H ζωή των παιδιών στο Ρέθυμνο, δεν ήταν και η ιδανική για τόσο τρυφερές ηλικίες. Η απελευθέρωση έφερε τη γαλήνη αλλά και απίστευτη φτώχεια.
Αυτή ήταν που ενεργοποίησε τους Συλλόγους Κυριών και το Λύκειο των Ελληνίδων για να ανακουφίσουν οικογένειες με μικρά παιδιά από τη δυστυχία που τις μάστιζε.
Όλες οι εκδηλώσεις τους είχαν αυτό το φιλανθρωπικό χαρακτήρα.
Κάποια εποχή πριν από τον πόλεμο διαβάζουμε στον τοπικό τύπο επιστολή του αξέχαστου Γεωργίου Ζανουδάκη, που εισηγείται την ανάγκη να λειτουργούν κατασκηνώσεις για τα παιδιά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Επαφή με τη φύση δημιουργούσαν προπολεμικά. Πρόσκοποι και Οδηγοί, μέχρι που τους κατήργησε η δικτατορία του Μεταξά για να λειτουργήσει τις ομάδες της ΕΟΝ.
Όπως μου έλεγε ο αξέχαστος Λεωνίδας Καούνης η σύζυγος του τότε Νομάρχη Πολυξένη Παπαθανασίου είχε σε εφαρμογή ένα πλούσιο πρόγραμμα με εκδηλώσεις των παιδιών κοντά στη φύση. Οι εφημερίδες της εποχής βρίθουν από ανακοινώσεις με πρόγραμμα δραστηριοτήτων. Η δημοκρατική συνείδηση όμως των περισσότερων Ρεθεμνιωτών προτιμούσε να στερούνται τα παιδιά τους παρά να γίνονται υποχείρια μιας προπαγάνδας.
Μετά τον πόλεμο κι επειδή οι συνθήκες ήταν άθλιες, σε χωριά που αντιμετώπιζαν σοβαρότερα προβλήματα λειτουργούσαν κατασκηνώσεις το καλοκαίρι με την ευθύνη των δασκάλων.
Σε κάποια κτήριο γίνονταν δραστηριότητες και εκεί τα παιδιά είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν πλήρη γεύματα.
Αυτά τα ετοίμαζαν από κοινού οι χωριανοί με την εποπτεία των δασκάλων.
Μέχρι που αρχίζουν να λειτουργούν δεκαετία του 1950 οι κατασκηνώσεις που ξέρουμε σε όλη την Ελλάδα με την ευθύνη του Υπουργείου Παιδείας.
Το χωριό που φιλοξένησε πρώτο κατασκηνώσεις στο νομό μας ήταν οι Πασαλίτες. Ο μικρός αυτός οικισμός στις βόρειες υπώρειες του Ψηλορείτη, σε υψόμετρο 280 μ. Οι πυκνοί του ελαιώνες με πλούσια βλάστηση και ανεμπόδιστη θέα προς τη θάλασσα και τα γύρω βουνά δημιουργούσαν άριστες συνθήκες για να ζούσαν όμορφες μέρες κοντά στη φύση τα παιδιά καλοκαιρινούς μήνες.
Εκεί λοιπόν στήθηκαν οι πρώτες σκηνές.
Σύμφωνα με τον εκλεκτό συγγραφέα και εκπαιδευτικό κ. Μαρίνο Γαλανάκη, σρχηγός της κατασκήνωσης των Πασαλιτών ήταν ο Εμμανουήλ Παπαδάκης, ο οποίος συνέχισε τα καθήκοντά του και στις κατασκηνώσεις Αρκαδίου που λειτούργησαν αμέσως μετά. Κι αυτές μένουν στην ιστορία γιατί άφησαν πολλές αναμνήσεις στα παιδιά που απόλαυσαν αυτό το προνόμιο.
Πώς λειτουργούσαν;
Για τη λειτουργία των κατασκηνώσεων Αρκαδίου θα αφήσουμε πάλι τη γραφίδα του κ. Μαρίνου Γαλανάκη να μας την περιγράψει:
«Νότια του κεντρικού αυτού δρόμου, στο πιο ψηλό σημείο της ράχης κάτω από τις πανύψηλες κουκουναριές, ήταν η μια σειρά τσαντίρια κατασκηνωτών, με τις εισόδους τους απέναντι στη μια την άλλη.
