Το Ρέθυμνο είχε αρκετά κέντρα εστίασης που ήταν ονομαστά, αλλά μέχρι και τη δεκαετία του 50 δεν είχε χώρους που να επιτρέπουν παράλληλα και διασκέδαση.
Κάποιος μηχανικός της ΜΟΜΑ αντιλήφθηκε το κενό και το εκμεταλλεύτηκε.
Ήταν στα 1967. Δυο χρόνια μετά το κέντρο πέρασε στα χέρια του περίφημου «Μπαλωματά» κι έγινε ο «ναός» της νυκτερινής ζωής του Ρεθύμνου.
Ο Μπαλωματάς κατάφερε να κάνει το κέντρο του προσιτό και στις οικογένειες, δίνοντας την ευκαιρία να διασκεδάσουν με φίρμες της εποχής όπως ο Βασίλης ο Θεσσαλός και ο Ηλίας Μεγαλούδης με τα γνωστά σατιρικά του τραγούδια.
Είχε καταφέρει να κρατήσει ψηλά το μαγαζί του και έβαζε βαθειά το χέρι στην τσέπη, προκειμένου να φέρνει και καλούς μουσικούς. Οι επιλογές του άρχισαν να αποκτούν Ρεθεμνιώτικο χρώμα όταν φάνηκαν στον δρόμο του μουσικοί όπως ο Μανόλης Καρνιωτάκης.
Το είχε ο «πιτσιρικάς». Ήταν φανερό πως ο ρυθμός κυλούσε στις φλέβες του, αφού κατάφερνε με τις μαγικές μπαγκέτες του να απογειώνει την ορχήστρα κρατώντας το τέμπο δεξιοτεχνικά.
Έτσι δεν δίστασε να του προτείνει συνεργασία. Και η επιλογή του αποδείχτηκε άριστη…
Σιγά σιγά δημιουργήθηκε ορχήστρα που πλαισίωναν τον Μανόλη Καρνιωτάκη οι Οδυσσέας Καλαϊτζάκης (κιθάρα), Άκης Αντωνακάκης (κιθάρα- τρομπέτα) και Γιάννης Γαλερός (κιθάρα).
Τραγουδιστής ήταν ο περίφημος Αρτέμης Σταρένιος. Κρίμα που δεν υπάρχει κάτι -απ’ όσο γνωρίζω- που να επιτρέπει στο νεότερο να απολαύσει εκείνη την μοναδική φωνή.
Διέθετε όπως λένε και οι νεολαίοι μας σήμερα «όλο το πακέτο». Εντυπωσιακά όμορφος έμοιαζε με Απόλλωνα. Κι όταν τραγουδούσε ξεσήκωνε τις καρδιές. Η φωνή του ήταν μια πηγή μελωδίας που κελάρυζε. Κάθε τραγούδι κι ας είχε πρότυπο πρώτης εκτέλεσης στην ερμηνεία του Αρτέμη γινόταν μοναδικό άκουσμα.
Λίγο αργότερα ο Αρτέμης μαζί με τον Άκη Πλαΐτη, τον Καστανιά και τον Στρατή Μαθιουδάκη, αργότερα προστέθηκε και ο Μανόλης Αυγενάκης, έφτιαξαν το συγκρότημα τα «Χρυσόψαρα».
Έπαιξαν στη «Σπηλιά», όταν το Club πέρασε στους αδελφούς Βροντάκη.
Ο Αρτέμης μόλις απολύθηκε από φαντάρος τραγούδησε στην Πλάκα στην Αθήνα και είχε την αμέριστη στήριξη του Πέτρου Λάβδα.
Οι «πέτρινες καρδιές» έμεναν χωρίς ερμηνευτή μέχρι το βράδυ που μια παρέα από γνωστούς γλεντζέδες έφεραν στο κέντρο που έπαιζε ο Καρνιωτάκης με τους άλλους και έναν νεαρό που όλοι έβλεπαν πρώτη φορά.
Η παρέα δεν άργησε να έρθει στο κέφι κι άρχισε το τραγούδι. Μια φωνή ωστόσο από αυτούς, εκείνου του άγνωστου, έκανε εντύπωση στο Μανόλη Καρνιωτάκη που πήγε αμέσως στο διάλειμμα και του συστήθηκε. Χωρίς πολλές περιστροφές τον ρώτησε αν θα ήθελε να τραγουδά με την ορχήστρα και κείνος δέχτηκε με μεγάλο ενθουσιασμό.
