Ένα τέτοιο βιβλίο είναι και το «Μνήμες Γεύσεις» του Παρασκευά Συριανόγλου, που παρουσιάσθηκε το απόγευμα της Τρίτης στο Σπίτι του Πολιτισμού και το οποίο ξεφεύγει από τα σύγχρονα πρότυπα του «βιβλίου μαγειρικής», προσφέροντας στον αναγνώστη πλούσιο λαογραφικό, πολιτιστικό και εικονοπλαστικό υλικό για τη ζωή στα μικρασιατικά παράλια πριν την καταστροφή του ’22 και την προσφυγιά. Παρόντες στην εκδήλωση ήταν ο δήμαρχος Ρεθύμνου, Γ. Μαρινάκης, η αντιδήμαρχος Πολιτισμού-Τουρισμού Π. Μπιρλιράκη, ο Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ.κ. Ευγένιος, αλλά και πολλοί Ρεθεμνιώτες, ανάμεσά τους και αρκετοί με μικρασιατική καταγωγή. Το ρόλο του συντονιστή είχε ο κ. Αντώνης Αραμπατζόγλου, ενώ τη βιβλιοπαρουσίαση έκανε η επίκουρη καθηγήτρια του Παιδαγωγικού Τμήματος Προσχολικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Κρήτης, Μαρίνα Τζακώστα.
«Ένα ταξίδι σ’ ένα κόσμο γεύσεων και μυρωδιών της κουζίνας της Μικρασιάτισσας νοικοκυράς»
Όσον αφορά το περιεχόμενό του, πρόκειται επί τις ουσίας για έναν μικρασιάτικο «τσελεμεντέ», με συνταγές γνωστές ή άγνωστες, μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής. Όμως θα ήταν άδικο κάποιος να το δει μόνο υπό αυτό το πρίσμα. Ο τρόπος γραφής αλλά και η γλώσσα του, παραπέμπουν σε οδηγίες, που δίνει σε δεύτερο ενικό πρόσωπο, μια Μικρασιάτισσα γιαγιά. Οδηγίες που έχουν να κάνουν όχι μόνο με τη σωστή παρασκευή των φαγητών και γλυκών, αλλά και τη συνολική διαχείριση του νοικοκυριού.
Ο κ. Αραμπατζόγλου χαρακτήρισε το βιβλίο ως «Ένα ταξίδι σ’ ένα κόσμο γεύσεων και μυρωδιών της κουζίνας της Μικρασιάτισσας νοικοκυράς». Μάλιστα, αφιέρωσε τη βραδιά στη γυναίκα της Σμύρνης. Οι Σμυρνιές, όπως είπε, ξεχώρισαν ήδη στην εποχή τους, αφού «Διαφέντευαν το νοικοκυριό τους με υπομονή, επιμονή και εκρηκτικό ταμπεραμέντο, μετατρέποντας την καθημερινή διαδικασία σίτισης σε πραγματική τέχνη, προς τέρψιν των αισθήσεων της γεύσης και της όσφρησης».
«Ξεπηδάνε μέσα απ’ αυτό, μορφές που μας είναι γνωστές όπως οι γιαγιάδες μας, οι μαμάδες μας»
Από την πλευρά της η κα Τζακώστα περιέγραψε το «Μνήμες Γεύσης» σαν ένα «Ιστορικό μυθιστόρημα, γιατί ξεπηδάνε μέσα απ’ αυτό, μορφές που μας είναι γνωστές όπως οι γιαγιάδες μας, οι μαμάδες μας». Επίσης λόγω της ανάδυσης διαλεκτικών-γλωσσικών στοιχείων «Θα μπορούσε ν’ αποτελέσει μια πηγή για τους μελετητές των διαλεκτικών ιδιωμάτων της Μ. Ασίας». Σύμφωνα με την ίδια, το βιβλίο αποτελεί έναν «θησαυρό γεύσεων» από τα Δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας κι όχι μόνο. Στη συνέχεια αναφέρθηκε στη συνεισφορά του μικρασιατικού «τσελεμεντέ», ο οποίος με τον ερχομό των προσφύγων στον ελλαδικό χώρο έκανε τον αντίστοιχο ελληνικό, πλουσιότερο.
