Τα γεγονότα παραμένουν ζωντανά στις μνήμες των αστυνομικών που συμμετείχαν στην επιχείρηση της 5ης Νοεμβρίου 2007, που με σκοπό μια κατ’ οίκον έρευνα, κι ενώ κατευθυνόταν στα Ζωνιανά, βρισκόμενοι κοντά στην είσοδο του χωριού δέχτηκαν ένοπλη επίθεση από κατοίκους Ζωνιανών, με αποτέλεσμα από τις βολές των καλάσνικοφ να τραυματιστεί βαρύτατα ο ειδικός φρουρός Στάθης Λαζαρίδης που ακόμα βρίσκεται στο Νοσοκομείο σε κωματώδη κατάσταση, να τραυματιστούν δυο ακόμα ειδικοί φρουροί από σφαίρες που δέχτηκε το τζιπ στο οποίο επέβαιναν, οι Χρήστος Τσανακτσίδης και Θόδωρος Γώγος και να κινδυνεύει η ζωή όλων ανεξαιρέτως των αστυνομικών που συμμετείχαν στην επιχείρηση και της δικαστικού που τους συνόδευε για να εποπτεύει την έρευνα.
Το σκέλος της υπόθεσης που αφορά τους δράστες της επίθεσης, δικάζεται αυτήν την περίοδο σε δεύτερο βαθμό, στο Εφετείο Πειραιά. Στις 13 Μαρτίου μάλιστα, αναμένεται η αγόρευση του εισαγγελέα και η πρότασή του επί των ποινών των κατηγορουμένων.
Στο Ρέθυμνο, μόλις ξεκίνησε η δίκη στο σκέλος που αφορά την επιχείρηση και τη διερεύνηση των ευθυνών που φέρουν τρεις αξιωματικοί για τον σχεδιασμό, την οργάνωση και την υλοποίησή της. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο τότε γενικός αστυνομικός διευθυντής Περιφέρειας Κρήτης Αντώνης Βιτωράκης, και οι δυο Ρεθυμνιώτες αστυνομικοί στους οποίους έδωσε εντολή να γίνει η επιχείρηση, προκειμένου να πραγματοποιηθεί έρευνα στο σπίτι νεαρού που είχε συλληφθεί στο Φόδελε για κατοχή και διακίνηση ηρωίνης, κατόπιν σήματος που είχε στείλει η Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Ηρακλείου, στους συναδέλφους τους του Ρεθύμνου, διώκονται για παράβαση καθήκοντος, καθώς φέρονται να μην σχεδίασαν με τη δέουσα προσοχή την επιχείρηση, δεν έλαβαν όλα τα μέτρα που είχαν υποχρέωση, ώστε να μην κινδυνεύσουν οι ζωές των αστυνομικών. Κατηγορούνται για προχειρότητα, λάθη και παραλείψεις. Ο δε κ. Βιτωράκης κατηγορείται επιπλέον ότι την προηγούμενη της επιχείρησης, μετέβη στα Ζωνιανά, ενημέρωσε παράγοντες του χωριού για την επιχείρηση και έκανε συνεννόηση μαζί τους να αφήσουν την αστυνομική δύναμη να περάσει ανεμπόδιστα στο χωριό.
Εναντίον των τριών αξιωματικών, στράφηκαν αστυνομικοί οι οποίοι μετείχαν στην επιχείρηση και κινδύνευσε η ζωή τους.
Το Δικαστήριο, από την ακροαματική διαδικασία θα καταλήξει στις ευθύνες ή μη καθενός από τους τρεις. Η εξέταση των μαρτύρων από την δικαστική έδρα αλλά και από τους συνηγόρους των δυο πλευρών είναι εξονυχιστική ώστε να φωτιστεί κάθε πτυχή εκείνης της αστυνομικής επιχείρησης που βάφτηκε με αίμα. Υπήρχε πρόθεση από τους τρεις ή από κάποιον εκ των τριών, να γίνει αυτή η επιχείρηση με κάθε τρόπο χωρίς να ληφθούν όλα τα μέτρα ασφαλείας και προστασίας των αστυνομικών; Ήθελε πάση θυσία ο τότε γενικός αστυνομικός διευθυντής Περιφέρειας Κρήτης να διαψεύσει τα δημοσιεύματα της περιόδου εκείνης περί άβατου των Ζωνιανών και σχεδίασε την επιχείρηση και έδωσε εντολή στους υφισταμένους του τοπικούς αξιωματικούς να την υλοποιήσουν αλλά κατόπιν συνεννόησής του με παράγοντες του χωριού, ώστε να γίνει μεν χωρίς αντιδράσεις από τους κατοίκους αλλά να είναι ατελέσφορη, ώστε να αποδειχτεί ότι η αστυνομία μπαίνει ανεμπόδιστα στα Ζωνιανά και κείνος να επιβραβευτεί από την φυσική του ηγεσία; Αλλά κάτι συνέβη και «στράβωσε» η θρυλούμενη ή φημολογούμενη συμφωνία; Γύρω απ’ αυτά τα ζητήματα το Δικαστήριο αναζητά την αλήθεια.
Ο ίδιος ο απόστρατος πλέον αξιωματικός Αντώνης Βιτωράκης υποστηρίζει ότι βρέθηκε την προηγούμενη της επιχείρησης στον Μυλοπόταμο αλλά δεν πήγε στα Ζωνιανά να συνεννοηθεί με κανέναν αλλά στο Α.Τ. Ανωγείων προκειμένου να ζητήσει από τον αξιωματικό υπηρεσίας σχεδιάγραμμα της περιοχής που επρόκειτο να γίνει η επιχείρηση.