Έτσι ξεκίνησε η σπουδαία πορεία στο τραγούδι του Γιώργου Θεοδωράκη του επονομαζόμενου «Γκρανή».
Οι «πέτρινες καρδιές»
Η επιτυχία της ορχήστρας ήταν μεγάλη και το ανήσυχο πνεύμα του Καρνιωτάκη δεν έλεγε να ηρεμίσει.
Και μια μέρα πρότεινε να κάνουν ένα δικό τους σχήμα. Οι άλλοι τον άκουγαν διστακτικά αλλά εκείνος είχε ήδη την εμπειρία από την πρώτη ορχηστρούλα, που είχαν κάνει με μερικούς φίλους και ερμηνεύτρια την Φέφη Βαλαρή. Είχαν πάρει μάλιστα και βραβείο συμμετέχοντας σε μουσικό διαγωνισμό στη Γιορτή Κρασιού.
Κι επειδή όταν βάζει κάτι στο μυαλό του ο Καρνιώτης θα το πετύχει, δεν άργησαν να γίνουν οι «Πέτρινες καρδιές The Stone’s Heart’s», που αποτελούσαν Drums: Μανώλης Καρνιωτάκης, Τραγούδι: Γιώργ. Θεοδωράκης, Αρμόνιο: Γιαν. Αντωνακάκης, Κιθάρα: Γιάννης Γαλερός, Κιθάρα Τρομπέτα: Άκης Αντωνακάκης και Οδυσσέας Καλαϊτζάκης Κιθάρα.
Σαφής επηρεασμός από τους Rolling Stones αλλά η ορχηστρούλα αυτή άφησε δυνατό αποτύπωμα στη νυκτερινή ζωή. Μια εμφάνιση στον «Έσπερο» χάλασε κόσμο κι ακολούθησε ένας ακόμα θρίαμβος στου «Ρουσάκι το ρομάντζο» ένα κέντρο της υψηλής τάξης που λειτουργούσε στον Άγιο Νικόλαο. Ήταν 29 Ιουνίου του 1969.
Κάθε εμφάνιση της ορχήστρας ήταν και μια επιτυχία. Οι «Πέτρινες Καρδιές» πραγματοποίησαν και επιτυχημένες εμφανίσεις στο κέντρο «Δροσιά» του Γ. Δεληγιώργη στην περιοχή του Ορφανοτροφείου.
Λίγο αργότερα ο Χάρης Κουγιτάκης και ο Νίκος Κορνηλάκης δημιούργησαν μια ακόμα όμορφη μουσική γωνιά που ονόμασαν «Σπηλιά» κι έγινε το στέκι των νεολαίων με υψηλές απαιτήσεις της εποχής.
Στο μεταξύ η ορχήστρα πλουτίστηκε και με δυο καταπληκτικά μπουζούκια τον Δήμο Μοσχάκη και τον Γιώργο Μπαγιαρτάκη.
Για τους λάτρεις της ρετρό μουσικής «επιστρατεύτηκε» ο μοναδικός Νίκος Περπιράκης, που μάγευε με το κλαρίνο και το σαξόφωνό του.
Μια απολαυστική μαρτυρία
Στο σημείο αυτό θα δώσουμε τον λόγο σε ένα «σερ» της νυκτερινής ζωής, έναν αυθεντικό «Bon viveur», που εξακολουθεί να δίνει πνοή σε κάθε παρέα, τον μοναδικό Νίκο Σκαρβέλη, συνταξιούχο σήμερα υπάλληλο της Τραπέζης της Ελλάδος. Από τους υπέροχους Ρεθεμνιώτες.
Πάντα κομψός με τον αέρα του κοσμοπολίτη που τον διακρίνει ο κ. Νίκος Σκαρβέλης, της γνωστής οικογενείας των Μισσιριανών προσφύγων, είναι ο πλέον αρμόδιος να μας μιλήσει για την εποχή εκείνη που ο ίδιος έδινε παλμό στη νυκτερινή ζωή με τον όμορφο τρόπο που ήξερε να διασκεδάζει. Κι όπως πολύ σωστά μου επισήμανε παλιός Ρεθεμνιώτης, ο Νίκος Σκαρβέλης ήξερε να διασκεδάζει έχοντας μόλις βρέξει τα χείλη του με ποτό. Κανένας δεν τον θυμάται ποτέ να έχει μεθύσει. Αντίθετα έκανε την παρέα του να ξεφαντώνει με το μπρίο του.
