν ως παράνομη, όμως και πολλά τα έκρυβαν και τα πουλούσαν στη μαύρη αγορά σε υπέρογκες τιμές. Το ίδιο συνέβαινε και με τα ψάρια. Οι Γερμανοί είχαν επιτάξει τις τράτες, τα γρι – γρι και τα παραγαδιάρικα, με την αυστηρή εντολή, τα ψάρια προορίζονται αποκλειστικά και μόνο για το Γερμανικό στρατό Κατοχής. Σε κάθε τράτα επέβαινε και ένας Γερμανός.
Τα κασαπιά στη Μεγάλη Πόρτα ήταν κλειστά. Καμιά φορά έσφαζε ο Πλαστέρας κανένα αρνί, οπότε γινόταν χαμός. Ο κόσμος έτρεχε, να προφτάσει «πατείς με πατώ σε» και μέσα από αυτό το ασυγκράτητο πλήθος, όποιος πρόφταινε.
Αυτή η μακροχρόνια παντελής έλλειψη, από τα βασικά και πολλά άλλα είδη τροφίμων (ζυμαρικά, ρύζι, όσπρια) είχαν φέρει τους ρεθεμνιώτες σε απόγνωση. Το συνηθισμένο έδεσμα ήταν οι χορτοκεφτέδες, δηλαδή κεφτέδες ζυμωμένοι με χόρτα, αυγά, πατάτες, κολοκύθια κ.λπ. Φαγώσιμα αγριόχορτα ήταν σχεδόν όλα, ακόμα και οι τσουκνίδες, οι μαντιλίδες οι μολόχες κ.λπ.
Όλοι γνωρίζουν σήμερα ότι από το καρπό του καλαμποκιού εξάγεται αλεύρι και λάδι, ενώ από το βλαστό χαρτί και νήματα. Ποιός γνωρίζει όμως ότι από το καβουρντισμένο καλαμπόκι και τα ρεβύθια, παρασκευάζεται ένα απροσδιόριστης γεύσης και υποδεέστερης ποιότητας είδος καφέ;
Συγκοινωνιακά μέσα στην Κατοχή δεν υπήρχαν άλλα εκτός από τα γαϊδουράκια και τα μουλάρια. Οι αγρότες έφταναν στην πόλη μ’ αυτά και τα σταύλιζαν σε τρία χάνια. Στου Αβάτζου, στου Κατριτζή και στου Μποτόνη. Οι δύο αγορές ασφυκτιούσαν από την κυκλοφορία των υποζυγίων και η δυσοσμία στην ατμόσφαιρα ανυπόφορη από τα αποπατήματα.
Τα γαϊδουράκια ήταν το μοναδικό συγκοινωνιακό μέσο. Ήταν το γιοταχί της εποχής. Οι «γιοταχήδες» τα φιλοξενούσαν σε σώχωρα, σε αποθήκες ακόμα και σε πλυσταριά, είτε όπου βόλευε και καμιά φορά μαζί με χοίρους. Πολλοί ρεθεμνιώτες συντηρούσαν κουνέλια στις ταράτσες, κατσίκες στα μπαλκόνια, ενώ οι κότες κυκλοφορούσαν ελεύθερες στα στενά. Όλα αυτά τα οικόσιτα ζώα έλυναν μέχρι ενός σημείου το ζωτικό πρόβλημα της διατροφής.
Το χειμώνα του 1942-43 η κάθε μέρα περνούσε στο σπίτι χωρίς ψωμί. Ο πατέρας ανησυχούσε έντονα και δικαιολογημένα για μας τα παιδιά, έβλεπε ότι αυτή την αξιοθρήνητη κατάσταση να επιδεινώνεται συνεχώς και να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο με το φτωχό, καθημερινό φαγητό ανεπαρκές, και να ‘ναι αμ’ έπος αμ’ έργον πήρε τη μεγάλη απόφαση. Νοίκιασε ένα μουλάρι και βρήκε μια ικανοποιητική ποσότητα αλάτι. Πήρε και όλη την ποσότητα κινίνου, που βρισκόταν στο φαρμακείο και ξεκίνησε αξημέρωτα για τη Μεσαρά. Το κινίνο ήταν το δραστικό φάρμακο για τους ελώδεις πυρετούς (ελονοσία) οι οποίοι μάστιζαν τότε τη Μεσαρά. Σε λίγες ημέρες ο πατέρας επέστρεψε πεζός, σε όλη τη διαδρομή, με το μουλάρι κατάφορτο με καρπό (στάρι, κριθάρι) αλλά και κρεμμύδια και όσπρια, με τα οποία βολευτήκαμε για πολλούς μήνες.
