Ο σχολικός εκφοβισμός αποτελεί ένα κοινωνικό ζήτημα, ένα φαινόμενο που υπάρχει στα σχολεία με παιδιά θύτες, παιδιά θύματα και παιδιά παρατηρητές και χρειάζεται τη συνέργεια και τη συνεργασία της σχολικής κοινότητας με την οικογένεια, τις κοινωνικές υπηρεσίες, τους φορείς αλλά και την επιστημονική κοινότητα για να μπορέσει να αντιμετωπιστεί, αλλά κυρίως να προληφθεί. Τα παραπάνω επισημάνθηκαν μεταξύ πολλών άλλων στην εκδήλωση με θέμα «Σχολικός εκφοβισμός – Η σιωπή δε σταματάει τη βία. Μη φοβάσαι μίλα!», που πραγματοποιήθηκε χθες με πρωτοβουλία του Δήμου Ρεθύμνης-ΚΕΔΗΡ, και την στήριξη της Περιφέρειας Κρήτης – Περιφερειακή Ενότητα Ρεθύμνης.
Μια εκδήλωση που ήταν αφιερωμένη στη μνήμη του Βαγγέλη Γιακουμάκη. Οι ομιλητές -ψυχολόγοι έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στην αναγκαιότητα ποιοτικής επικοινωνίας των παιδιών με τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς τους, ώστε να καλλιεργηθεί και να διατηρηθεί μια σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο πλευρών. Μια εμπιστοσύνη που θα δώσει τη δυνατότητα στο παιδί να απευθυνθεί στο γονιό του για οτιδήποτε άσχημο του συμβαίνει, και στον εκπαιδευτικό ώστε να λειτουργήσουν άμεσα τα αντανακλαστικά του για να μπορέσει να το προστατέψει. Παράλληλα, ο αντιεισαγγελέας Πρωτοδικών Ανηλίκων για το Ρέθυμνο Ιωακείμ Κασσωτάκης, αναφέρθηκε στο νομικό πλαίσιο που διέπει τον σχολικό εκφοβισμό, το οποίο ωστόσο δεν προβλέπει ποινές για το συγκεκριμένο αδίκημα, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
«Σοβαρές οι επιπτώσεις σχολικού εκφοβισμού στα παιδιά»
Τις σοβαρές επιπτώσεις του σχολικού εκφοβισμού στα παιδιά, τόσο στην παιδική ηλικία όσο και στην μετέπειτα ζωή τους, επεσήμανε στην εισήγησή του με θέμα: «Χαρακτηριστικά παιδιών θυτών και θυμάτων: Όρια και προοπτικές παρεμβάσεων στο σχολείο και στην οικογένεια», ο καθηγητής -διευθυντής Εργαστηρίου Ψυχολογίας και Ειδικής Αγωγής Ηλίας Κουρκούτας. Ο ίδιος ξεκαθάρισε πως το φαινόμενο υπήρχε ανέκαθεν και συνεχίζει να υπάρχει σε πολλές κοινωνίες, σε καμία περίπτωση όμως δεν θα πρέπει αυτό να διογκώνεται. Αναφέρθηκε στα παιδιά στόχους-θύματα και στα παιδιά θύτες, ενώ υπογράμμισε τον ρόλο όλων των επαγγελματιών που σχετίζονται με τα παιδιά, οι οποίοι όπως ξεκαθάρισε θα πρέπει να είναι άρτια ενημερωμένοι και κυρίως ευαισθητοποιημένοι για να μπορέσουν να αντιληφτούν και να αντιμετωπίσουν τέτοια προβλήματα.
