Πριν πολλά χρόνια, στα χωριά του τόπου μας, η κάθε οικογένεια, προκειμένου να διαβιώσει με τις δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν, πριν και μετά την κατοχή, όφειλε να δουλεύει σχεδόν όλη την ημέρα, σε διάφορες εργασίες για να μπορέσει να διατηρηθεί στη ζωή.
Οι πλέον απαραίτητες ήταν: Να έχει λίγα πρόβατα για το γάλα, το τυρί, το κρέας κ.λπ., να έχει μια ή δυο αγελάδες για το όργωμα, τη σπορά, το αλώνισμα και ένα μοσχάρι να το εμπορευτεί. Να παράγει σχεδόν όλα τα λαχανικά για τροφή της οικογένειάς του.
Είχε βέβαια και ένα αριθμό ελαιοδέντρων χονδρολιές και έδινε πολύ ενδιαφέρον για να έχει το λάδι η οικογένεια που ήτανε το πλέον απαραίτητο για τη διατροφή της.
Σε όλα τα παραπάνω εφόσον είχε περισσότερη παραγωγή, αυτήν τον πήγαινε στην πόλη, στο εμπόριο για τις διάφορες ανάγκες.
Όμως για να ανταποκριθεί αποτελεσματικά η οικογένεια σε όλα, ήτανε απαραίτητο να έχουν και ένα γάιδαρο, που τότε ήτανε το μοναδικό μεταφορικό μέσον της εποχής.
Ένα χρονικό διάστημα δεν είχε καθόλου παραγωγή λαδιού, οπότε δίναμε και παίρνανε δανεικό από την παλιά εσοδεία και η επιστροφή γινότανε, όταν υπήρχε παραγωγή ή αγοράζανε από την πόλη με μεγάλη στέρηση χρημάτων.
Παρακαλούσανε το Θεό, να έχει βεντέμα και κάνανε τάματα να πάνε λάδι στην εκκλησία για τα κανδήλια της.
Πράγματι, τον ερχόμενο χρόνο, είχε μεγάλη παραγωγή και οι χωριανοί άρχισαν να προετοιμάζονται για το μάζεμα των ελιών. Όσοι είχανε λίγα ελαιόδεντρα, την παραγωγή την συγκέντρωνε η ίδια η οικογένεια, όμως αυτοί που τα ελαιόδεντρά τους ήτανε πολλά, οφείλανε να πάρουνε μαζώχτρες.
Η οικογένεια του κυρ Παναγιώτη είχε μικρά παιδιά και πηγαίνανε, όλα στο σχολείο. Είχε πολλά δέντρα, γι’ αυτό έφυγε πρωί-πρωί για το διπλανό χωριό, να προλάβει, να πάρει τις ίδιες μαζώχτρες που είχε την τελευταία χρονιά.
Πράγματι, συμφώνησε με τους γονείς τους, για το λάδι ή τα χρήματα που θα πάρει η κάθε μία στο τέλος του μαζέματος όλων των ελιών. Αυτές ήταν χαρούμενες που θα πάνε στο ίδιο αφεντικό. Είχε βγάλει καλό όνομα. Όταν τελειώνανε παίρνανε αμέσως τον κόπο που δουλεύανε και αυτές μετά, μαζί με την οικογένειά τους, φτιάχνανε την προίκα τους για να παντρευτούν.
Έτσι στις 20 Οκτώβρη ξεκίνησε το μάζεμα. Οι τρεις μαζώχτρες, πολύ πρωί, φύγανε με το καλάθι τους, έχοντας μέσα το φαγητό τους, δεμένο σταυρωτά σε μια σκούρα πετσέτα, κρατώντας το στον αριστερό αγκώνα του χεριού τους την ποδιά τους, δεμένη στη μέση τους και με τα πόδια τους, πήρανε το δρόμο για το λιόφυτο που το ξέρανε από τις άλλες χρονιές.
Εκεί τις περίμενε το αφεντικό, με την γυναίκα του και άρχισε το μάζεμα των ελιών με τα χέρια τους από κάτω. Ο κυρ Παναγιώτης έκανε το κουμάντο σε όλα. Άδειαζε τα γεμάτα καλάθια στα τσουβάλια για να κάνει το φορτίο, να φύγει για το σπίτι.