«Τι μου θύμισες τώρα ξεκίνησε τη κουβέντα μας. Ήταν μια εποχή που έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Έχουμε πια χαθεί, καθώς σπάνια να βρεθούμε γηγενείς Ρεθεμνιώτες σε ένα τόπο. Ας είναι.
Για το οδοιπορικό που μου ζητάς, στο νυκτερινό Ρέθυμνο που έχω ζήσει θα σε γυρίσω στη δεκαετία του 1970.
Το μπουζουξίδικο «Καλό» στα φόρτε του. Η διασκέδαση με το μπουζούκι είχε αρχίσει από το 1968, αλλά εγώ εκείνη την εποχή υπηρετούσα τη μαμά Ελλάδα.
Ο Κρανής (ο Γιώργης ο Θεοδωράκης) με την καταπληκτική του φωνή, ο Αρτέμης ο Σταρένιος, το αηδόνι, ο Νίκος Περπιράκης με το κλαρίνο και το σαξόφωνο ο Καρνιώτης ο Μανώλης και ο Στρατής ο Μαθιουδάκης με τις ντραμς, ο Πλαΐτης ο Άκης και ο Γιάννης ο Χάμπλας με το αρμόνιό τους κρατούσαν τον κόσμο στην πίστα μέχρι το πρωί. Η Έλλη με τη φωνάρα της, η Αλέκα, η Μάγδα η Καρποζήλου έβαζαν φωτιά στα μπουζούκια.
Το τότε μπουζουξίδικο «Καλό», για να μαθαίνουν οι νεότεροι, βρισκόταν στη γωνία της παραλιακής λεωφόρου. Εκεί που αρχίζει η Γοργοποτάμου στα Περιβόλια. Σήμερα στη θέση αυτή είναι κτισμένο ένα ξενοδοχείο.
Εκείνη την εποχή, θα την έχεις προφτάσει πιστεύω, πόσοι να είμαστε στην πόλη. Καμιά δεκαριά χιλιάδες κάτοικοι κι όλοι γνωρίζαμε καλά ο ένας τον άλλο. Ήξερες μπαίνοντας στο κέντρο ποιους να περιμένεις να συναντήσεις. Κάνω μια τυχαία αναφορά σε πρόσωπα που μου έρχονται στο νου. Να η παρέα του Βαγγέλη του Παπαδάκη του φουρνάρη με την Αθηνά του, κοντά ο Αντώνης ο Γαλανάκης με την Ιωάννα του. Ο Μιχάλης ο Μαλλιαρός με τη Μαριάννα του. Ο Στέλιος ο Βογιατζής με τη Μιράντα του. Ο Γιάννης ο Κουνδουράκης με τη Μίρκα του. Οι Παρασχάκηδες, ο γιατρός και ο διευθυντής της ΔΕΗ με τη Χρυσούλα και την Έλκα αντίστοιχα. Ο Χατζηδάκης ο Νώντας ο γιατρός. Ο Λαγός ο Δαμιανός. Ο Λάμπρος ο Πηγουνάκης. Ο Γρηγόρης ο Μαραγκάκης (το κουλούκι). Τα αδέρφια Κωστής και Γιώργης Κακογιαννάκης (Τσιτώνης). Ο Νίκος ο Κάρταλης με την αδελφή του τη Σιμόν. Ο Κώστας Ηλιάκης με τις αδελφές του Μαίρη και Γίτσα. Οι Λαγοί Σταύρος και Μιχάλης. Ο Χαλκιαδάκης ο Μιχάλης με τις αδερφές του Καίτη και Κωστία. Τα Τζετζάκια, τα Μπενάκια. Ο Προκόπης ο Προκοπάκης. Ο Δομαζής ο Στέλιος με την Ελένη του. Ο Θωμάς ο Γουλόπουλος με την Ελένη του. Ο Μάρκος ο Κουτσούρης, ο Μύρος ο Βασιλακάκης, ο Μιχάλης ο Μουρτζανός, ο Ζαχαρίας ο Μαύρος, ο Μιχάλης ο Καζίλας με τις γυναίκες τους. Ο Μαντολανάς που άφησε και την τελευταία του πνοή τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων στην πίστα πάνω και άλλοι πολλοί που δεν μπορώ να θυμηθώ. Και όλοι αυτοί μια παρέα.