Μεταξύ άλλων ο καθηγητής Ψυχολογίας, είπε: «Είναι ένα φαινόμενο το οποίο υπάρχει εδώ και δεκαετίες. Είναι διαφορετικό από τις συγκρούσεις και τις διάφορες που έχουν τα παιδιά, στο πλαίσιο των παιχνιδιών, στο πλαίσιο των δικών τους σχέσεων. Πρόκειται για ένα φαινόμενο το οποίο είναι κάτι που είναι σκόπιμο και επαναλαμβανόμενο σε συγκεκριμένα παιδιά στόχους-θύματα, από συγκεκριμένους μαθητές, οι οποίοι για κάποιο λόγο νιώθουν ή και μπορεί να είναι πιο δυνατοί, σε μια θέση ισχύος και όπου επιβάλλονται με ένα τρόπο επιθετικό με διάφορες μορφές. Μπορεί να είναι ανοιχτά σωματικός ή φυσικός ή μπορεί να έχει και άλλες μορφές συγκαλυμμένες ή έμμεσες, όπως είναι οι γνωστές συκοφαντίες, ο αποκλεισμός από σχέσεις και η πρόκληση βλάβης σε άλλο άτομο με διάφορους άλλους τρόπους, όπως μέσω διαδικτύου. Είναι όμως μεγάλη η διαφορά και ουσιαστική σε σχέση με τις διάφορες συγκρούσεις που υπάρχουν στο πλαίσιο των παιχνιδιών και των σχέσεων των παιδιών, διότι εδώ έχουμε μια σκόπιμη επιθετική συμπεριφορά, όπου στόχος είναι να ταπεινωθεί το άλλο παιδί, να προσβληθεί ψυχικά και πολλές φορές και σωματικά, ώστε ο δράστης να νιώσει την ικανοποίηση, μπορεί να είναι σαδιστική, μπορεί να είναι ένα αίσθημα υπεροχής να παίρνει μια αξία σε σχέση με τον ίδιο του τον εαυτό.
Γι’ αυτό και λέμε ότι ο σχολικός εκφοβισμός είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, είναι πάντοτε στο πλαίσιο συστήματος μικροκοινωνιών και σχέσεων, όπως είναι η κοινότητα του σχολείου και όπου εκεί η μαρτυρία του άλλου, η αίσθηση του δράστη ότι υπερισχύει, ότι είναι πιο δυνατός, είναι αυτό, που από τα χαρακτηριστικά θεωρείται ένας παράγοντας που διατηρεί τον εκφοβισμό. Διότι επαναλαμβάνω μέσα από αυτό ο δράστης παίρνει μεγάλη ικανοποίηση και νιώθει επίσης στα μάτια των άλλων μια δύναμη-που πολλές φορές δεν την έχει και βασίζεται κυρίως στην αδυναμία του παιδιού θύματος και βεβαίως στις αδυναμίες όλων μας, του σχολικού συστήματος -και της ευαισθητοποίησης.
Είναι τεράστια η ευθύνη των ατόμων που έχουν να κάνουν με σχολείο, είτε μιλάμε για σχολικούς ψυχολόγους, σχολικούς συμβούλους και εκπαιδευτικούς να ευαισθητοποιούν και να καταλάβουν τις διαφορές. Γιατί αυτό το φαινόμενο έχει μεγάλη έκταση από πιο ήπιες, οι οποίες βέβαια πάντα προσβάλλουν, πληγώνουν τα παιδιά και έχουν επιπτώσεις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες και σε κάποιες περιπτώσεις ακραίες είναι πολύ πιο σοβαρές, μιλάμε για τραυματικές εμπειρίες και πλέον το γνωρίζουν πολύ καλά όλοι τι διαστάσεις μπορεί να πάρει».