Την πρώτη μέρα της ακροαματικής διαδικασίας εξετάστηκαν πέντε μάρτυρες και η δίκη διεκόπη για την Τρίτη 26 Φεβρουαρίου.
Πρώτος μάρτυρας για την υπόθεση εξετάστηκε ο αξιωματικός της ΕΛΑΣ Στέλιος Σταυρουλάκης, ο οποίος την περίοδο εκείνη υπηρετούσε ως διοικητής στο Α.Τ. Ανωγείων. Σήμερα είναι διοικητής του Α.Τ. Σπηλίου. Έμπειρος και καλός γνώστης της περιοχής, του ζητήθηκε τότε να ενημερώσει τους δυο αξιωματικούς της Α.Δ. Ρεθύμνης για τα σημεία στα οποία βρίσκονταν τα σπίτια και η επιχείρηση-κρεοπωλείο του συλληφθέντα στο Ηράκλειο προκειμένου να γίνει έρευνα. Ο κ. Σταυρουλάκης όχι μόνο ενημέρωσε για τα ακριβή σημεία που του ζητήθηκαν αλλά έκανε σχεδιάγραμμα όλης της περιοχής, το οποίο απέστειλε στην Α.Δ. Ρεθύμνου με φαξ και το οποίο συνόδευε με μια σοβαρότατη εισήγησή του: Η αποστολή να μην γίνει με τον τρόπο που έχει σχεδιαστεί διότι θα οδηγηθεί σε αιματοχυσία και επεσήμαινε τις αδυναμίες της επιχείρησης. Ανέφερε ότι πρέπει να γίνει με καταδρομικό τρόπο και με κάλυψη των δυνάμεων των αστυνομικών. Αυτές τις αντιρρήσεις φαίνεται ότι οι δυο τοπικοί αξιωματικοί τις μετέφεραν στον κ. Βιτωράκη τηλεφωνικά αλλά εκείνος επέμενε να γίνει η επιχείρηση. Εξάλλου, είναι χαρακτηριστική η αναφορά που γίνεται στο πόρισμα της ΕΔΕ σε σχέση με την απόφαση του κ. Βιτωράκη: «Εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 3008/12/125-γ από 4-11-2007 διαταγή προς την Α.Δ. Ρεθύμνης για την επίσπευση διενέργειας της έρευνας και τη λήψη αυξημένων μέτρων τάξης από την Υπηρεσία αυτή κατά τη διεξαγωγή της, χωρίς να λάβει υπόψη την προαναφερόμενη αναφορά-εισήγηση».
Ο κ. Σταυρουλάκης επανέλαβε κατά την εξέτασή του όλες τις ενστάσεις που είχε διατυπώσει τότε και υποστήριξε ότι η επιχείρηση ήταν κακοσχεδιασμένη.
Ενδιαφέρον έχουν οι παρακάτω ερωταπαντήσεις μεταξύ δικαστικής έδρας, συνηγόρων και μάρτυρα:
– Τα Ζωνιανά ήταν άβατο;
– Ήταν και είναι.
– Για τα αστυνομικά μέτρα που λαμβάνονταν στην περιοχή την περίοδο εκείνη, υπήρχαν αντιδράσεις;
– Πάντα ήταν αντιδραστικοί στο χωριό.
– Την προηγούμενη της επιχείρησης ο κ. Βιτωράκης ήρθε στο Α.Τ. Ανωγείων;
– Δεν το γνωρίζω, δεν με ενημέρωσε κανείς για κάτι τέτοιο.
– Είχαν βληθεί άλλοτε με καλάσνικοφ αστυνομικοί;
– Ναι, είχε συμβεί να βληθούν, θυμάμαι τον Ιούλιο του 2005 σε μια επιχείρηση εκρίζωσης χασισοφυτειών.
Ο κ. Σταυρουλάκης χαρακτήρισε ως χείριστο τον σχεδιασμό, για τρεις κυρίως λόγους: λόγω της ώρας που επελέγη να γίνει η επιχείρηση για την κατ’ οίκον έρευνα, λόγω της μη πρόβλεψης κατόπτευσης της περιοχής και μη πρόβλεψης κάλυψης των αστυνομικών δυνάμεων και τέλος χωρίς τη συμμετοχή ειδικών ομάδων-ΕΚΑΜ.
Για τον χρόνο υλοποίησης της επιχείρησης, ανέφερε πως ήταν κάτι πρωτοφανές, αφού η ώρα που ενδείκνυται σε τέτοιες περιπτώσεις είναι μεταξύ 6:30-7:00 το πρωί και πάντως σε καμία περίπτωση στις 10:00 το πρωί.
Ερωτώμενος για τα ΕΚΑΜ εάν ποτέ άλλοτε είχε γίνει έρευνα στα Ζωνιανά με συμμετοχή ανδρών της Ειδικής Κατασταλτικής Μονάδας, απάντησε πως όχι αλλά κάποια στιγμή θα έπρεπε να γίνει.
Ερωτώμενος αν ήταν επικίνδυνο να μπει αστυνομία στο χωριό και πόσοι ήταν εκείνοι οι παραβατικοί που ενδεχομένως θα αντιδρούσαν στην παρουσία της αστυνομίας, απάντησε: «Ήταν πολλοί οι παραβατικοί, το 99,9% παραβατικοί ήταν».
