Δυσβάσταχτη είναι πλέον η φορολογία για το σύνολο των μικρομεσαίων επιχειρηματιών που προσπαθούν μετά βίας να ανταποκριθούν στα καθημερινά λειτουργικά έξοδα των καταστημάτων τους.
Η εννεαετής περίοδος της οικονομικής κρίσης δημιούργησε συνθήκες «ασφυξίας» στην τοπική αγορά με τα σημάδια της ύφεσης να είναι πλέον ορατά σε κάθε γωνιά της πόλης. Η έλλειψη ρευστότητας, η απουσία τραπεζικής δανειοδότησης και κυρίως η ανυπαρξία μέτρων ενίσχυσης και στήριξης του «επιχειρείν» δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας για τον εμπορικό κλάδο.
Η χρονιά που μόλις ολοκληρώθηκε χαρακτηρίζεται ως η χειρότερη των τελευταίων από πλευράς τζίρου στα εμπορικά καταστήματα με δεδομένη και την αυξημένη φορολογία που δυσχέραναν κατά πολύ τη λειτουργία των εμπορικών επιχειρήσεων.
Ωστόσο, το νέο έτος μπήκε με το αριστερό για τον εμπορικό κλάδο, αφού έφερε μαζί του νέες επιβαρύνσεις στις πλάτες των επιχειρηματιών, που όπως λένε οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε λουκέτο τα εμπορικά καταστήματα.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Ρεθύμνου Γιώργος Πολιουδάκης, η αύξηση από το 26% στο 29% για την φορολόγηση των καθαρών κερδών, η προκαταβολή φόρου για την επόμενη χρονιά σε ποσοστό 30% και η αύξηση των εισφορών προς τον ΟΑΕΕ κατά 20% οδηγούν σε πλήρη αδιέξοδο τους επιχειρηματίες, αφού επί της ουσίας μένει στη τσέπη τους ένα 20%, με το οποίο καλούνται να πληρώσουν τα λειτουργικά έξοδα της επιχείρησης (μισθούς υπαλλήλων, ρεύμα, νερό, τηλέφωνο), το οποίο σε καμία περίπτωση δεν επαρκεί.
Ειδικότερα, σε σχετικές δηλώσεις του υποστήριξε: «Τα πράγματα καθημερινά γίνονται πιο δύσκολα για τους εμπόρους. Η κυβέρνηση βρίσκει τρόπους για να αυξάνει τα κρατικά έσοδα επιβάλλοντας συνεχώς φόρους στους επιχειρηματίες. Η αύξηση της εισφοράς μας στον ΟΑΕΕ που σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί και να τριπλασιαστεί το ποσό, η αύξηση στο 29% της φορολογίας επί των καθαρών κερδών, το 24% ΦΠΑ, 30% προκαταβολή φόρου, σημαίνει ότι ξεπερνά η φορολόγηση το 80% των εσόδων μιας επιχείρησης. Με ένα 20% που μένει στον επιχειρηματία δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα λειτουργικά του έξοδα με αποτέλεσμα να οδηγούνται σε λουκέτο οι επιχειρήσεις.
Με μειωμένους τζίρους τρεις στις τέσσερις επιχειρήσεις
Το ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ πραγματοποίησε από 12 Δεκεμβρίου έως 9 Ιανουαρίου την περιοδική έρευνα για την κίνηση της αγοράς κατά την περίοδο των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων. Για ακόμα μια χρονιά, όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα της έρευνας η εμπορική κίνηση της εορταστικής αγοράς βαίνει μειούμενη.
Κύρια ερμηνεία για την πορεία της αγοράς, είναι σύμφωνα με την έρευνα ότι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της δεύτερης αξιολόγησης, η συνεχής μείωση των εισοδημάτων των καταναλωτών αλλά και οι αυξανόμενοι φόροι, δε δίνουν περιθώρια ιδιαίτερης αισιοδοξίας, καθώς δημιουργούν αρνητικό κλίμα στην αγορά.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα τρεις στις τέσσερις (76%) επιχειρήσεις παρουσίασαν χαμηλότερα επίπεδα τζίρου από τα αντίστοιχα της προηγούμενης χρονιάς, περίπου μία στις πέντε (17%) κατέγραψε αμετάβλητο κύκλο εργασιών και το 7% των επιχειρήσεων σημειώνει το 2016 τζίρο μεγαλύτερο από τον περυσινό.