Ο κ. Κουρκούτας ξεκαθάρισε πως τα ποσοστά δεν είναι αμελητέα στη χώρα, τονίζοντας πως με βάση ευρωπαϊκές έρευνες η Ελλάδα κατέχει την 2η -3η θέση σε επίπεδο Ευρώπης. Μεταξύ άλλων, ο κ Κουρκούτας, ανέφερε: «Έχουμε ένα δείγμα σε ποσοστά με βάση τις μαρτυρίες των ίδιων των παιδιών στα 13 τους, όπου η Ελλάδα είναι στην 2-3η θέση των παιδιών που δηλώνουν θύματα. Τα ποσοστά στην Κρήτη είναι παρόμοια. Δεν ξέρω τώρα ακριβώς που μπορεί να οφείλεται αυτό – λένε πάρα πολλοί-για κάποια πρότυπα ας πούμε πιο ανδρικά ή πιο ανδροπρεπή, κυριαρχίας ή το να μη δείχνουμε την αδυναμία γιατί η αδυναμία και η ευαισθησία θεωρούνται μειονεκτήματα. Αυτά ίσως σε κάποια παιδιά -δεν το θεωρώ απαραίτητο- λειτουργούν ως αφορμή για να γίνουν θύτες κακοποιοί. Πάντως υπάρχουν αυτά τα φαινόμενα, υπήρχαν πάντα. Δεν θέλουμε να κινδυνολογούμε. Δεν ξέρουμε αν έχουν αυξηθεί. Θεωρητικά όμως αυτές οι μορφές συμπεριφοράς στην περίοδο της κρίσης μπορεί να έχουν αυξηθεί, εφόσον τα παιδιά έχουν πολύ περισσότερα προβλήματα. Επίσης ένας λόγος είναι τα προβλήματα που κουβαλάνε από την οικογένειά τους ή ακόμα και οι αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος».
Στο 26,8% το ποσοστό του διαδικτυακού εκφοβισμού στην Ελλάδα
Τις ανησυχητικές διαστάσεις που λαμβάνει ο διαδικτυακός εκφοβισμός, ανέλυσε η κυρία Λούση Σιρινιάν, τ. καθηγήτρια Εφαρμογών ΤΕΙ Λάρισας, συντονίστρια του Προγράμματος Αριάδνη (Safe Internet), του Πανεπιστημίου Αθηνών, η οποία ανέφερε πως με βάση έρευνες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, το ποσοστό των παιδιών που θυματοποιούνται μέσω του διαδικτύου στη χώρα ανέρχεται στο 26,8%, ενώ ανάλογα όπως είπε, είναι και τα ποσοστά για την Κρήτη.
Το ποσοστό χαρακτηρίζεται σοβαρό με την έννοια ότι η Ελλάδα βρίσκεται στη δεύτερη θέση μετά την Ρουμανία και αποδεικνύει πως σαν χώρα δεν γνωρίζουμε τους κανόνες του διαδικτύου. Χαρακτηριστικά ανέφερε: «Ο διαδικτυακός εκφοβισμός παίρνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις και εξαρτάται άμεσα από τον σχολικό. Δηλαδή όσο μεγαλώνει ο σχολικός, μεγαλώνει και ο διαδικτυακός. Ο διαδικτυακός εκφοβισμός δεν ξεκινάει νωρίς, αλλά σε ηλικίες που έχει εγκατασταθεί καλά η χρήση του ίντερνετ στα παιδιά. Η Ελλάδα με βάση πανευρωπαϊκή έρευνα κατέχει την 2η θέση στο cyber bullying με 26,8%. Είναι η δεύτερη μετά τη Ρουμανία που έχει πάνω από 30%. Το ποσοστό αυτό δείχνει ότι δεν ξέρουμε τους κανόνες συμπεριφοράς, ότι δεν σεβόμαστε τον άλλον. Η Κρήτη έχει χαρακτηριστικά ενός μικρού μέρους, αλλά έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με την υπόλοιπη Ελλάδα. Δεν χρειάζεται στοχοποίηση. Ας δούμε ότι πρέπει να κάνουμε κάτι τώρα, είναι επείγον».