Πάντως, ο κ. Σταυρουλάκης κατέθεσε την άποψή του ότι οι αξιωματικοί δεν είχαν πρόθεση να προκαλέσουν κακό, ωστόσο ήταν βέβαιο πως με τον συγκεκριμένο σχεδιασμό της επιχείρησης θα υπήρχε πρόβλημα.
Ανέφερε επίσης πως την επιχείρηση την οργάνωσε ο κ. Βιτωράκης, έδωσε εντολή στους δυο αξιωματικούς του Ρεθύμνου και κείνοι είχαν υποχρέωση να εκτελέσουν την εντολή του. Ειδικότερα, για τον κ. Πετούση είπε πως δεν είχε κανέναν λόγο, καμία ανάμειξη στο σχέδιο και για τον κ. Σαβάκη πως αν και δεν είχε υποχρέωση να συμμετέχει στην επιχείρηση, βρέθηκε εκεί από υπερβάλλοντα ζήλο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είχε καμία πρόθεση να βλάψει κανέναν.
Σε σχέση με το ποιός από τους αξιωματικούς είχε την αρμοδιότητα να δώσει εντολή είτε να συνεχιστεί η πορεία των αστυνομικών προς τα Ζωνιανά είτε να οπισθοχωρήσουν από την στιγμή που άρχισαν να δέχονται τα οχήματά τους τις ριπές από καλάσνικοφ, ο κ. Σταυρουλάκης απάντησε πως αυτή ήταν αρμοδιότητα του επικεφαλής της επιχείρησης.
Ο ειδικός φρουρός Γιώργος Σπετσωτάκης επέβαινε με τέσσερις ακόμα συναδέλφους του στο δεύτερο κατά σειρά αστυνομικό τζιπ της ομάδας των δυνάμεων που κατευθυνόταν στα Ζωνιανά. Προπορευόταν δυο συμβατικά οχήματα της Αστυνομίας στο ένα εκ των οποίων επέβαινε και η δικαστική λειτουργός που θα παρίσταντο στην κατ’ οίκον έρευνα, η κ. Αικ. Κωσταριδάκη.
Το τζιπ στο οποίο επέβαινε ο μάρτυρας ειδικός φρουρός, εβλήθηκε με δυο σφαίρες των καλάσνικοφ και μάλιστα δυο από τους συνεπιβαίνοντες συναδέλφους του τραυματίστηκαν. Πρόκειται για τον οδηγό Χρήστο Τσανακτσίδη και τον Θεόδωρο Γώγο. Ο μάρτυρας καθόταν στην θέση του συνοδηγού.
Όπως κατέθεσε ο ειδικός φρουρός, η ομάδα του ενημερώθηκε για την επιχείρηση το πρωί της ίδιας μέρας περίπου στις 10:00 το πρωί κι ενώ ήταν καθ’ οδόν για τα Ζωνιανά.
«Η ομάδα μου ήταν τρία οχήματα με 10 συνολικά άτομα και τον διοικητή μας. Συγκεντρωθήκαμε στο Πέραμα και τότε μάθαμε που θα πάμε. Συνεχίσαμε και στην Γέφυρα του Φονιά μας περίμεναν και άλλα οχήματα με συναδέλφους μας. Παραξενευτήκαμε πολύ γιατί η ώρα ήταν 10:00 και δεν συνηθίζεται να γίνονται επιχειρήσεις τέτοια ώρα. Ειδικότερα στα Ζωνιανά που και στο παρελθόν είχαμε δεχτεί πυροβολισμούς. Συνήθως τέτοιες κατ’ οίκον έρευνες γίνονται τα ξημερώματα 5:00 με 6:00 για να αιφνιδιάσουμε τον ελεγχόμενο. Μας έκανε μεγάλη εντύπωση η ώρα, το συζητήσαμε μεταξύ μας και είναι αλήθεια πως ανησυχήσαμε» επεσήμανε.
Στην ερώτηση που του έγινε αν τους είχαν δοθεί οδηγίες για το τι να κάνουν σε περίπτωση εμπλοκής, ο κ Σπετσωτάκης απάντησε: «Οδηγίες η ομάδα μας δέχτηκε από τον διοικητή μας. Αλλά μόνο για την έρευνα. Δεν μας είπε κανείς τίποτε άλλο ιδιαίτερο. Κανένας χάρτης, κανένα σχεδιάγραμμα δεν μας δόθηκε. Απολύτως τίποτα δεν μας είπαν για το τι να πράξουμε σε περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά. Είχαμε μόνο ασύρματο στα οχήματά μας για να ακούμε εντολές».