Αν έμπαινε κάποιος με φωτογραφική μηχανή και έβγαζε μια φωτογραφία όλο το μαγαζί και μετά από πέντε λεπτά ξανάβγαζε μία δεύτερη, αν τις σύγκρινες δεν έβλεπες τα ίδια πρόσωπα στο ίδιο τραπέζι. Πήγαιναν ο ένας στου αλλουνού την παρέα και όλο το μαγαζί μία παρέα. Χωρίς παρεξηγήσεις γλεντούσαν όλοι μαζί και χόρευαν όλοι μαζί.
Το πρόγραμμα άνοιγε με ελαφρά τραγουδάκια, μετά έβαζε χορευτικά, ταγκό (διακρινόταν το ζεύγος Λευτέρη και Μαρίτσα Χαλκιαδάκη), οι πραγματικές καντρίλιες. Μετά ερχόταν το βαλς, το φοξ τροτ, οι δύο κύκλοι ανδρών και γυναικών, το promenade και οι αλλαγές της ντάμας. Γινόταν ανεπανάληπτα γλέντια. Αργότερα έβγαινε το λαϊκό πρόγραμμα. Χασάπικα, Μανώλης Γαλανάκης (Μπούλης), Αντώνης Πίσσας (Μαντόλα), Γιάννης Θεοδωράκης (Βατραχάκη). Ζεϊμπέκικα Κωστής Ηλιάκης, Νίκος Κάρταλης, Προκοπάκης Προκόπης κι εγώ. Στα τσιφτετέλια… όλο το μαγαζί, άντρες και γυναίκες».
Από τον κ. Νίκο Σκαρβέλη μάθαμε και μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια για μια ερμηνεύτρια που ακόμα μας σαγηνεύει με την υπέροχη φωνή της. Η αναφορά μας στην Έλλη Αδαμαντίδου μια αυθεντική φωνή, που εξακολουθεί να γοητεύει με το μοναδικό της βιμπράτο.
Έτυχε λοιπόν ένα βράδυ ο κ. Σκαρβέλης να βρίσκεται στο κέντρο «Νεράιδα» που τραγουδούσε η Έλλη. Μια στιγμή πέφτει το μάτι του στην είσοδο την ώρα που έμπαινε η Χάρις Αλεξίου με τον άνδρα της τον Αχιλλέα Θεοφίλου.
Και οι δυο δέχτηκαν ευχαρίστως την πρότασή του να καθίσουν στο τραπέζι του για ένα ποτό. Εκείνος όμως είχε το σκοπό του. Και μόλις εμφανίστηκε η Έλλη φρόντισε να πει τα δικά του το διάσημο ζευγάρι για την ερμηνεύτρια. Ο Θεοφίλου ζήτησε να τη δει. Και μπροστά στον κ. Σκαρβέλη της έδωσε την κάρτα του να τον συναντήσει στην Αθήνα. Την επαίνεσε θερμά για τη φωνή της. Σίγουρα θα της έδινε μεγάλες ευκαιρίες. Η ζωή όμως αλλιώς τα θέλησε. Για να μπορούμε να την απολαμβάνουμε πάντα στο Ρέθυμνο.
Το φαινόμενο Πέτρος Λάβδας
Σε επόμενα αφιερώματα θα καλύψουμε τα κενά που υπάρχουν στην έρευνά μου.
Αυτό που θα πρέπει να τονίσουμε είναι ότι εκείνος που ήρθε στα 1977 και έδωσε άλλη μορφή στη νυκτερινή ζωή του Ρεθύμνου ήταν ο Πέτρος Λάβδας.
Μια μεγάλη καλλιτεχνική παρουσία στο χώρο του μουσικού θεάτρου.
Ήταν ένας απίστευτα χαρισματικός καλλιτέχνης.
Ο Πέτρος Λάβδας γεννήθηκε το 1946. Εμφανίστηκε σε δεκάδες επιθεωρήσεις στα μπαλέτα του Γιάννη Φλερύ και του Φώτη Μεταξόπουλου. Χόρεψε σε δεκάδες κινηματογραφικές ταινίες και εμφανίστηκε στα μεγάλα κοσμικά κέντρα της Αθήνας κυρίως στην Παλιά Αθήνα, όπου εκεί σε επιθεώρηση πίστας, εξελίχθηκε σε υπέροχο σόουμαν που έπαιζε, χόρευε και τραγουδούσε. Όλοι της γενιάς μου θυμόμαστε με μεγάλο θαυμασμό και αγάπη τον Πέτρο, έναν ταλαντούχο, πανέξυπνο, έντιμο, καλό φίλο, άνθρωπο με χιούμορ και παροιμιώδη καλοσύνη.