Η κυρία Σιρινιάν επεσήμανε πως υπάρχουν τρόποι αντιμετώπισης του φαινομένου που έχουν να κάνουν με τη σωστή χρήση του μέσου και με τον σεβασμό στη διαφορετικότητα του συνομιλητή μας. Αναφέρθηκε στις πρωτοβουλίες του υπουργείου Παιδείας, μέσα στο σχολικό πρόγραμμα, όπου υπάρχει ενημέρωση για την σωστή συμπεριφορά του παιδιού στο διαδίκτυο, ενώ τόνισε πως και συνεργάτες του κέντρου ασφαλούς διαδικτύου ενημερώνουν τα παιδιά, μέσα από εκδηλώσεις.
Πότε όμως ένας γονιός θα πρέπει να κινητοποιηθεί αν δεν αναγνωρίσει εγκαίρως τα συμπτώματα του παιδιού του; Η κυρία Σιρινιάν αναφέρθηκε σε «ύποπτες» συμπεριφορές που θα πρέπει να ενεργοποιήσουν τον γονέα, ο οποίος θα πρέπει να απευθυνθεί σε ειδικό ψυχολόγο και να συνεργαστεί με την σχολική κοινότητα και χαρακτηριστικά ανέφερε: «Όταν το παιδί δεν θα θελήσει να πάει στο σχολείο, όταν θα χάσει τον ύπνο του, όταν θα έχει ανησυχίες και όταν έχει αδικαιολόγητο φόβο. Όταν δεν θα θέλει επίσης να βγει από το σπίτι. Ο διαδικτυακός εκφοβισμός παραμονεύει σε όλα τα ηλεκτρονικά μέσα. Μπορεί το παιδί να μη θέλει να ανοίξει το κινητό, μήπως δει το αντίστοιχο μήνυμα ή να μη θέλει να δει το e-mail του γιατί δεν ξέρει τι τον περιμένει.
Είναι διαφορετικός από τον σχολικό, γιατί εκεί ξέρει τι τον περιμένει στο σχολείο. Ο ηλεκτρονικός τον περιμένει ανά πάσα στιγμή και όλο το 24ωρο και αυτό επιτείνει τις αρνητικές συνέπειες. Και μπορούν να φτάσουν μέχρι και την αυτοκτονία. Χρειάζεται η καλή συνεργασία του σχολείου, δάσκαλος, διευθυντής, σχολικός σύμβουλος, γονείς και ψυχολόγοι. Αυτή η συνεργασία είναι απαραίτητη και πρέπει να υπάρχει από όλες τις πλευρές καλή διάθεση για να προληφθεί και να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο αυτό».
«Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να είναι ευαισθητοποιημένοι για να αντιληφτούν τέτοια φαινόμενα»
Για τον ρόλο του εκπαιδευτικού μόλις αντιληφθεί περιστατικά σχολικού εκφοβισμού μίλησε στη διάρκεια της εκδήλωσης η κυρία Έλενα Βιταλάκη – εκπαιδευτικός, διδάκτωρ Αναπτυξιακής Ψυχολογίας Π.Κ. Η ίδια σημείωσε την ανάγκη άρτιας ενημέρωσης των ίδιων των δασκάλων και των καθηγητών, ώστε να μπορέσουν αρχικά να αναγνωρίσουν το πρόβλημα και στην συνέχεια να το διαχειριστούν ορθά βοηθώντας τόσο τα παιδιά θύματα όσο και τα παιδιά θύτες. Χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων είπε: «Το πώς θα αναγνωρίσουν οι εκπαιδευτικοί και πως θα διαχειριστούν περιστατικά σχολικού εκφοβισμού, εξαρτάται καθαρά από την ενημέρωση που έχουν λάβει και οι ίδιοι. Είτε σε προσωπικό επίπεδο είτε σε πιο συστηματικό και εξειδικευμένο. Το ζήτημα είναι κατά πόσο ευαισθητοποιημένοι είναι μέχρι τώρα για να μπορέσουν να αντιληφθούν τέτοια φαινόμενα. Γιατί βασική επιμόρφωση πάνω σε αυτό το θέμα δεν έχουν και ούτε ψυχολόγοι είναι ούτε χρειάζεται να είναι, για να έχουν τόσο εξειδικευμένη γνώση και ούτε έχει φροντίσει, κατά κάποιο τρόπο, κάποιος πανεπιστημιακός θεσμός μέχρι τώρα για να λάβουν μία τέτοια γνώση. Μπορούν να αντιληφθούν το φαινόμενο εφόσον είναι ευαισθητοποιημένοι και εφόσον ακούν τους μαθητές τους. Το ότι θέλουν να επιμορφωθούν πάνω σε αυτό και να αναπτύξουν περισσότερες γνώσεις, ώστε να μπορούν να δράσουν πιο συστηματικά και πιο οργανωμένα στην παρέμβαση και τη μείωση του φαινομένου, φυσικά το επιθυμούν. Γενικά το φαινόμενο υπάρχει και όσο περνάει ο καιρός, όπως φαίνεται από επιστημονικές έρευνες, τα πράγματα θέλουν προσοχή τόσο από το σχολείο όσο και από την πολιτεία αλλά και την οικογένεια».