Όπως είπε ο μάρτυρας, όταν έφτανε το όχημα που επέβαινε, κοντά στη διασταύρωση της Αξού, άρχισαν να ακούνε πυροβολισμούς. «Από τον ασύρματο ακούσαμε μια φωνή να μας δίνει εντολή να συνεχιστεί η επιχείρηση. Συνεχίσαμε και όταν φτάσαμε πολύ κοντά στη διασταύρωση άρχισε καταιγισμός πυρών. Πανικός από σφαίρες. Το προπορευόμενο τζιπ σταμάτησε αριστερά και το δικό μας υποχρεωτικά μπήκε μπροστά. Όλα τα συμβατικά οχήματα φύγανε προς Αξό. Από τον ασύρματο δεν ακούγαμε τίποτα. Δεξιά μας υπήρχε γκρεμός και μπροστά μας ψηλά το χωριό Ζωνιανά. Το πρώτο τζιπ ήταν ακινητοποιημένο. Το παρμπρίζ του τζιπ μας δέχτηκε μια σφαίρα. Το όχημα σταμάτησε. Ο Χρήστος Τσανακτσίδης έσκυψε το κεφάλι. Το τζιπ σταμάτησε. Είδα αίματα. Νόμιζα ότι σκοτώθηκε. «Χρήστο ζείς;» τον ρώτησα. Σκεφτόμουν τι να κάνω. Κρατούσα το όπλο, άνοιξα την πόρτα του τζιπ, έβγαλα το πόδι μου έξω με σκοπό να πηδήξω στον γκρεμό και από κεί να φωνάξω και στους συναδέλφους μου να κατέβουν για να προστατευτούμε. Όπως είχε ακινητοποιηθεί το πρώτο όχημα και μετά το δικό μας, όλη η φάλαγγα ακινητοποιήθηκε πίσω. Οι σφαίρες έπεφταν χαλάζι. Ο Χρήστος όμως έβαλε μπροστά πάλι το τζιπ και δεν κατέβηκα. Φύγαμε από τον δρόμο της Αξού. Ο Χρήστος μας έλεγε «καίγομαι». Από τον ασύρματο ανέφερα ότι έχουμε τραυματία και κατευθυνθήκαμε στο Κ.Υ. Ανωγείων. Στο διάστημα που μεσολάβησε με την ακινητοποίηση του τζιπ, τα οχήματα που ακολουθούσαν δεν μπορούσαν να προχωρήσουν ούτε μπροστά ούτε πίσω. Με μανούβρες κατάφεραν να στρίψουν και να φύγουν πίσω».
Απευθυνόμενος στον μάρτυρα ο εισαγγελέας του ζήτησε να απαντήσει τι κατά την άποψή του έλειπε από τον σχεδιασμό της επιχείρησης κι αν θεωρεί πως ήταν αρκετές οι δυνάμεις.
«Για το συγκεκριμένο χωριό δεν ήταν αρκετές. Εμείς, οι συνάδελφοι του οχήματος που επιβαίναμε, εκφράσαμε τις αντιρρήσεις μας στον διοικητή μας για την επιχείρηση αυτή. Νοιώθαμε εντελώς ακάλυπτοι. Από την Γέφυρα του Φονιά όπου συναντηθήκαμε όλοι, έφυγε μια μεγάλη φάλαγγα αυτοκινήτων που φαινόταν από μακριά. Ίσως αν πηγαίναμε από τον άλλο δρόμο, της Αξού, να δεχόμαστε λιγότερα πυρά, μόνο από μια πλευρά. Θα έπρεπε να είχε προβλεφθεί τοποθέτηση ακροβολιστών για να μας καλύψουν».
Και ο εισαγγελέας συνέχισε τις ερωτήσεις στον κ. Σπετσωτάκη:
– Στα 7 χρόνια που υπηρετούσες τότε στα ΤΑΕ, πόσες επιχειρήσεις είχαν γίνει στα Ζωνιανά;
– Καμία.
– Γιατί; Ποιος ήταν ο φόβος;
– Δεν ξέρω.
– Το πρόβλημα ποιοι το δημιουργούσαν στα Ζωνιανά; Ο ερευνώμενος ή οι συγγενείς του;
– Όλο το χωριό.
– Πόσος κόσμος μαζευόταν όταν η Αστυνομία τύχαινε να πάει σε μια έρευνα;
– Όσος κόσμος υπήρχε στο χωριό.
– Είχε γίνει συντονισμένη έρευνα στα Ζωνιανά μέχρι τότε;
– Όχι, ποτέ.
Ερωτώμενος ο μάρτυρας από συνηγόρους, πόσα άτομα πυροβολούσαν εναντίον των αστυνομικών και πόσες βολές ερίφθησαν εναντίον τους, απάντησε: «Δεν ξέρω πόσοι πυροβολισμοί έπεσαν. Ήταν πάρα πολλοί. Δεχτήκαμε καταιγισμό βολών, από δυο πλευρές ταυτόχρονα όπως τις ακούγαμε αλλά δεν μπορώ να προσδιορίσω τον αριθμό. Δεν γνωρίζω τον λόγο που μας έστησαν την ενέδρα, εκτιμώ όμως πως θεώρησαν πως πηγαίναμε να κάνουμε έρευνα σε όλο το χωριό όταν είδαν τόσα πολλά οχήματα. Και όπως αποδείχτηκε μετά που ακολούθησε η συντονισμένη επιχείρηση, υπήρχαν πολλά πράγματα να κρύψουν. Ήταν πολλά τα ευρήματα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι στο ποτάμι βρήκαμε καμένη μεγάλη ποσότητα χασίς. Υπήρχαν τα ίχνη και ήταν πρόσφατα καμένο».
Ο ειδικός φρουρός ανέφερε πως εάν όταν άρχισαν να πέφτουν οι πυροβολισμοί τους δινόταν εντολή να γυρίσουν πίσω δεν θα συνέβαινε τίποτα απ’ όσα συνέβησαν. Δεν θα είχε τραυματιστεί βαρύτατα ο Στάθης Λαζαρίδης ούτε οι δυο άλλοι συνάδελφοί του, δεν θα είχε κινδυνεύσει η ζωή όλων των αστυνομικών που συμμετείχαν στην επιχείρηση.
