Του ΓΙΩΡΓΗ ΕΜΜ. ΜΑΥΡΟΤΣΟΥΠΑΚΗ
Μια ρήση ενός ειδήμονα περί τα λογοτεχνικά λέει πως «η ποίηση είναι το αυθόρμητο ξεχείλισμα δυνατών συναισθημάτων». Όλοι γνωρίζουν πως δυνατά συναισθήματα εκδηλώνονται από διάφορες αιτίες και είναι ποικίλων αποχρώσεων και εντάσεων, ανάλογα με τα κεντρίσματα που τα προκάλεσαν.
Η αποτύπωση των συναισθημάτων στο λογοτεχνικό και ειδικά στο ποιητικό κείμενο, έχει σχέση με τη «λυρική διάθεση» του εκφραζόμενου, με την κινητοποιούσα τον εσωτερικό του παλμό αφορμή.
Με τη «λυρική διάθεση» εννοείται η έμφυτη ευαισθησία, ο ένδον αποθεμένος συναισθηματικός πλούτος, που διεγείρεται και εκδηλώνεται κατά την περίσταση. Εξ αυτού δημιουργείται το «λυρικό αποτέλεσμα», αυτό που προκύπτει ως απήχηση συναισθηματική, ως κλίμα συγκινησιακό, ως ψυχική έξαρση, ανάλογα πάντα με το ερέθισμα, τις εκφραστικές, τεχνικές και γλωσσικές δυνατότητες του δημιουργού.
Ο Μανόλης Κούνουπας είναι, όπως δείχνουν τα γραπτά του, άνθρωπος με πνευματικά ενδιαφέροντα ευρέως φάσματος, με πλούσια εσωτερικότητα, με κοινωνική παρουσία και με αγάπη – μεράκι θα μπορούσε να πει κανείς – για τα γράμματα με το ανθρωπιστικό αντικείμενο, παρότι οι σπουδές και η επαγγελματική του ασχολία ήταν άλλης κατεύθυνσης.
Εκφραζόμενος ποιητικά αναδεικνύει αυτή ακριβώς τη «λυρική διάθεση» που προαναφέρθηκε και το αποτέλεσμα είναι στίχοι ιδιαίτερης ευαισθησίας, συνέπεια κεντρίσματος άλλοτε ιστορικού, άλλοτε κοινωνικού, αλλά κυρίως φυσιολατρικού με ευρύτερες προεκτάσεις.
Η φυσιολατρία του εκφράζεται με τη δημιουργία ποιητικών εικόνων ποικίλων αισθητηριακών εντυπώσεων, οπτικού, ακουστικού ή και οσφρητικού περιεχομένου. Οι εξωτερικοί και εσωτερικοί «χρωματισμοί» των εικόνων αυτών αποδίδουν τον προσωπικό τρόπο της γραφίδας του κ. Κούνουπα.
Οι στίχοι του, ακολουθώντας τους κανόνες της παραδοσιακής ποιητικής τεχνικής, «ζωγραφίζουν» τους ερεθισμούς που τον κινητοποίησαν με «πινελιές» απλές, με χρώματα διάφανα, με την ανταπόκριση των ανόθευτων αισθήσεων, με τον τρόπο που η «καθαρή ματιά» βλέπει τον κόσμο γύρω της.
Στου δάσου τη μοσχοβολιά
στου έλατου τη χάρη
πνοή ζέφυρου ανάλαφρη,
κι ανάσα από θυμάρι.
Λευκή μαγεία πρωινού
μες την αχλύ τ’ ονείρου
μ’ άγγιγμα από ένα σκίρτημα
κι απ’ άρωμα του μύρου (ΑΝΑΛΑΜΠΗ)
Τα αρώματα της φύσης που αναδίδονται από τους στίχους αυτούς, οι ήχοι και οι οπτικές εντυπώσεις, αισθητοποιούν μιαν εικόνα ιδεατής ωραιότητας σε μιαν ατμόσφαιρα που ο νους καταλαγιάζει και η ψυχή γαληνεύει.
Σαν ένα σμάρι από πουλιά
σαν τα λουλούδια ευωδιαστά
σ’ ένα γιορντάνι ταιριαστά
λούζονται στην αρμύρα.
Στου ήλιου τα θερμά φιλιά
τα κυκλαδίτικα νησιά
κι όλα μαζί σαν ζωγραφιά
μοσχοβολούνε μύρα. (ΚΥΚΛΑΔΟΝΗΣΙΑ)
Η ιδιαίτερη σχέση του κ. Κούνουπα με τις Κυκλάδες τον ωθεί στην παραπάνω υμνητική αναφορά, όπου με το παρομοιωτικό σχήμα παραλληλίζεται το αιγαιοπελαγίτικο νησιώτικο πλέγμα με πλουμιστή ζωγραφιά που εκπέμπει ονειρικά χρώματα κι ευωδίες.
Αν είχα γερακιού φτερά
να τ’ άπλωνα πάνω ψηλά
απ’ τα βουνά τα κρητικά
από φαράγγια και γκρεμνά
και να ̕̕ κανα μια γύρα .
Να βόσκουν αίγες με τ’ αρνιά
στην καταπράσινη πλαγιά
και μες τα τρυφερά κλαδιά
να κελαηδούνε τα πουλιά
σαν απολλώνια λύρα .
Να ̕ μουνε νιος να ̕ χα μια νια
να ̕ σφιγγα μες την αγκαλιά
να ̕ νάσαινα τα ερωτικά
της άνοιξης τα μύρα . (ΠΑΝΔΑΙΣΙΑ)
Εδώ το εικονογραφημένο τοπίο, με έντονη την αίσθηση της αφ’ υψηλού θέασης της εαρινής πανδαισίας, παραπέμπει σε βιώματα της βουκολικής ζωής, με τονισμένη την απλότητα του βίου και την αυθεντικότητα των πρωταρχικών εμπειριών μέσα σε ένα ειδυλλιακό φυσικό περιβάλλον.