Η ποινική αντιμετώπιση του Bullying
Στο νομικό πλαίσιο που αφορά το Bullying και τι προβλέπει ο Ποινικός Κώδικας, αναφέρθηκε ο αντιεισαγγελέας Ανηλίκων Ρεθύμνου, Ιωακείμ Κασσωτάκης.
Όπως ανέφερε, στο δίκαιό μας δεν προβλέπεται «προληπτική προστασία» και ότι προκειμένου να επιληφθούν οι διωκτικές αρχές θα πρέπει να έχει τελεστεί ένα έγκλημα ή τουλάχιστον να υπάρχει αρχή τέλεσης αυτού και να μην πραγματοποιηθεί από λόγους ανεξάρτητους της θέλησης του δράστη, δηλαδή να έχουμε απόπειρα τέλεσης εγκλήματος.
«Άλλως δεν μπορεί να υπάρξει δίωξη και τιμωρία. Εάν έχουμε συμπεριφορές που ο μέσος σκεπτόμενος λογικά άνθρωπος κρίνει ότι θα οδηγήσουν σε τέλεση εγκλημάτων και οι συμπεριφορές αυτές δεν εμπίπτουν σε κάποια διάταξη δικαίου, δεν μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε επέμβαση διωκτικών αρχών. Παραδείγματος χάρη συγκρότηση ομάδας στο σχολείο που συνοδεύεται με σήμανση των μελών με βίαια σύμβολα, δηλώσεις μαθητών ότι ακολουθούν ιδεολογίες που εξυμνούν την βία ή την εν γένει παραβατική συμπεριφορά, παραβατική συμπεριφορά ως προς τους κανόνες λειτουργίας του σχολείου κ.λπ. Για να διαπιστώσουμε εάν ο σχολικός εκφοβισμός προβλέπεται ως παραβατική συμπεριφορά και διώκεται ποινικά από το Ελληνικό Ποινικό Δίκαιο θα πρέπει πρώτα να δώσουμε έναν ορισμό στο τι είναι «σχολικός εκφοβισμός» και εν συνεχεία να προβάλλουμε την συμπεριφορά αυτή στους υπάρχοντες κανόνες δικαίου, και να διαπιστώσουμε αν η συμπεριφορά αυτή προβλέπεται ως συστατικό στοιχείο κάποιου κανόνα δικαίου, ώστε να ομιλούμε περί τέλεσης εγκλήματος το οποίο πρέπει να διωχθεί και να τιμωρηθεί», επεσήμανε ο εισαγγελέας.