Ο κ. Σπετσωτάκης ερωτηθείς τι γνωρίζει για την παρουσία του κ. Βιτωράκη στην περιοχή του ορεινού Μυλοποτάμου την προηγούμενη της επιχείρησης, απάντησε:
«Μάθαμε ότι βρέθηκε στην περιοχή. Τον είδαν συνάδελφοι που εκτελούσαν υπηρεσία βάρδιας να κατεβαίνει από τα Ζωνιανά και να κατευθύνεται προς Ανώγεια όχι με το υπηρεσιακό του όχημα αλλά με ένα πολιτικό αυτοκίνητο. Τους έκανε εντύπωση που δεν σταμάτησε να τους χαιρετίσει».
Ο Γιώργος Σπετσωτάκης ολοκληρώνοντας την μαρτυρική του κατάθεση εξέφρασε την έντονη πικρία του και των συναδέλφων του για το γεγονός πως κανείς δεν τους ζήτησε συγνώμη για ότι συνέβη. Ενώ ήταν ιδιαίτερη η αναφορά του στα αισθήματα που του γεννήθηκαν έκτοτε για τους αξιωματικούς.
«Κανείς μέχρι σήμερα δεν μας ζήτησε συγνώμη που μας οδήγησαν σαν πρόβατα σε σφαγή. Ήμουν στον Στρατό και είχα άλλη αντίληψη για τους αξιωματικούς. Όπως και το 1999 που μπήκα στην Αστυνομία. Αξιωματικός για μένα σήμαινε υπευθυνότητα, εμπιστοσύνη. Από την επιχείρηση αυτή και μετά η έννοια έχει αλλάξει για μένα. Είναι δύσκολο να εμπιστευτώ πλέον αξιωματικό».
Συνεπιβάτης του 2ου αστυνομικού τζιπ ήταν και ο μάρτυρας-ειδικός φρουρός Κώστας Ζουβελέκης. Όπως και ο προηγούμενος συνάδελφός του και εκείνος αναφέρθηκε στην εντύπωση και τη δυσφορία που προκάλεσε η απόφαση να γίνει η επιχείρηση στις 10:00 το πρωί. «Ήξερα ότι οι επιχειρήσεις αυτές γίνονται πολύ πρωί. Υπήρξε δυσφορία από τους συναδέλφους και για την ώρα και διότι δεν υπήρχε καμία κάλυψή μας, δεν υπήρχε ομάδα ασφαλείας που να έχει προπορευτεί για να μας παρέχει κάλυψη. Μας καθησύχασε ο διοικητής μας λέγοντάς μας ότι οι δυνάμεις είναι επαρκείς και ότι η ώρα αυτή επελέγη, διότι θα έλειπε από τα Ζωνιανά πολύς κόσμος και θα ήταν στο Ηράκλειο για να συμπαρασταθούν στον συλληφθέντα κάτοικο, στου οποίου το σπίτι θα κάναμε την έρευνα, διότι θα περνούσε ανακριτή» είπε.
Αναφερόμενος στο περιστατικό ο μάρτυρας είπε μεταξύ άλλων: «Ακούσαμε τους πρώτους πυροβολισμούς ενώ βρισκόμαστε 400 περίπου μέτρα από το χωριό. Από τον ασύρματο διαβίβασε συνάδελφος ότι «ακούγονται πυροβολισμοί». Με αυστηρό τόνο, ακούστηκε η εντολή «προχωρήστε κανονικά». Οι σφαίρες άρχισαν να πέφτουν, να χοροπηδούν δίπλα μας. Μια σφαίρα έπεσε στο παρμπρίζ του τζιπ κι έσπασε το τζάμι. Σταματήσαμε προσωρινά. Ακούγαμε τα πυρά κι όλοι προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τι γίνεται. Ο συνάδελφος Σπετσωτάκης επιχείρησε να κατέβει από το τζιπ, το ίδιο προσπάθησα κι εγώ. Ο Χρήστος, τραυματισμένος, μας φώναξε πάμε να φύγουμε και ξεκίνησε ξανά το τζιπ. Εν μέσω πυρών δεν είχαμε άλλη επιλογή παρά να φύγουμε. Ένοιωθες λες και βρισκόσουν σε πεδίο βολής. Οι βολές ερχόταν από δυο πλευρές. Δεν γνωρίζω με πόσα όπλα μας έριχναν αλλά εκτιμώ πως ίσως ήταν και 10. Αυτό που βιώσαμε εμείς μας έδειξε πως η ενέδρα ήταν σχεδιασμένη από πριν».
Ερωτώμενος εάν είχαν λάβει οδηγίες για περίπτωση εμπλοκής στη διάρκεια της επιχείρησης, απάντησε αρνητικά. «Δεν είχαμε καμία συγκεκριμένη οδηγία τι θα κάνουμε. Το πρωτόκολλο πάγια προβλέπει ότι σε περιπτώσεις εμπλοκής και κατόπιν εντολής, καλύπτεσαι, ανταποδίδεις τα πυρά και φεύγεις με τις λιγότερες απώλειες».
Σχετικά με την επίσκεψη του κ. Βιτωράκη στην περιοχή, ο ειδικός φρουρός ανέφερε ότι συνάδελφοί του που είχαν υπηρεσία τον είχαν δει να επιβαίνει σε ιδιωτικό τζιπ και να έχει κατεύθυνση από τα Ζωνιανά προς τα Ανώγεια, απαντώντας σε ερώτηση του συνηγόρου του κ. Βιτωράκη είπε πως δεν γνωρίζει αν είχε πάει να ενημερώσει τους Ζωνιανούς για την επιχείρηση.