Στις 30 πρώτες σελίδες του βιβλίου παρέχονται πολλές σημαντικές πληροφορίες για το πώς διαμορφώθηκε η Μικρασιατική κουζίνα αλλά και πώς αργότερα, κατά την κα Τζακώστα, η ίδια «Επηρέασε την Ευρωπαϊκή». Δίνονται επίσης στοιχεία για τον διατροφικό πλούτο, τις συνήθειες της Ανατολής, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ημί-αστικού μικρασιάτικου σπιτιού αλλά και τον ιδεότυπο της Μικρασιάτισσας γυναίκας, η οποία προκύπτει ως «Απολύτως χειραφετημένη και υπεύθυνη για την εύρυθμη λειτουργία του σπιτιού της». Είναι μπροστάρησα και καθρέφτης του σπιτιού κοινωνικά, ενώ «Φαίνεται να ενημερώνεται για τις γαστριμαργικές εξελίξεις της Ευρώπης». Η ομιλήτρια αναφέρθηκε και στην ευρεία χρήση της ζάχαρης από τη Μικρασιάτισσα, γεγονός που αναδεικνύει τον πλούτο και την ευμάρεια του σπιτιού της, του οποίου τα σκεύη και τα έπιπλα περιγράφονται αναλυτικά. Λέξεις όπως το «σεφτεράσι» (σκεύος κουζίνας), τούρκικης καταγωγής, το «αντρεσόρι» (ιματιοθήκη), γαλλικής καταγωγής, το «λαδικό» ή η «παραστιά», είναι ενδείξεις της πολιπολιτισμικότητας-διαπολιτισμικότητας της μικρασιατικής κοινωνίας.
Στη συνέχεια ακολουθεί το κύριο μέρος του βιβλίου, το οποίο είναι διαχωρισμένο σε δύο ενότητες: τη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική. Η μαγειρική έχει δώδεκα διαφορετικές υπό-ενότητες με αντικείμενα από το ψωμί μέχρι τα κρεατικά. Η ζαχαροπλαστική έχει οκτώ κατηγορίες: μαρμελάδες και κομπόστες, μέχρι κρέμες και άλλα γλυκά. Στις επόμενες δέκα σελίδες, μετά τις συνταγές, αναδεικνύονται και «Άγνωστα μυστικά συμπεριφοράς», γύρω από την κουζίνα, το σπίτι, την ομορφιά, τόνισε η κα Τζακώστα. Η επίκουρη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κρήτης, στάθηκε για λίγο στο ύφος και το πρόσωπο γραφής του βιβλίου, το οποίο «Δεν είναι αυστηρό στη δομή και τις οδηγίες του». Οι οδηγίες, γραμμένες στο β’ ενικό πρόσωπο, με πολλές αναφορές στο ιδίωμα της Μ. Ασίας, του προσδίδουν χαρακτήρα αφηγηματικό. «Αυτό το βιβλίο δεν είναι «Μνήμες Γεύσης» αλλά «γεύσεις» μνήμης. Γιατί είναι ιστορία, είναι μνήμη. Ιστορική, λαογραφική, πολιτισμική αλλά πάνω από όλα μνήμη ανθρώπινη», σημείωσε καταλήγοντας η κα Τζακώστα.
Το τέλος μιας «νοσταλγικής περιπλάνησης»
Έπειτα από την παρουσίαση, το λόγο πήρε ο συγγραφέας του βιβλίου Παρασκευάς Συριανόγλου. Ο κ. Συριανόγλου, ο οποίος έχει εκδώσει άλλα τέσσερα βιβλία, ενώ έχει βραβεύσεις και διακρίσεις από Μικρασιατικούς Συλλόγους, σε μια συγκινησιακά φορτισμένη σύντομη ομιλία, αναφέρθηκε αρχικά στους λόγους που τον έκαναν να ασχοληθεί με αυτό το θέμα, χαρακτηρίζοντας το «Τόλμημα» που τελικώς εξελίχθηκε σε μια «Νοσταλγική Περιπλάνηση». Ακολούθως έκανε μια εικονοπλαστική αναδρομή με αποτυπώσεις των πόλεων, των δρόμων, των νοικοκυριών της Μικράς Ασίας, ενώ μίλησε για «Εικόνες και γεύσεις δεμένες με έντονα συναισθήματα» αλλά και για μια «Ιστορία βουτηγμένη στο σερμπέτι». Επίσης τόνισε ότι το βιβλίο είναι μια «Απόπειρα προσέγγισης του θρύλου του κόσμου της Μικρασιάτισσας», ένας κόσμος ο οποίος για χρόνια φυλάσσονταν ως επτασφράγιστο μυστικό. Μετά όμως των ερχομό των μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα το 1922, «Τα μυστικά αυτά άνοιξαν και περνούσαν πια όχι από μάνα σε κόρη, άλλα από γειτονιά σε γειτονιά», κατέληξε ο κύριος Συριανόγλου. Τέλος έκανε ονομαστική αναφορά σε καθεμία από τις γυναίκες που εργάστηκαν για τη συγκέντρωση των 1.000 συνταγών, από τις οποίες τελικώς στο βιβλίο συμπεριλήφθηκαν οι 350, ενώ παράλληλα ευχαρίστησε όλους όσους συνεισέφεραν στην έκδοσή του.
Στο τέλος της εκδήλωσης ακολούθησε κέρασμα με μπουφέ, φυσικά από συνταγές του βιβλίου. Σημειώνεται ότι η έκδοση είναι του Συλλόγου Ρεθυμνίων Μικρασιατών και μέρος των εσόδων από τις πωλήσεις του τόμου θα διατεθούν για την ανέγερση του Μνημείου Μικρασιατών στην ομώνυμη πλατεία της πόλης.