Ορίζοντας τον όρο σχολικός εκφοβισμός, τόνισε:
«Ως σχολικός εκφοβισμός θα πρέπει να θεωρηθεί -κοινωνικά- ως μία επιθετική συμπεριφορά μεταξύ – κυρίως- ανηλίκων που εκδηλώνεται είτε με μορφές ήπιας βίας ( περιλαμβάνει λεκτικό εκφοβισμό, απειλές, εξυβρίσεις) είτε με μορφές κοινωνικού εκφοβισμού (αποκλεισμό παιδιού από παρέες, κοινωνικές δραστηριότητες, ομαδικά παιχνίδια) είτε με μορφές καθαρής βίας (κτυπήματα, κλοπές αντικειμένων, σεξουαλική παρενόχληση). Η επιθετική αυτή συμπεριφορά θα πρέπει να παρουσιάζει μία χρονική διάρκεια και να έχει μία επαναληπτικότητα.
Θύμα μπορεί να είναι οποιοσδήποτε ανήλικος ή ενήλικος αλλά ο θύτης για να μπορέσει να κινηθεί κατ ‘αυτού μια ποινική διαδικασία θα πρέπει να είναι πάνω από 8 ετών. Σε ανηλίκους κάτω των 13 ετών δεν καταλογίζεται καμία πράξη ανεξαρτήτως του βαθμού της διανοητικής τους ωριμότητας . Κατά κανόνα σε ανηλίκους επιβάλλονται μόνο αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα εκτός εάν είναι πάνω από 15 ετών και έχουν διαπράξει κακούργημα με στοιχεία βίας ή επαναλητικότητας οπότε το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει τον περιορισμό του σε ειδικό κατάστημα κράτησης».
Αναφερόμενος στο ποινικό δίκαιο και τι προβλέπει για τα παραπάνω, ο κ. Κασσωτάκης στην τοποθέτησή του είπε τα εξής:
«Πρωταρχική μέριμνα του ποινικού μας δικαίου είναι η συνολική προστασία της ζωής, σωματικής ευεξίας και σωματικής ακεραιότητας του ανθρώπου. Δηλαδή το ποινικό μας δίκαιο προστατεύει α) την σωματική ακεραιότητα του ατόμου από κάθε εξωτερική επένεργεια επί του σώματος π.χ. κτυπήματα, τραύματα, β) βλάβη της υγείας όπως εκδηλώνεται με διατάραξη των εσωτερικών λειτουργιών του ανθρωπίνου σώματος πχ με μετάδοση ασθενειών και γ) την πνευματική και ψυχική υγεία δηλαδή την προστασία από πρόκληση παθολογικών ψυχοσωματικών διαταραχών .Το είδος της σωματικής βλάβης που έχει υποστεί κάθε άτομο από επενέργεια τρίτου μας την δίδουν οι ιατροί, ψυχολόγοι, ψυχίατροι ή ιατροδικαστές οι οποίοι εξετάζουν το θύμα. Επί τη βάσει της ιατρικής πραγματογνωμοσύνης την οποία συντάσσουν υπαγάγουμε τη σωματική βλάβη σε απλή (άρθρο 308 ΠΚ), επικίνδυνη ( άρθρο 309 ΠΚ) βαριά ( άρθρο 310 ΠΚ), θανατηφόρα ( 311 ΠΚ) που είναι οι διακεκριμένες ή όλως ελαφρές και ασήμαντες ( 308 ΠΚ) που είναι οι προνομιούχες.
Είναι σημαντική αυτή η υπαγωγή ώστε ανάλογα με είδος και σπουδαιότητα της βλάβης που υπέστη το θύμα, να οριστούν τα όρια των ποινών που πρέπει να επιβληθούν κινούμενοι από απλό πρόστιμο ή κράτηση για τις προνομιούχες, σε φυλάκιση για τις βασικές μορφές έως κάθειρξη για της διακεκριμένες.