Όπως και οι άλλοι συνάδελφοί του μάρτυρες, ο κ. Ζουβελέκης ερωτώμενος σχετικά απάντησε ότι οι τοπικοί αξιωματικοί διέθεσαν στην επιχείρηση κάθε μέσον που είχαν στη διάθεσή τους, ωστόσο είπε πως θα μπορούσε από εκείνον που είχε την αρμοδιότητα να ζητηθεί η συνεισφορά ελικοπτέρου για την κάλυψη των αστυνομικών.
Επίσης εξετάστηκε την Τρίτη ως μάρτυρας ο ειδικός φρουρός Αντώνης Καβρουδάκης που επέβαινε με τρεις ακόμα συναδέλφους του στο πρώτο τζιπ της πομπής, μετά τα συμβατικά οχήματα.
Όπως είπε, είχε έρθει με μετάθεση στο Ρέθυμνο λίγες μέρες νωρίτερα και ήταν η πρώτη φορά που θα μετείχε σε επιχείρηση στα Ζωνιανά. Ο μάρτυρας ανέφερε πως όταν στη διαδρομή ενημερώθηκαν που θα πάνε, υπήρξε προβληματισμός και δυσαρέσκεια στο πλήρωμα του δικού του τζιπ ειδικότερα ως προς την ώρα που επελέγη, αφού τέτοιες επιχειρήσεις και κατ’ οίκον έρευνες γίνονται με το πρώτο φως της μέρας και όχι στις 10:00 το πρωί.
«Οι δυνάμεις μπορεί να ήταν αρκετές αλλά ούτε η ώρα ήταν κατάλληλη ούτε ο σχεδιασμός να ανεβαίνουν τόσα οχήματα φάλαγγα. Τρακόσια περίπου μέτρα πριν φτάσουμε στο χωριό, ακούστηκαν πυροβολισμοί. Το διαβίβασε κάποιος στον ασύρματο αλλά ακούσαμε την εντολή «συνεχίστε κανονικά». Συνεχίσαμε και άρχισαν συνεχόμενες ριπές. Οι σφαίρες χόρευαν δίπλα μας. Ακολούθησε πανικός. Στον ασύρματο ακούγαμε για τραυματίες. Κάποια τζιπ κοκάλωσαν, κάποια έκαναν αναστροφή. Εμείς φύγαμε μπροστά και δεξιά προς την Αξό» είπε ο μάρτυρας διηγούμενος τα γεγονότα εκείνης της ημέρας.
Ο μάρτυρας ερωτώμενος σχετικά, ανέφερε ότι σε τέτοια προβληματική περιοχή χρειαζόταν μέτρα κάλυψης, έκανε λόγο για κακό σχεδιασμό της επιχείρησης και ελλιπή συντονισμό, για ακατάλληλη ώρα, όπως επίσης ότι δεν υπήρχε πρόβλεψη για ακροβολιστές που θα παρείχαν κάλυψη, όπως επίσης και για απουσία σχεδίου διαφυγής σε περίπτωση εμπλοκής.
Ως μάρτυρας εξετάστηκε ο Μανώλης Μοσχονάς, αστυνόμος Α’ την περίοδο εκείνη και σήμερα αστυνομικός διευθυντής στον βαθμό και αναπληρωτής αστυνομικός διευθυντής Ρεθύμνου.
Στην κατάθεσή του ανέφερε ότι στην ευρύτερη περιοχή του Μυλοποτάμου υπήρχε αυξημένη εγκληματικότητα με πολλά περιστατικά ανομίας και ότι με την έλευση του κ. Βιτωράκη στην Κρήτη άρχισε να γίνεται ένας σχεδιασμός καταπολέμησης της εγκληματικότητας για όλο το νησί. Για τον Μυλοπόταμο, στο πλαίσιο του σχεδίου στην εφαρμογή του οποίου, όπως είπε, είχε εμπλοκή και ο ίδιος, προβλέφθηκε 24ωρη αστυνομική παρουσία στην περιοχή με περιπολίες κατά βάρδιες ανά οκτάωρο.
Ο κ. Μοσχονάς, απαντώντας σε ερωτήσεις σχετικές με την ιδιαιτερότητα της περιοχής του Μυλοποτάμου και ειδικότερα των Ζωνιανών σε σχέση με την αστυνομία, είπε πως έχει υπηρετήσει πέντε χρόνια στην περιοχή και γνώριζε όπως όλοι, πως ήταν προβληματική.
«Οι κατ’ οίκον έρευνες ήταν συνηθισμένες; Γινόταν χωρίς προβλήματα;» ερωτήθηκε.
«Γινόταν αλλά με προβλήματα. Η αστυνομική παρουσία κάθε φορά που επρόκειτο να γίνει έρευνα στο σπίτι κάποιου, ξεσήκωνε αντιδράσεις σε συγγενείς και χωριανούς του. Οι αντιδράσεις εκφραζόταν με φωνασκίες, ύβρεις, πέτρες και κάποιες φορές με πυροβολισμούς στον αέρα από μακριά» απάντησε.
Για τη συγκεκριμένη επιχείρηση, απάντησε πως δεν γνωρίζει τι ακριβώς προέβλεπε ο σχεδιασμός, καθώς ο ίδιος δεν συμμετείχε στη σύσκεψη που έγινε, όπως δεν συμμετείχε ούτε στην υλοποίησή της.