Στην ανατολική πλευρά ήταν τοποθετημένο ακόμη πιο μεγάλο αντίσκηνο, όπου διέμεναν τέσσερις Κοινοτάρχες. Κατά τι βορινότερα βρισκόταν η άλλη σειρά, που την αποτελούσαν πιο μικρά τσαντίρια δυο θέσεων, όπου έμεναν Kοινοτάρχισσες, τραπεζοκόμες, αποθηκάριοι, βοηθητικό προσωπικό και κοντά στο τέλος της σειράς αυτής βρισκόταν και το …Πρώτων Βοηθειών.
Αυτό, εκτός από ιώδιο, οξυζενέ, επιδέσμους, παυσίπονα, τσιμπιδάκια, ψαλιδάκια, οινόπνευμα, γάζες και τα τοιαύτα, διέθετε και δυο κρεβάτια. Το ένα έμενε κενό περιμένοντας πελάτη. Στο άλλο κοιμόταν ο νοσοκόμος Γιώργος Σταυρουλάκης. Αυτός ο ευσυνείδητος, καλά ενημερωμένος στην παροχή πρώτων βοηθειών, πρόσχαρος και πάντα πρόθυμος να προσφέρει κάθε δυνατή υποστήριξη. Ο Γ. Σταυρουλάκης είχε υπηρέτησε στο Νοσοκομείο της πόλης μας από τότε που αυτό στεγαζόταν, όπου τώρα η Σχολή της Αστυνομίας και τα κατοπινά χρόνια συνέχισε ακούραστος την προσφορά των υπηρεσιών του. Την εποπτεία του «νοσηλευτηρίου» αυτού ασκούσε ο τότε σχολίατρος του Νομού Νίκος Παπαδάκης, καταγόμενος από τον Ορθέ (Ορνιθέ) Μυλοποτάμου.
Για τις σκληρές συνθήκες που επικρατούσαν τα πρώτα χρόνια ο επίσης εκλεκτός εκπαιδευτικός και συγγραφέας κ. Κώστας Μυγιάκης που άφησε έντονο το αποτύπωμά του στις κατασκηνώσεις μας είπε:
«Τα πρώτα χρόνια που οι μαθητικές κατασκηνώσεις Αρκαδίου λειτούργησαν σε σκηνές υπήρχαν τεράστιες δυσκολίες.
Το νερό ύδρευσης μεταφερόταν από την πηγή που υπάρχει αριστερά κάτω από τη γέφυρα σε τεπόζιτα, κανίστρες με μουλάρια του μοναστηριού.
Για το πρόβλημα αυτό αναφέρει ο κ. Μαρίνος Γαλανάκης.
Τ’ οροπέδιο Αρκαδιού είναι τόπος άνυδρος. Το Μοναστήρι δεν υδρευόταν από πηγή, που να βρίσκεται πάνω στ’ οροπέδιο. Αλλ’ από τρία πηγάδια, που βρισκόταν σε απόσταση γύρω στα 250 μέτρ’ από το χτιριακό συγκρότημα του Μοναστηριού και μια δεξαμενή βρόχινου νερού που ήταν στην αυλή κοντά στη Β/Α γωνία του καθολικού. Αυτή συγκέντρωνε το βρόχινο νερό, που απέρρεε από την κεραμοσκεπή του Καθολικού.
Για να υδρευθεί η κατασκήνωση, χρειάστηκε να μεταφέρουν το νερό από την ισχυρή ακόμη τότε πηγή που βρίσκεται χαμηλά στο ανατολικό πρανές του φαραγγιού, που σχηματίζεται στα δυτικά του Μοναστηριού.
Σύμφωνα με τον κ. Κώστα Μυγιάκη την περίοδο 1962 -1963 έγινε και η υδροδότηση των κατασκηνώσεων με άντληση του νερού από τις πηγές του φαραγγιού έως την επιφάνεια επάνω.
Υπήρχαν όμως και σοβαρά προβλήματα πρόσβασης στο μοναστήρι προσθέτει ο κ. Μυγιάκης.
– Ο δρόμος από την Αμνάτο έφθανε μέχρι «Το πατάρι» στη μέση της διαδρομής (Αμνάτο – Αρκάδι). Εκεί ερχόταν τα μουλάρια της Μονής με τους εργάτες που είχε το μοναστήρι. Φόρτωναν τις αποσκευές του κάθε κατασκηνωτή και των στελεχών και τα ανέβαζαν στο χώρο των κατασκηνώσεων. Παιδιά και στελέχη ανέβαιναν πεζή.