Στον κλάδο της ένδυσης/υπόδησης το ποσοστό των καταστημάτων που σημείωσε μειωμένες πωλήσεις ανέρχεται στο 88%. Στον αντίποδα, το μικρότερο ποσοστό πτώσης του κύκλου εργασιών εμφανίζεται στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο των τροφίμων (58%), καθιστώντας το συγκεκριμένο κλάδο ως τον ανθεκτικότερο του εμπορίου.
Επιπλέον, το 28% των επιχειρήσεων δήλωσαν ότι η μείωση ανέρχεται σε ποσοστό άνω του 40%, το 12% σε ένα εύρος μεταξύ 31% και 40%, ενώ στις υπόλοιπες κατηγορίες ισοκατανέμονται οι απαντήσεις με ένα ποσοστό που αγγίζει το 20%. Ουσιαστικά 4 στις 10 επιχειρήσεις που είχαν μείωση πωλήσεων φαίνεται να χάνουν πάνω από 30% του τζίρου τους μέσα σε έναν χρόνο, τη συγκεκριμένη περίοδο αναφοράς.
Η καλύτερη εβδομάδα των Εορτών
Οι έμποροι σε ποσοστό 62% θεωρούν ότι η καλύτερη περίοδος, όσον αφορά στην αγοραστική κίνηση, ήταν οι μέρες πριν από τα Χριστούγεννα. Συγκεκριμένα, η παραμονή και η προπαραμονή των Χριστουγέννων αναφέρονται από το 42%, ως οι ημέρες με την καλύτερη επίδοση, ωστόσο το 40% δήλωσε ότι όλες οι ημέρες κινήθηκαν στα ίδια επίπεδα.
Επισκεψιμότητα: Παράλληλα, για την ημέρα που οι έμποροι δήλωσαν ότι η επιχείρησή τους παρουσίασε την καλύτερη εικόνα από άποψη αγοραστικής κίνησης, τους ζητήθηκε να προσδιορίσουν: α) τον αριθμό των ατόμων που προέβησαν σε αγορές στο κατάστημά τους, καθώς και β) τον μέσο όρο σε ευρώ των αποδείξεων που έκοψαν (μέση αξία απόδειξης).
Στο σύνολο του δείγματος ο μέσος αριθμός πελατών ανέρχεται στα 52 άτομα, με μέση απόδειξη 29 ευρώ. Εντός των κλάδων του λιανικού εμπορίου παρατηρείται πως ο κλάδος των τροφίμων εμφανίζει τον μεγαλύτερο μέσο αριθμό πελατών με 89 άτομα την ημέρα.
Η κατηγορία «άλλο λιανικό εμπόριο» εμφανίζει τη μεγαλύτερη μέση απόδειξη και αυτό, γιατί εντός της συγκεκριμένης κατηγορίας υπάρχουν καταστήματα λιανικού εμπορίου κοσμημάτων/ρολογιών που το επίπεδο τιμών των προϊόντων τους είναι σαφώς υψηλότερο από οποιονδήποτε άλλο κλάδο.
Ανησυχητικό για τον κλάδο της ένδυσης/υπόδησης είναι το γεγονός ότι η μέση απόδειξη εκτιμήθηκε στα 28 ευρώ, σαφώς μικρότερη σε σύγκριση με το 2014 που είχε υπολογιστεί στα 53 ευρώ, γεγονός που καταδεικνύει το πρόβλημα ρευστότητας που υπάρχει στην ελληνική αγορά.
Επιπλέον να σημειωθεί ότι το 42% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι οι πελάτες κατά τη διάρκεια των εορτών χρησιμοποίησαν κυρίως μετρητά για τις αγορές τους και το 24% χρησιμοποίησε κάρτες, ενώ το 32% δήλωσε ότι οι πελάτες χρησιμοποίησαν και τα δυο μέσα συναλλαγής ισομερώς.
Μία στις τρεις επιχειρήσεις στο σύνολο του λιανικού εμπορίου, πραγματοποίησε προσφορές την περίοδο των Χριστουγέννων. Το 50% των επιχειρήσεων ένδυσης/υπόδησης και το 41% των επιχειρήσεων οικιακού εξοπλισμού επέλεξαν να κάνουν προσφορές. Αντίθετα, οι επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου τροφίμων και επιμορφωτικών ειδών εμφανίζουν μικρότερα ποσοστά, της τάξης του 10% και 18%.