– Ήταν αρκετές οι δυνάμεις κατά την άποψή σας για την κατ’ οίκον έρευνα που επιχειρήθηκε;
– Ναι, ήταν επαρκείς κι εγώ το ίδιο θα έκανα. Δεν περιμένεις ότι σου έχουν στήσει ένοπλη ενέδρα.
– Ούτε πηγαίνοντας στα Ζωνιανά δεν θα το περιμένατε;
– Όχι, δεν περνάει απ’ το μυαλό σου κάτι τέτοιο. Η ένοπλη ενέδρα στην συγκεκριμένη επιχείρηση ήταν μια πρωτοφανής αντίδραση.
Στο σημείο αυτό ήταν χαρακτηριστική η παρέμβαση του προέδρου της έδρας κ. Ντάκουλα, ο οποίος ρώτησε: «Τότε μπορείτε να μας πείτε γιατί φοράνε αλεξίσφαιρα γιλέκα ακόμα και οι δικαστικοί που συνοδεύουν τους αστυνομικούς όταν πηγαίνουν στην περιοχή για κατ’ οίκον έρευνες;».
Οι ερωτήσεις στον μάρτυρα για τον σχεδιασμό της επιχείρησης συνεχίστηκαν:
– Χρειαζόταν η συμμετοχή ανδρών της ΕΚΑΜ;
– Νομίζω όχι, υπήρχε πολυπληθής ομάδα αστυνομικών.
– Μήπως η παρουσία ελικοπτέρου αλλά και ακροβολιστών ήταν απαραίτητη;
– Όχι, το θεωρώ υπερβολικό κάτι τέτοιο.
– Ποιός θα μπορούσε να είχε ζητήσει την ενίσχυση της επιχείρησης με τα παραπάνω μέσα;
– Ο γενικός Κρήτης, όμως, θεωρώ πως θα ήταν υπερβολή να ζητηθεί κάτι τέτοιο.
– Θεωρείτε ότι πήγαν σωστά οι αστυνομικές δυνάμεις από τον συγκεκριμένο δρόμο;
– Ναι.
– Σωστά πήγαιναν ως φάλαγγα όλα τα αστυνομικά οχήματα μαζί ή μήπως ήταν προτιμότερο να είχαν χωριστεί;
– Δεν μπορεί κάποιος να απαντήσει με σιγουριά.
– Ποια ώρα ενδείκνυται να γίνεται μια τέτοια επιχείρηση για κατ’ οίκον έρευνα;
– Δεν είναι στάνταρ, κάθε περίπτωση εκτιμάται. Μπορεί τα ξημερώματα να είναι στα σπίτια τους εκείνοι στους οποίους θα κάνουμε έρευνα, μπορεί και όχι. Η συνήθης πρακτική είναι να γίνεται πολύ νωρίς το πρωί για να υπάρχει το στοιχείο του αιφνιδιασμού και για να είναι όλοι στα σπίτια τους. Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. Εκ των υστέρων, σε αυτή την επιχείρηση φάνηκε πως δεν ήταν αποτελεσματική η επιλογή της ώρας.
– Υπήρξε κάποια ένδειξη ότι είχε γίνει γνωστό πως θα πραγματοποιηθεί επιχείρηση;
– Όχι δεν υπήρξε τέτοια ένδειξη. Εκ των υστέρων, από την ενέδρα φάνηκε πως είχε γίνει γνωστή.
Ερωτώμενος εάν κατά την άποψή του τηρήθηκαν σωστά οι κανόνες εμπλοκής όταν οι αστυνομικοί άρχισαν να δέχονται βολές από καλάσνικοφ και εάν υπήρχε σχετικό πρωτόκολλο που έπρεπε να τηρηθεί, ο κ. Μοσχονάς απάντησε: «Θεωρώ πως κάνανε το καλύτερο που μπορούσαν. Ανέπτυξαν ταχύτητα κι έφυγαν. Η αντίδραση κάθε φορά είναι ανάλογα με το περιστατικό. Περιμένεις εντολή από τον επικεφαλής της επιχείρησης».
Συνεχίζοντας τις ερωτήσεις τους τόσο ο πρόεδρος της δικαστικής έδρας όσο και οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής και υπεράσπισης, ο κ. Μοσχονάς μεταξύ άλλων ερωτήθηκε και απάντησε στα παρακάτω:
– Όταν ένας αξιωματικός παίρνει εντολή από τον προϊστάμενό του μπορεί να μην υπακούσει;
– Όχι δεν μπορεί.
– Εάν χρειαζόταν ειδικές δυνάμεις και περισσότερα μέσα από τα διαθέσιμα στην Κρήτη για να γίνει η επιχείρηση, ποιανού ήταν αρμοδιότητα να τα ζητήσει από το Επιτελείο;
– Του γενικού αστυνομικού διευθυντή Περιφέρειας Κρήτης.