Το ίδιο συνέβαινε και με το διαχειριστή που κατέβαινε για προμήθειες ανά διήμερο. Γινόταν χρήση των μουλαριών του μοναστηριού.
Αυτοκίνητο με τις προμήθειες πρωτοήλθε από τον αγροτικό δρόμο που είχε χαραχτεί από τη διακλάδωση της Αρχαίας Ελεύθερνας μέχρι το Αρκάδι μέχρι που τελειοποιήθηκε η άσφαλτος από το Πατάρι – Αρκάδι περί το 1966-1968.
Συνεχίζει ο κ. Μαρίνος Γαλανάκης.
Παρέμενε σ’ αυτή την κατασκήνωση άλυτο το πολύ σημαντικό πρόβλημα εφοδιασμού της με τρόφιμα κυρίως, αλλά κι άλλα χρειώδη κ απαραίτητα για την καλή λειτουργία της. Ο επαρχιακός αυτοκινητόδρομος, που είχε αρχίσει να κατασκευάζεται από τον Πλατανέ στις αρχές της δεκαετίας του 1930, προκειμένου να συνδέσει το ιστορικό Μοναστήρι και τα ενδιάμεσα χωριά με την πόλη, κατάφερε προκατοχικά να φτάσει τελειοποιημένος ως την Αμνάτο.
Μετά την κατοχή έγινε η χάραξή του ως τη θέση «Πατάρι», πάνω από το τοπωνύμιο «Γιαλούρος». Εκεί σταμάτησε η διάνοιξή του και δημιουργήθηκε πλάτωμα, ώστε να μπορούν τ’ αυτοκίνητα να κάνουν στροφή.
Κάθε Κυριακή πρωί έφτανε ως το «Πατάρι» αυτό το υπεραστικό λεωφορείο, που μετέφερε, εχτός από προσκυνητές, και γονείς κατασκηνωτών, που επιθυμούσαν να δουν πως περνούν τα βλαστάρια τους. Ως εκεί έφταναν και τα εφόδια της κατασκήνωσης με αυτοκίνητο δυο με τρεις φορές περίπου τη βδομάδα. Για να φτάσουν όμως στον τελικό τους προορισμό, έπρεπε να μεταφερθούν με φορτηγά ζώα.
Γι’ αυτό η κατασκήνωση χρησιμοποιούσε δυο εργάτες το Μανωλεσάκη με το μουλάρι του και το Χρόνη με το γάιδαρό του, που ήταν από το Χαμαλεύρι ή το Αστέρι. Η απόσταση όμως ήταν μεγάλη. Περίπου δυο χιλιόμετρα. Κι ο δρόμος μέσ’ από το φαράγγι, ένα κάπως φαρδύ μονοπάτι, ήταν κακόβολος.
Σε αρκετές περιπτώσεις χρειάστηκε η συνδρομή του Μοναστηριού για τη μεταφορά των εφοδίων. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις παραχωρούσε το Μοναστήρι ακόμη και τρία μουλάρια για το σκοπό αυτό. Χρειαζόταν όμως κι αγωγιάτες, γιατί τα μουλάρια ήταν …μουλάρια. Κάποιος έπρεπε να τα οδηγά προπορευόμενος με το χαλιναρόσκοινο στο χέρι, αλλά και να επιβλέπει τα φορτωμένα, ώσπου να φορτωθούν όλα και να ξεκινήσει ομαδικά η επιστροφή. Αλλά και κατά τη διάρκεια της επιστροφής ήταν απαραίτητη τόσον η επιτήρηση μουλαριών και φορτίων, όσο κ η οδήγηση των μεταφορικών ζώων.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όσοι πρόθυμοι ομαδάρχες, γινόμαστε και «κολαούζοι» των μουλαριών. Ανάμεσά τους πάντα πρόθυμος κ η αφεντιά μου, που με προτιμούσαν κ οι εργάτες και για την προθυμία που έδειχνα και για την επιδεξιότητά μου στο χειρισμό των φορτηγών ζώων. Συμμετείχα, λοιπόν, στις διαδρομές αυτές, καβαλάρης κατά τον πηγαιμό πότε στον «ψηλέα» και πότε στο «τσινιάρικο» του Μοναστηριού, και πεζοπόρος οδηγός τους, συνήθως, κατά την επιστροφή…
Πολλοί και άξιοι εκπαιδευτικοί πέρασαν από τις κατασκηνώσεις.