Εκτός από τη σωματική ακεραιότητα του ατόμου το ποινικό δίκαιο προστατεύει και την τιμή του ατόμου, δηλαδή την ηθική και κοινωνική αξία του προσώπου που έχει πηγή την ατομικότητα. Προστατεύεται η εσωτερική αξία του προσώπου, η φήμη του και η εκτίμηση που έχει στην ανθρώπινη κοινωνία. Έτσι όποιος προσβάλλει την τιμή του άλλου είτε με λόγια είτε με πράξεις – κυρίως χειρονομίες – τιμωρείται με φυλάκιση ή και χρηματική ποινή (361 ΠΚ). Επίσης όποιος διαδίδει ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλο γεγονότα που μπορούν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του τιμωρείται ομοίως με ποινές φυλάκισης και εάν είναι ψευδές το γεγονός, η ποινή φυλάκισης επεκτείνεται ( άρθρα 362, 363 ΠΚ). Ο τρόπος διάδοσης δεν έχει σημασία, μπορεί να γίνεται σε προσωπική διαλογική επαφή, μέσω μηνυμάτων ηλεκτρονικά (κινητά τηλέφωνα, e-mail, αναρτήσεις σε ιστοτόπους κοινωνικής δικτύωσης κ.λπ.).
Τέλος προστατεύεται εν γένει η προσωπική ελευθερία του προσώπου. Προστατεύεται από πρόκληση τρόμου ή ανησυχίας με απειλή βίας ή άλλης παράνομης, πράξης (άρθρο 333 ΠΚ), αλλά και από εξαναγκασμό με την βία ή απειλή σωματικής βίας ή άλλης παράνομης πράξης σε πράξη ή παράλειψη που το θύμα δεν έχει υποχρέωση ( άρθρο 330 ΠΚ).
Από τους ήδη υπάρχοντες κανόνες δικαίου αποδεικνύεται ότι ο σχολικός εκφοβισμός μπορεί να ενταχθεί σε όλους τους ανωτέρω κανόνες, δηλαδή να τελείται με την μορφή σωματικών βλαβών, εξυβρίσεων, απειλών, δυσφημήσεως και παράνομης βίας οι οποίες όταν παρουσιάζονται επαναλαμβανόμενα να έχουν την μορφή του κατ εξακολούθηση εγκλήματος οπότε και η ποινική δίωξη αλλά και τιμωρία να φτάνει στα ανώτερα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων ποινών. Καλύπτονται έτσι οι προαναφερθείσες «ήπιες και καθαρές» μορφές βίας αλλά όχι και ο κοινωνικός αποκλεισμός. Δηλαδή η άρνηση του θύματος ή ο αποκλεισμός του θύματος από συμμετοχή σε κοινωνικές δραστηριότητες ή παρέες.
Ο νομοθέτης όμως κινήθηκε εκτός από τα ανωτέρω εγκλήματα και στη θέσπιση εξειδικευμένων εγκλημάτων που τιμωρούν μια συνεχή σκληρή συμπεριφορά εις βάρος ανηλίκων, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας τους. Οι ρυθμίσεις όμως αυτές έχουν μία προβληματική στην εφαρμογή τους στον σχολικό εκφοβισμό.