Χαρακτηριστικές ήταν οι ερωτήσεις του εισαγγελέα της έδρας Ιωακείμ Κασσωτάκη. Πρόκειται για τον εισαγγελέα που επόπτευε των ερευνών στα Ζωνιανά καθ’ όλο το διάστημα που διήρκησε η μεγάλη αστυνομική επιχείρηση, που πραγματοποιήθηκε μετά την αιματηρή επιχείρηση της 5ης Νοεμβρίου 2007. Ο κ. Κασσωτάκης εστίασε τις ερωτήσεις του στον ζήλο που επιδείχτηκε να γίνει οπωσδήποτε η επιχείρηση στα Ζωνιανά για μια κατ’ οίκον έρευνα που δεν επρόκειτο να έχει αποτέλεσμα, καθώς προγραμματίστηκε να πραγματοποιηθεί τρεις μέρες μετά από τότε που ζητήθηκε με σήμα της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Ηρακλείου και ήταν βέβαιο πως οποιοδήποτε επιλήψιμο στοιχείο υπήρχε στο υπό έρευνα σπίτι θα είχε εξαφανιστεί μέσα στο διάστημα αυτό και ουδόλως θα υπήρχε το στοιχείο του αιφνιδιασμού, που είναι το βασικότερο σε αυτές τις περιπτώσεις.
– Η κατ’ οίκον έρευνα θα μπορούσε να έχει κάποιο αποτέλεσμα; Πότε ζητήθηκε η έρευνα;
– Την Παρασκευή.
– Τρεις μέρες μετά, τη Δευτέρα, υπήρχε περίπτωση να βρεθεί κάτι στο σπίτι που επρόκειτο να ερευνηθεί;
– Όχι.
– Άρα θα πρόσφερε κάτι στην ανάκριση η έρευνα;
– Εξαρτάται…
– Ποιος θα ωφελούνταν αν πήγαινε καλά η επιχείρηση ή ποιος αντίστοιχα θα βλαπτόταν αν δεν θα πήγαινε καλά; Ποιός θα έπαιρνε τα μπράβο, τα εύσημα, την ηθική καταξίωση αν έμπαινε η αστυνομική δύναμη στα Ζωνιανά;
– Είναι καθήκον των αξιωματικών της ΕΛΑΣ να κάνουν επιχειρήσεις χωρίς να περιμένουν κάτι.
– Θα κέρδιζε ή όχι κάποιος επιβράβευση έστω και ηθική εάν μετά από τόσα χρόνια θα γινόταν έρευνα μέσα στα Ζωνιανά;
– Όχι, η επιβράβευση θα ήταν συλλογική.
-Αναφέρεται σε καταθέσεις αστυνομικών ότι υπήρξε συνάντηση και συνεννόηση του κ. Βιτωράκη με προκρίτους του χωριού. Γίνεται αυτό από την Αστυνομία; Συνηθίζεται;
– Γινόταν τέτοιες συναντήσεις όχι για ενημέρωση σχετικά με επιχειρήσεις αλλά προκειμένου να υπάρχει μια επαφή της Αστυνομίας με τοπικούς φορείς.
– Δηλαδή αποκλείετε να υπήρξε συνεννόηση ότι θα γίνει η επιχείρηση;
– Ναι το αποκλείω.
Ερωτηθείς τι γνωρίζει για την παρουσία του κ. Βιτωράκη στην περιοχή του Μυλοποτάμου μία ή δυο μέρες νωρίτερα της επιχείρησης, απάντησε πως το Σάββατο το απόγευμα, ενώ ο ίδιος βρισκόταν υπηρεσία 3 χιλιόμετρα έξω από τα Ζωνιανά, είδε ένα όχημα στο οποίο επέβαινε ο στρατηγός να κατευθύνεται προς τα Ανώγεια. Επειδή δεν ήταν απόλυτα σίγουρος για τον επιβάτη, αργότερα πήρε τον κ. Βιτωράκη τηλέφωνο για υπηρεσιακά ζητήματα και επ’ ευκαιρία τον ρώτησε αν ήταν εκείνος στο αυτοκίνητο και του απάντησε καταφατικά λέγοντάς του ότι πήγαινε στο Α.Τ. Ανωγείων.
Όταν ο κ. Μοσχονάς ερωτήθηκε από την πολιτική αγωγή, πόσο λογικό είναι να πάει στην περιοχή ο ίδιος αλλά και γιατί δεν σταμάτησε να μιλήσει στους αστυνομικούς που είχαν υπηρεσία, απάντησε: «Από την μια είναι λογικό από την άλλη ναι, μπορεί να προκαλεί ερωτηματικά. Είναι λογικό από την άποψη ότι ο ίδιος ήθελε να κάνει αυτοψία του χώρου πριν την επιχείρηση». Στο σημείο αυτό σημειώθηκε ένταση όταν ο συνήγορος πολιτικής αγωγής παρατήρησε στον μάρτυρα «Αυτά να πάτε να τα πείτε στον Στάθη Λαζαρίδη, στο Νοσοκομείο».
Ο ίδιος ο κατηγορούμενος κ. Βιτωράκης απευθυνόμενος στον μάρτυρα, τον ρώτησε: Εάν είχα δόλιο σκοπό που βρέθηκα στον Μυλοπόταμο την προηγούμενη της επιχείρησης, όταν με πήρατε τηλέφωνο να επιβεβαιώσετε ότι ήμουν εγώ αυτός που είδατε, θα μπορούσα να σας το αρνηθώ και να σας πω πως ήταν ο δίδυμος αδελφός μου;
– Ναι, θα μπορούσατε να αρνηθείτε πως ήσαστε εσείς.
Ο κ. Μοσχονάς ολοκλήρωσε την κατάθεσή του απαντώντας στην ερώτηση εάν θεωρεί πως οι τρεις αξιωματικοί ήθελαν να βλάψουν ή να ωφελήσουν κάποιους. «Ανεπιφύλακτα απαντώ όχι, δεν είχαν τέτοια πρόθεση».