Από την ώρα που εμφανιζόταν στην πίστα αυτός και το κοινό συμμετείχαν, ήταν μια μοναδική συνύπαρξη στον κόσμο του υπέρτατου μεγαλείου της τέχνης.
Ο Πέτρος δεν ξέχασε ποτέ το Ρέθυμνο. Ερχόταν καλεσμένος του φίλου του Παντελή Περακάκη, επίσης καλλιτέχνη. Με θλίψη μάθαμε πως πέθανε 25 Σεπτεμβρίου του 2020.
Ο Πέτρος Λάβδας να σημειώσουμε για την ιστορία ότι είχε πάρει μέρος στις ταινίες
«Ζήλεια» (1963)
«Κάτι να καίει» (1964)
Μικροί και μεγάλοι εν δράσει (1963)
Ο εμίρης και ο κακομοίρης (1964)
Είναι ένας… τρελλός τρελλός Βέγγος (1965)
Κορίτσια για φίλημα (1965)
Ραντεβού στον αέρα (1966)
Βίβα Ρένα (1967)
Ο Λαμπίρης εναντίον των παρανόμων (1967)
Η τύχη μου τρελάθηκε (1970)
Σ’ αγαπώ (1971)
Ο Αρτέμης Σταρένιος, ενώ έκανε λαμπρή καριέρα και στην Αθήνα και στο Ρέθυμνο, βάσκανη μοίρα τον καταδίκασε να περάσει με σοβαρά προβλήματα τη δύση της ζωής του.
Ένα ατύχημα τον σημάδεψε για χρόνια. Εκείνος αντιμετώπιζε με γενναιότητα τα προβλήματα που του άφησε η περιπέτειά του αυτή. Κρατήθηκε από τη ζωή και κατάφερε να ξεπεράσει αρκετά από αυτά. Ήταν βέβαια υποχρεωμένος να αφήσει το τραγούδι. Άνοιξε όμως ένα βιβλιοπωλείο που έγινε πολιτιστικό στέκι. Δημιούργησε και μια υπέροχη οικογένεια με μια λαμπρή και εξαίρετη εκπαιδευτικό. Δυστυχώς έφυγε τόσο νωρίς και τόσο νέος. Για πάντα όμως θα τον θυμόμαστε με τον ίδιο σεβασμό και αγάπη.
Ο Γιώργος Θεοδωράκης συνέχισε να μας χαρίζει την υπέροχη φωνή του τελευταία στο «Ρίθυμνα» με μόνιμη ορχήστρα. Κρίμα που έφυγε και αυτός τόσο νωρίς.
Και τι να θυμηθούμε για τον Μιχάλη Γιανναράκη, τον περίφημο Μπούμπουκα. Αυτοδίδακτος, άφησε εποχή με το μοναδικό μπουζούκι του. Αξέχαστος πραγματικά.
Του οφείλουμε ένα εκτενέστερο αφιέρωμα, γιατί έγραψε τη δική του ιστορία στη νυκτερινή ζωή της πόλης.
Από τη νυκτερινή ζωή του Ρεθύμνου πέρασε και ο Μάνος Μουντάκης, ο γιος του μεγάλου μας Κώστα Μουντάκη, από τους πρωτομάστορες της παραδοσιακής μουσικής. Μέχρι που οι καλλιτεχνικές του υποχρεώσεις στην ΕΡΤ τον πήραν μόνιμα στην Αθήνα. Εκεί συνεχίζει να προσφέρει στην πολιτιστική ζωή, ενώ δεν αφήνει και το έργο ζωής του στο Σφακάκι, ένα μουσικό σχολείο.
Είναι όμως πάντα κοντά στο Ρέθυμνο και το αποδεικνύει.
Έχουμε πολλά ακόμα να θυμηθούμε από τη νυκτερινή ζωή του Ρεθύμνου που άρχισε να αναπτύσσεται από τη μεταπολίτευση και μετά.
Μια εποχή που ο κόσμος πραγματικά διασκέδαζε και η έξοδός του ήταν πραγματικά μια αναζήτηση της αυθεντικής ψυχαγωγίας.
Θα έχουμε όμως την ευκαιρία να κάνουμε ακόμα ένα αφιέρωμα στην νυκτερινή ζωή του Ρεθύμνου και με άλλους καλλιτέχνες που άφησαν εποχή, αλλά ο χώρος δεν μας επιτρέπει να τους συμπεριλάβουμε στο σημερινό μας αφιέρωμα.
Πηγές:
Μαρτυρίες Μανόλη Καρνιωτάκη – Νίκου Σκαρβέλη