Μία στις τρεις επιχειρήσεις προέβη σε προσφορές, είτε σε συγκεκριμένη κατηγορία προϊόντων, είτε σε όλα τα εμπορεύματα, ενώ μία στις πέντε είχε προσφορές σε εμπορεύματα stock. Μεταξύ 21% και 40%, είναι το ύψος των προσφορών που επέλεξε το 50% των επιχειρήσεων, όπως άλλωστε συμβαίνει και στις κατεξοχήν εκπτωτικές περιόδους.
Μειωμένος κατά 10% ήταν ο τζίρος των εμπορικών καταστημάτων του Ρεθύμνου
Σύμφωνα με τους Εμπορικούς Συλλόγους, οι πωλήσεις των καταστημάτων λιανεμπορίου στο διάστημα των φετινών εορτών εμφάνισαν πτωτική τάση στη συντριπτική πλειονότητα των περιοχών, η οποία σε μεσοσταθμική βάση ανήλθε στα επίπεδα του 17,6%, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περυσινή εορταστική περίοδο.
Για τα εμπορικά καταστήματα του Ρεθύμνου η μείωση του τζίρου έφτασε το 10% σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο.
Η γενική τάση που προκύπτει από τις εκτιμήσεις των εκπροσώπων των Εμπορικών Συλλόγων, είναι ότι η περίοδος των φετινών εορτών, δε βοήθησε ιδιαίτερα τις μικρές και μεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις, καθώς στη συντριπτική πλειονότητά τους δήλωσαν ότι οι πωλήσεις ήταν μειωμένες σε σύγκριση με πέρυσι. Οι εν λόγω εκτιμήσεις συμφωνούν με τα ευρήματα της δειγματοληπτικής έρευνας που διενεργήθηκε σε πανελλαδικό επίπεδο. Παρόλη την επικρατούσα γενική υποτονική αγοραστική κίνηση, το λιανικό εμπόριο επιμένει και συνεχίζει τη μεγάλη προσπάθεια για ανάκαμψη, υιοθετώντας προσφορές μειωμένων τιμών στους καταναλωτές, ακόμα και κατά την εορταστική περίοδο.
«Τα στοιχεία για τον εορταστικό τζίρο απλώς επιβεβαιώνουν την αρνητική εικόνα, η οποία επικρατεί στην αγορά τους τελευταίους πολλούς μήνες. Τα πράγματα είναι δύσκολα, οι καταναλωτές δεν έχουν χρήματα και αν έχουν δεν τα διαθέτουν για αγορές, αφού φοβούνται και εκείνοι για νέες φορολογικές επιβαρύνσεις. Ειλικρινά δεν πιστεύουμε ότι θα αναστραφεί το αρνητικό αυτό κλίμα», ανέφερε ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Ρεθύμνου, Γιώργος Πολιουδάκης.
Σε σχετικές δηλώσεις του ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, κ. Βασίλης Κορκίδης, ανέφερε:
«Ελπίζουμε πως οι 50 ημέρες των χειμερινών εκπτώσεων με συνολικό τζίρο 5,4 δισ. ευρώ, που έχουν ήδη ξεκινήσει, θα μπορέσουν να καλύψουν ένα μεγάλο μέρος του χαμένου τζίρου από τα 4 δισ. ευρώ, των 15 ημερών της εορταστικής περιόδου, που δυστυχώς δε δικαίωσε, για άλλη μια χρονιά, τις αρχικές προσδοκίες του εμπορικού κόσμου. Το 2017 ξεκίνησε με αντιφατικές συνθήκες, δεδομένα προβλήματα και 17 μεγάλες αλλαγές σε φορολογικό και ασφαλιστικό που επηρεάζουν την καθημερινότητα χιλιάδων συναδέλφων μας. Ωστόσο, ευελπιστούμε πως ο δυναμικός χαρακτήρας της ελληνικής αγοράς, η ευελιξία των Ελλήνων εμπόρων και το πνεύμα συνεργασίας μεταξύ των επιχειρήσεων και των καταναλωτών θα αποτελέσουν τα απαραίτητα εχέγγυα για την αναστροφή της υφιστάμενης αρνητικής συγκυρίας».