Σημειώνει σχετικά ο κ. Μαρίνος Γαλανάκης.
Στα 1950, ο Δασκαλόπαπας Μανόλης Παπαδάκης αντικαταστάθηκε και στη θέση του Αρχηγού τοποθετήθηκε κι ανέλαβε ο Δάσκαλος Νικόλαος Περάκης, που ήταν από τα Σκουλούφια. Κι αυτός ήταν υπέροχος, καλοκάγαθος και προσηνής. Αντάξιος αντικαταστάτης του προηγούμενου Αρχηγού. Υπηρετούσε στο Σκολειό του χωριού του κ είχε αποχτήσει μια πολύ καλή, ευγενική, αγαπητή κι αξιαγάπητη οικογένεια, την οποία γνώρισα χάρη στο γιο του Γιώργη. Ο Γιώργης ερχόταν στην Κατασκήνωση σποραδικά και γρήγορα φιλευτήκαμε. Ο Αρχηγός Νικ. Περάκης ήταν κυνηγός. Ο Γιώργης, μια-δυο Κυριακές, πήρε το κυνηγετικό τουφέκι του πατέρα του και πήγαμε μαζί κυνήγι στην ευρύτερη περιοχή. Αλλά, «ούτε πουλί πετάμενο δε βρέθηκε μπροστά μας»! Ρίξαμε όμως δυο βολές σε στόχους, που βάλαμε σημάδι! Έτσι, για να μη γυρίσομε πίσω, χωρίς να έχομε παίξει ντουφεκιά…
Από τους Δασκάλους-Κοινοτάρχες θυμούμαι τους: Νίκο Νιουράκη, από το Χαμαλεύρι. Δάσκαλο στο Σκολειό του χωριού του για πολλά χρόνια και κατοπινό συγγραφέα ταξιδιωτικών βιβλίων.
Θυμάμαι ακόμα το Στέλιο Λίτινα, από τη Μέση. Αδελφό του χειρούργου γιατρού Γιώργη. Ο Στέλιος διέμενε στη Μέση και δίδασκε για πολλά χρόνια στο Σκολειό της. Διαδέχτηκε τον πεθερό του στη θέση του Δασκάλου και ήταν και οι δυο τους πολύ αγαπητοί και δραστήριοι Εκπαιδευτικοί.
Δημήτρη Αραπλή, που, αν θυμούμαι καλά, διέμενε στους Έρφους και δίδασκε στο εκεί Σκολειό. Υπηρέτησε αρκετές φορές ως μέλος του Δ.Σ. του Διδασκαλικού Συλλόγου.
Αντώνη Ζαχαράκη, που ήταν από το Παγκαλοχώρι και υπηρέτησε πολλά χρόνια Δάσκαλος σε Σκολειά της πόλης. Έχει στο ενεργητικό του περί τα δέκα έμμετρα και πεζά βιβλία. Χρημάτισε μέλος του Δ.Σ. του Διδασκαλικού Συλλόγου για πολλά χρόνια.
Γιώργη Μεταξάκη, από Μυλοπόταμο.
Γιάννη Παπαδάκη, από Μυλοπόταμο. Είχε υπηρετήσει και σε Σκολειά της πόλης. Και Παπαγιαννάκη, που δε θυμούμε τ’ όνομά του. Εναλλάχτηκαν μ’ αυτούς κι άλλοι Δάσκαλοι ως Κοινοτάρχες κατά τα τρία καλοκαίρια που θήτευσα σ’ αυτή, όμως δε θυμούμαι τα ονόματά τους.
Σε άλλους τομείς θυμούμαι πως υπηρέτησαν οι παρακάτω Δάσκαλοι:
Κων. Νικολουδάκης από Ελεύθερνα. Είχε στην ευθύνη του την αποθήκη εφοδιασμού. Δραστήριος άνθρωπος, που έτρεφε πολύ μεγάλη αγάπη στον τόπο της καταγωγής του και γνώριζε καλά την ιστορία του. Σε ηλικία μεγάλη απόχτησε οικογένεια κ ήταν αφοσιωμένος σ’ αυτή.