Ποιητικές εικόνες «ζωντανές» συναντά κανείς και στη συλλογή «ΑΝΑΒΟΛΕΜΑΤΑ», που στην κρητική διάλεκτο των προγόνων μας αναπαριστά και ανιστορεί περιστατικά από την παλιά ζωή στην Κρήτη ή περιγράφει αγαπημένους τόπους. Συχνά εδώ οι αναφορές έχουν έντονο φυσιολατρικό περιεχόμενο ή εκπέμπουν αλληγορικά μηνύματα.
Πέρα μέσα στα λιόφυτα στο μ-πηγιανό -ν τον κάμπο
στέκει γέρο κυπάρισσος, το πέλαγος βιγλίζει
κι έχει τσοι κλάδους τ’ ανοιχτούς, τα μπράτσα ντ’ απλωμένα
κορδίζει και παινεύγεται, σειέται και καμαρώνει ….
Την ταχινή με τη δροσά κι οντ’ αποδιαφωτίσει
λαγουδογέρακά ̕ ρχουνται, να κάτσου να βιγλίσου
πάνω σε λυγερό κλαρί που να βγορίζ’ ο κάμπος …
– Με το ξεσταλιστ’ ομπανέ κι όντε θα πέσει ο ήλιος
κι όντε νυχτώσει στα βουνά γρικώ τσι τροξαλίδες
οι σλκόπες δίχως τσάχαλο σιμώνου να κοιτάξου
και να χωθού στσι φούντες μου στα λυγερά κλαδιά μου.(ΤΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ ΚΙ Η ΕΛΑΙ)
και
Από παέ ν’ οι εκκλησές με τα καμπαναριά τους
παλαιινά ν’ αρχοντικά , τζαμιά και μιναρέδες
πρεπιά ̕ ναι το Βενέτικο λιμάνι με το φάρο
πέρα κι αλάργ’ ο Ευληγιάς, τα Τρία Μαναστήρια
η Τρυπητή κι ο Βρύσινας με τα χωριά στη ρίζα. (ΚΙ ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΡΕΘΕΜΝΟΣ)
Το ρεθεμνιώτικο τοπίο «ζωγραφίζεται» κι εδώ παραστατικά, με έντονη τη συναισθηματική «πινελιά» του ποιητή, με εμφανή τη διάθεσή του να αποδώσει εκείνα που τον συνδέουν με τον τόπο και τον περίγυρο.
Εδώ αξίζει να τονιστεί για μια ακόμη φορά η αξία της συνεισφοράς του κ. Κούνουπα στη διαφύλαξη της τοπικής γλωσσικής μνήμης με τη χρήση της κρητικής διαλέκτου στα ποιήματά του. Έχει σημειωθεί παλαιότερα σχετικά: «Στα ποιήματα όμως αυτά του Μανόλη Κούνουπα, εκτός από τα προαναφερθέντα, ιδιαίτερη αξία έχει και η γλωσσική αποτίμηση, καθώς η γλώσσα που μεταχειρίζεται είναι εκείνη που ήταν για αιώνες σε χρήση από τις προηγούμενες γενεές στην Κρήτη, με τα διαλεκτικά χαρακτηριστικά του Ρεθύμνου. Είναι η γλώσσα μιας άλλης εποχής, τότε που η ιδιοσυστασία του ανθρώπου και του τόπου γενικότερα, προσδιοριζόταν και από το λεκτικό υλικό που χρησιμοποιούσε, από το φωνητικό τύπο των λέξεων, την προφορά και την ακουστική χροιά του λόγου. Συναντούμε, λοιπόν, λέξεις ξεχασμένες σήμερα, πολλές με μεγάλο ετυμολογικό ενδιαφέρον, επεξηγούμενες με γλωσσάρι, δοσμένες, κατά το δυνατόν, με την παλαιά προφορά τους. Λέξεις φορτισμένες με την ιδιαιτερότητα της ιστορικής τους προέλευσης και της ιδιωματικής τους χρήσης. Είναι οι λέξεις που έβγαιναν από το στόμα -και την ψυχή- του παλιού Κρητικού, με την παραδοσιακή φορεσιά, τις τοπικές συνήθειες και το ανάλογο ήθος. Σαν κι αυτές με τις οποίες γράφτηκε ο «Ερωτόκριτος», η «Ερωφίλη» και τόσα άλλα για τα οποία είμαστε περήφανοι. Ακόμη κι αν σήμερα δεν γίνεται να χρησιμοποιούμε αυτή τη γλώσσα, καλό είναι να τη θυμούμαστε, να τη μελετούμε και να τη συσχετίζουμε καμιά φορά με τη σημερινή, όπως κάνουμε -ή πρέπει να κάνουμε- με όλα τα παράγωγα του παλαιότερου πολιτισμού που συντελούν στον αυτοπροσδιορισμό και στην ενίσχυση των θεμελιακών αξιών οι οποίες στηρίζουν το παρόν μας» .
Ο Μανόλης Κούνουπας είναι μια επιβεβαιωμένη περίπτωση πνευματικού ανθρώπου με ευγενή αισθήματα, με αγάπη για τον τόπο, με ανησυχίες και γόνιμους προβληματισμούς και που με ένα επιδέξιο ποιητικό χρωστήρα αποτυπώνει εικόνες απλές, αυθεντικών αισθήσεων, που εκφράζουν πηγαία συναισθήματα. Να είναι πάντα καλά.