Το μεσημέρι καθίσανε κάτω από μια ελιά για φαγητό. Το αφεντικό έψησε με ένα κλαδί από αχινόποδια δυο φρύσσες (ρέγγες) για να δώσει και στις κοπελιές… νερό είχε φέρει από το χωριό σε μια λαήνα (στάμνα) και ένα κατσαρόλι, να πίνουν όλοι τους απ’ αυτήν.
Μετά φόρτωσε στον γάιδαρο το πρώτο φορτίο και έφυγε για το σπίτι του. Επιστρέφοντας έφυγε η κυρία Γεωργία για να ετοιμάσει το βραδινό φαγητό για την οικογένειά τους.
Όταν ο ήλιος πλησίαζε στο βασίλεμά του, φόρτωσε τις υπόλοιπες ελιές και φύγανε για τα χωριά τους. Κατά τον ίδιο τρόπο κάθε μέρα, συνέχιζε, μέχρι να τελειώσει το πρώτο μάζεμα 15-20 ημέρες.
Συναντούσανε όμως και δυσκολίες από τις βαριές καιρικές συνθήκες, οπότε οι ημέρες ήτανε περισσότερες, αλλά υπήρχε και απώλεια καρπού, που τον παρέσυραν τα νερά των βροχών.
Όταν πήρε τέλος το πρώτο μάζωμα, οι μυλωνάδες της φάμπρικας του χωριού, πήγανε και πήρανε τις ελιές από το σπίτι και άρχισε η διαδικασία να βγει το λάδι. Το βάλανε στ’ ασκιά και το μεταφέρανε στο σπίτι, να το αδειάσουν στο πιθάρι. Η κυρία Γεωργία χαρούμενη που το είδε, έβαλε κρασί στον μαστραπά και μεζέ να τους κεράσει.
Τις δώσανε ευχές να είναι καλά η οικογένειά της να το καταναλώσει.
Τους είπε όμως, να μην πίνουνε πολύ κρασί, γιατί δεν θυμάστε τι έγινε στο διπλανό χωριό, που μέθυσε ο μυλωνάς και του έφυγε από την πλάτη του, το ασκί και χύθηκε τα λάδι στο δρόμο;
Το βράδυ το μεγαλύτερο από τα έξι παιδιά τους, είπε μάνα, δε θα μας κάνεις τηγανίτες; Τώρα που έχουμε λάδι; Θα σας κάνω μόλις έρθει και ο πατέρας.
Πράγματι, έκανε αρκετές, έβαλε ένα πιάτο πετιμέζι και ένα ελιές θρούμπες στον σοφρά και καθίσανε γύρω-γύρω και φάγανε όλοι τους.
Περιμένανε μετά, να πέσουν οι ελιές για να συνεχίσει πάλι το μάζεμα. Ξαφνικά φύσηξε δυνατός αέρας και έγινε χαμόστρωμα από κάτω. Το αφεντικό αμέσως έφυγε, καβάλα στον γάιδαρό του και ειδοποίησε τις μαζώχτρες του.
Πρωί-πρωί αρχίσανε το μάζεμα. Αυτήν τη φορά, περισσότερος καρπός, περισσότερα φορτία και περισσότερες ημέρες να μαζευτούν. Επίσης είχε και πολλές θρούμπες και ψαρολιές. Γεμίσανε πολλά καλάθια που τις έβαλε η νοικοκυρά σε ένα μεγάλο και σε ένα μικρό πιθάρι με αλάτι για να διατηρηθούν. Ήτανε για την οικογένεια μοναδική τροφή με το ψωμί όταν δεν υπήρχε φαγητό. Έκανε καλές ημέρες και στο μήνα είχανε τελειώσει. Η φάμπρικα δούλευε, δυο ημέρες και νύχτες να τις τελειώσει. Το λάδι στο σπίτι και σε αναμονή να πέσουν και οι υπόλοιπες, με κανένα δυνατό αέρα, να τελειώσουν μέχρι τα Χριστούγεννα. Ακριβώς έτσι και έγινε. Αυτήν τη φορά, λιγότερες ελιές, λιγότερα φορτία και λιγότερο λάδι. Από το ελαιοτριβείο ο κυρ Παναγιώτης, έδωσε το λάδι στις μαζώχτρες που είχανε συμφωνήσει. Ευχαριστημένες από το αφεντικό τους όλες, αλλά φεύγοντας η Μαρία του είπε: Έχεις καλό γούρι και θέλουμε να μας βρεις καλούς γαμβρούς να παντρευτούμε. Της υποσχέθηκε ότι θα φροντίσει για όλες, αλλά σιγά – σιγά, όχι γαμπρό θέλω, τώρα τον θέλω;
Στη συνέχεια έδωσε το δανεικό λάδι που είχε πάρει, πήγε και στην εκκλησία για το τάμα που είχε κάνει.