Κάτω από αυτές τις άθλιες συνθήκες πηγαίναμε στο σχολείο. Στα διαλείμματα αγοράζαμε με το πληθωριστικό χρήμα πιττάκια από χαρούπι πασπαλισμένα με λίγο σουσάμι. Η αναγκαστική διδασκαλία και παράδοση των μαθημάτων από τους καθηγητές ήταν υπεράνω των περιορισμένων δυνάμεων και της φυσικής αντοχής τους. Παρακάλεσαν τότε τους γονείς, μέσω ημών, για μια προαιρετική, άτυπη προσφορά σε είδος και οι γονείς ανταποκρίθηκαν, όσον τους ήταν τούτο εφικτό: «Ό,τι προαιρείσθε».
Τα περισσότερα παιδιά απ’ ό,τι θυμάμαι έφεραν λάδι, άλλα προσέφεραν όσπρια, κρεμμύδια, πατάτες, στάρι. Κριθάρι. Ο λεγόμενος Αλατσάς που είχε το μονοπώλιο του άλατος έδωσε στο γιό του κι έφερε αλάτι. Τα παιδιά των κτηνοτρόφων έφεραν τυριά, των περβολάρηδων λαχανικά, αλλά και οι χοχλιοί και τα αγριόχορτα ήταν ευπρόσδεκτα. Σε πολλές περιπτώσεις τα παιδιά δεν είχαν τίποτα να φέρουν.
Την ευθύνη της παραλαβής, της συγκέντρωσης και της αποθήκευσης των τροφίμων την είχε αναλάβει ο αλησμόνητος καθηγητής Μιχάλης Τυράκης, καταγόμενος από εύπορη οικογένεια του Φουρφουρά και ο ίδιος το διένειμε στους συναδέλφους του ακριβοδίκαια. Όμως όπως και να ‘χει το πράγμα, οι προαιρετικές, φιλότιμες αυτές προσφορές των γονιών ήταν ανεπαρκείς, οι ανάγκες ανικανοποίητες. Τα τρόφιμα κάποτε εξαντλήθηκαν. Τότε ο σύλλογος των καθηγητών κατέφυγε στην έσχατη διέξοδο. Απευθύνθηκε στη Μονή Πρέβελη, παρακάλεσε και ικέτευσε τον μακαριστό Ηγούμενο Αγαθάγγελο για μια σωτήρια, υλική ενίσχυση. Ο Ηγούμενος ανταποκρίθηκε άμεσα και εντυπωσιακά. Κάποια μέρα σ’ ένα διάλειμμα αντικρίσαμε έκπληκτοι, να καταφθάνει ένα καραβάνι από επτά γαϊδουράκια δεμένα στη σειρά και κατάφορτα να εισέρχονται…. εν πομπή και παρατάξει από την καγκελόπορτα του σχολείου με τη συνοδεία τριών Μοναχών. Το πανηγύρι που ακολούθησε δεν περιγράφεται.
Η υποδοχή των υποζυγίων υπήρξε αποθεωτική. Η θέα των φορτωμένων ζώων να εισέρχονται με απαράδεκτη, κραυγαλέα θρασύτητα στο τέμενος της παιδείας, ξεσήκωσε θύελλα. Έγινε χαλασμός. Φωνές στεντόρειες, επευφημίες, ζητωκραυγές. Σωστό πανδαιμόνιο. Τα παιδιά τα χάιδευαν, τα φιλούσαν, τραβούσαν τα αφτιά τους. Όλοι οι καθηγητές είχαν βγει έξω. Έβλεπες τα πρόσωπά τους λαμπερά και πασίχαρα. Η καθηγήτρια Α.Π. έκλαιγε. Όλων εκείνων των ανεπίληπτων, καθηγητών μας των αλτρουιστών, των ανιδιοτελών, των αλύγιστων παρ’ όλες τις συμφορές, τις αντιξοότητες και τις άθλιες, φρικτές συνθήκες της γερμανικής κατοχής, η μνήμη τους θα μείνει για πάντα στις καρδιές μας. Τους οφείλουμε αιώνια ευγνωμοσύνη! Το «ευ ζην»! Από τα 27 παιδιά του Λυκείου που αποφοιτήσαμε μέσα στη Κατοχή έπεσαν κατά τον Εμφύλιο τέσσερα. Ο Γρηγόρης Παναγιωτάκης, ο Μανόλης Σοφουλάκης, ο Στέφανος Μαυροματάκης και ο Μανόλης Μουράκης. Ο Στέλιος Λιονής σκοτώθηκε σε ατύχημα. Από τα υπόλοιπα 23 είμαστε εν ζωή μόλις τα επτά (7)! Ένας βρίσκεται και μόνο στο Ρέθυμνο, ο γεωπόνος Βασίλης Μαράκης, ζωή να ‘χει.