Άρης Παπαδάκης, από το Δοξαρώ Μυλοποτάμου, αν δεν κάνω λάθος. Ήταν ο Δάσκαλος, που συνέχεια πηγαινοερχόταν στην πόλη, πάντα με μια τσάντα στο χέρι, και πραγματοποιούσε τις αγορές τροφίμων. Ήταν, όπως θα λέγαμε, ο διαχειριστής οικονομικού της κατασκήνωσης.
Κ. Μυγιάκης από την Πηγή. Ήταν ακόμη αδιόριστος Δάσκαλος και υπηρετούσε στην Κατασκήνωση ως βοηθός αποθηκάριος, συνεργαζόμενος με το Κ. Νικολουδάκη. Υπηρέτησε υστερότερα κι άλλες κατασκηνωτικές περιόδους στην ίδια κατασκήνωση. Σ’ αυτή γνώρισε και τη Μαρία, την κατοπινή σύζυγό του.
Από τις Δασκάλες-Κοινοτάρχισσες θυμούμαι τις: Αλεξάνδρα Τζεδάκη – Τσουδερού. Ήταν θυγατέρα του ράφτη Αγαθού Τζεδάκη, που διατηρούσε ραφείο στον αριθμό 115 της οδού Αρκαδίου.
Ρούσα Ρέντζου από τη Μέση, που έφυγε στην Αθήνα ύστερ’ από λίγο καιρό.
Χαρά Περάκη από τα Περιβόλια, κατοπινή σύζυγο του Αντώνη Ζαχαράκη, με τον οποίο γνωρίστηκε σ’ αυτή την κατασκήνωση.
Μαργαρίτα, κατοπινή σύζυγο του Άρη Παπαδάκη, που από αυτή την κατασκηνωτική περίοδο ξεκίνησε η γνωριμία κ η σχέση τους.
Χρυσούλα Οικονομάκη από Μυλοπόταμο, που υστερότερα παντρεύτηκε τον Μανούσο Μαυρουδή. Πολύ εργατική και δραστήρια. Είχε, αν θυμούμαι καλά στην ευθύνη της την εστίαση των κατασκηνωτών.
Μαρία Γ. Τζεβράκη, κόρη του Γεωργίου Τζεβράκη, που διατηρούσε για πολλά χρόνια καφενείο στην Αρκαδίου πίσω από τη Λότζια. Η Μαρία δεν ήταν Δασκάλα. Εργαζόταν στην κατασκήνωση ως τραπεζοκόμος. Υστερότερα και για πολλά χρόνια υπηρετούσε υπάλληλος στο Ωδείο του Ρεθέμνους.
Ο κ. Κώστας Μυγιάκης έζησε από κοντά και επί σειρά ετών τη ζωή στις κατασκηνώσεις αυτές.
Με το γνωστό του αφηγηματικό χάρισμα μας μίλησε για το ενδιαφέρον του ηγουμένου Αρκαδίου Διονυσίου Ψαρουδάκη που είχε πάντα την έγνοια των κατασκηνώσεων και ήθελε τα παιδιά να περνούν καλά όσο έμεναν εκεί.
– Μια μέρα, μας λέει ο κ. Μυγιάκης, ήταν 6 Αυγούστου πιάνει μια νεροποντή που μας έφερε χειμώνα. Που να πάμε δεν ξέραμε. Ήρθε τότε ο Διονύσιος και μας πήρε. Μείναμε στο μοναστήρι δυο τρεις μέρες μέχρι να στεγνώσουν οι σκηνές. Και η περιποίηση για όλους ήταν αβραμιαία ως συνήθως.
Ρωτήσαμε τον κ. Μυγιάκη ποιον ομαδάρχη είχε ξεχωρίσει από τους τόσους που συνεργάστηκαν μαζί του.
– Ο Γιώργος Εκκεκάκης, μας απαντά χωρίς δεύτερη σκέψη, ήταν ο ομαδάρχης που έγραψε ιστορία. Από τα 14 χρόνια του έδειχνε το ταλέντο του στον αθλητισμό και την ικανότητά του να εφευρίσκει εξαιρετικού ενδιαφέροντος παιχνίδια που ενθουσίαζαν τα παιδιά. Και βέβαια συμπλήρωνε την πολύτιμη προσφορά του με Καραγιόζη που ενθουσίαζε τα παιδιά.
Το αφιέρωμά μας στις κατασκηνώσεις θα ολοκληρωθεί στο επόμενο φύλλο μας.