Τα Χριστούγεννα είχανε πλησιάσει. Η νοικοκυρά του σπιτιού, το Σάββατο του Λαζάρου, ζύμωσε και έκανε από ένα Λαζαράκι στο κάθε παιδί και μια βασιλόπιτα για το σπίτι. Στο μέσον αυτής έβαλε ένα κλαδί ελιάς και γύρω γύρω καρύδια, φουντούκια, κάστανα, αμύγδαλα, όπως ήτανε το έθιμο και την τοποθέτηση στο τραπέζι.
Τα παιδιά το βράδυ, βγήκανε πόρτα – πόρτα στο χωριό και είπανε τα κάλαντα. Είχανε πολλά τυχερά, επειδή είχε μεγάλη εσοδεία λάδι σε όλους.
Αργότερα η παρουσίαση των δικτύων, συνετέλεσε εις την απομάκρυνση της μαρτυρικής συγκομιδής των ελιών με τα χέρια, έχοντας εξοικονόμηση χρόνου, με λιγότερες μαζώχτρες και καλύτερης ποιότητας ελαιόλαδο.
Τελειώνοντας, με λύπη, θα κάνω γνωστό τα παρακάτω: όλοι που προαναφέρω, φυσικό ήτανε να έχουν φύγει από τη ζωή.
Εμείς τα παιδιά τους, που ζήσαμε κοντά τους τη στερημένη ζωή σε όλα, και σήμερα που είμαστε σε πολύ μεγάλη ηλικία, τα θυμούμαστε και αναστενάζουμε καθ’ ότι είναι ριζωμένα μέσα μας και είναι αδύνατον να θεραπευθούν.
Βλέπουμε όμως από χρόνια τα δέντρα της χονδρολιάς να λιγοστεύουν και πλησιάζει να εξαφανιστούν. Τη διατήρηση σε μεγάλη ηλικία των γονέων και τη δική μας, την οφείλουμε εις την υγιεινή διατροφή της εποχής.
Γιατί τα δέντρα της χοντρολιάς γίνονται καύσιμη ύλη και εξαφανίζεται ο πλούτος του τόπου μας; Υπεύθυνοι υπάρχουν, αλλά σιωπούν μπροστά στο συμφέρον.
Ουδέποτε μπορεί να συγκριθεί το λάδι της χοντρολιάς με αυτό της διαβρωμένης ποικιλίας του κορωνέικου. Πολύ σωστά στον τοπικό μας τύπο, αναφέρει με κάθε λεπτομέρεια την αξίαν αυτού του δέντρου που συντελεί αποτελεσματικά εις τον ανθρώπινο οργανισμόν, ο διακεκριμένος επιστήμονας γεωπόνος κύριος Σταγάκης Ευστάθιος. Όμως η αρμόδια υπηρεσία θα πάρει θέση να σταματήσει άμεσα η καταστροφή αυτού του ευλογημένου δέντρου;
Η ελιά:
Εδώ στον ίσκιο μου από κάτω
ήρθε ο Χριστός ν’ αναπαυθεί
κι ακούστηκε η γλυκιά φωνή του
λίγο προτού να σταυρωθεί.
* Ο Γιάννης Τσακπίνης είναι απόστρατος αξιωματικός