Πολλά οφείλουμε οι επιζώντες απόφοιτοι του 1943-44 στους αξέχαστους αείμνηστους καθηγητές μας. Όλοι τους με αρίστη, ζηλευτή μόρφωση, με ήθος και με χρηστότητα. Αυστηροί και αδέκαστοι, αλλά αμερόληπτοι. Είχαν μεγάλη ικανότητα να μεταδίδουν τη γνώση με τρόπο εύληπτο και κατανοητό. Εκτός από τη σχολική χρονιά του Ελληνοϊταλικού Πολέμου 1940-41, που δεν λειτούργησαν τα σχολεία, σε όλες τις άλλες τις κατοχικές οι καθηγητές ουδενός εξαιρουμένου, με φιλεργία και φιλοπονία παρέμειναν στις θέσεις τους. Εν αγαστή συνεργασία και ουσιαστική σύμπραξη στάθηκαν ακλόνητοι επί των επάλξεων. Παρά τις εφιαλτικές συνθήκες και την εξαθλίωση της κατοχής ήταν αδιανόητο γι’ αυτούς ν’ αφήσουν το μετερίζι, να κλείσει το σχολείο και να τη βολέψουν σε κάποιο χωριό. Τους ήταν εύκολο διότι αν το επιχειρούσαν, δεν θα υπήρχαν συνέπειες. Τη γερμανική διοίκηση ποσώς την ενδιέφερε η ελληνική παιδεία. Σημειωτέον ότι τα Σάββατα και απογεύματα δεν υπήρχε τότε αργία.
Κάθε τιμή στη μνήμη τους. Υπέφεραν τα πάνδεινα. Υπέμειναν αδιαμαρτύρητα με εγκαρτέρηση τη στέρηση και όλες τις συμφορές της Κατοχής ουδόλως φροντίζοντας το σαρκίο τους, για να μην μας αφήσουν να μείνουμε αγράμματοι, απαίδευτοι, ακαλλιέργητοι, κούτσουρα. Η υποδειγματική ευσυνειδησία τους και το φιλότιμό τους σήμερα τυγχάνουν είδη από τα ουσιώδη εν ανεπάρκεια.
Η ευγνωμοσύνη μας αιδώς η οφειλή ύψιστη, το χρέος μας ιερό!
Πρακτικό Λύκειο Ρεθύμνου
Τάξη Στ’ (1943-1944)
Καθήμενοι
1. Γιώργος Δαμβουνέλης
3. Γιώργος Σταυγιανουδάκης
4. Στέφανος Μαυροματάκης
5. Μενέλαος Κοκκινάκης
6. Γιώργος Καναβάς
7. Νίκος Σκαντζιδάκης
Όρθιοι
9. Άγης Σιγανός
11. Στέλιος Λιονής
12. Μανόλης Σοφουλάκης
13. Γιώργος Γεωργουλάκης
14 Μανόλης Κούνουπας
15. Μανούσος Μανούσακας
16. Γιώργος Κιαγιαδάκης
17. Γιάννης Κούσουλας
18. Γιώργος Σταγάκης
19. Κώστας Κακλαμάνος
21. Γιώργος Αλεξίου
22. Βασίλης Μαράκης
23. Λευτέρης Σημαντήρας
Ο εικονιζόμενος αριστερά γερμανός είναι ο λοχίας της Vermacht Luis Schipfer, Μεταφραστής της Creiscomantatur (Γερμανικής διοίκησης) και διορισμένος, ως καθηγητής γερμανικών, στο Πρακτικό Λύκειο κατά την Κατοχή, με αυθαίρετη, ετσιθελική και αμετάκλητη εντολή και παρέμβαση άνωθεν.
(Από το βιβλίο «Ποιητικά σκιρτήματα» του Μάνου Αστρινού).