Αρχικά υπάρχει η πρόβλεψη του άρθρο 312 ΠΚ που αναφέρει ότι επικουρικά, εάν δηλαδή δεν τιμωρείται κάποιος βαρύτερα με άλλη διάταξη, όποιος με συνεχή σκληρή συμπεριφορά προξενεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας σε ανήλικο τιμωρείται. Ως συνεχή και σκληρή συμπεριφορά έχει εξειδικευτεί από αποφάσεις ερμηνευτικές του ΑΠ αλλά και συγγραφέων και έχει οριστεί ως αυτή που έχει κάποια χρονική διάρκεια ή επαναληπτικότητα και προέρχεται από τη διάθεση του δράστη που δηλώνει έλλειψη κάθε συναισθήματος συμπάθειας προς τον ξένο πόνο . Η σωματική βλάβη δε αυτή μπορεί να τελεστεί είτε με ενέργεια του δράστη είτε με κακόβουλη παραμέληση των υποχρεώσεών του . Δυστυχώς παρότι η διάταξη αυτή προστατεύει ανηλίκους και προσιδιάζει με τον ορισμό του σχολικού εκφοβισμού που δώσαμε στην αρχή λόγω πρόβλεψης διάρκειας και επαναληπτικότητας πράξεων, εντούτοις με την διάταξη αυτή τιμωρούνται μόνο δράστες που έχουν το θύμα στην επιμέλειά τους, στην προστασία τους, ή ανήκει στο σπίτι του δράστη ή έχει μαζί του σχέση εργασίας ή υπηρεσίας ή που τον έχει αφήσει στην εξουσία του ο υπόχρεος για την επιμέλειά του . Περιορίζει τους δράστες σε άτομα που έχουν υπό την φροντίδα τους εν γένει τον ανήλικο και δεν περιλαμβάνει συμμαθητές ή άτομα του κοινωνικού τους περιβάλλοντος. Αντιλαμβανόμενος ο νομοθέτης την αδυναμία που προαναφέραμε για συγκεκριμένη ιδιότητα και σχέση του δράστη με το θύμα, προτίθεται να τροποποιήσει το παραπάνω άρθρο. Μέχρι τότε, θα αντιμετωπίζουμε ποινικά τον σχολικό εκφοβισμό με τις ήδη υπάρχουσες διατάξεις.
Εκτός από την πρόβλεψη του άρθρο 312 ΠΚ υπάρχει ειδική πρόβλεψη για την προστασία του ανηλίκου εντός της οικογένειάς του.
Εάν η ανωτέρω συμπεριφορά που ορίζεται ως Bullying τελείται εντός της οικογένειας του θύματος, τότε έχουν εφαρμογή ειδικές διατάξεις περί ενδοοικογενειακής βίας που έχουν θεσπιστεί με τον Ν 3500/2006 και περιλαμβάνουν την ποινική δίωξη και τιμωρία πράξεων βίας εντός της οικογένειας όπως το άρθρο 6 που προβλέπει και τιμωρεί την σωματική βλάβη από μέλος της οικογένειας εις βάρος μέλους της οικογένειας . Στο συγκεκριμένο άρθρο γίνεται και ειδική μνεία για συνεχή συμπεριφορά που προκαλεί έστω και ελαφρά σωματική βλάβη στο μέλος της οικογένειας και τέλος το άρθρο 7 που προβλέπει και τιμωρεί την ενδοοικογενειακή παράνομη βία και απειλή. Πάλι όμως η διάταξη αυτή περιορίζει τους δράστες στους οικείους και συνοικούντες με τον ανήλικο και ομοίως δεν περιλαμβάνει συμμαθητές ή άτομα του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος του ανηλίκου.
Εκτός από τις ανωτέρω προβλέψεις θα πρέπει να αναφερθεί και ο Ν 4285/2014 για την καταπολέμηση του ρατσισμού όπου τιμωρείται όποιος υποκινεί και προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα την θρησκεία τις γενεαλογικές καταβολές την εθνική ή εθνοτική καταγωγή το σεξουαλικό προσανατολισμό την ταυτότητα φύλου ή την αναπηρία και η ποινή του επαυξάνει εάν τελεστούν εγκλήματα λόγω της συμπεριφοράς αυτής. Η διάταξη αυτή θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε πράξεις σχολικού εκφοβισμού αλλά είναι πολύ δύσκολο να εξακριβωθούν τα κίνητρα των δραστών, με δεδομένο ότι αναφερόμαστε σε ανηλίκους που δεν έχουν μια ωριμότητα σκέψης και είναι δύσκολο να αποδώσουμε συμπεριφορές σε ρατσισμό, αποκλείοντας έναν μιμητισμό ή μια συμπεριφορά που προέρχεται από έλλειψη γνώσης αδίκου όπως αυτό έχει διαμορφωθεί από τις κοινωνικές ομάδες που εντάσσεται ο ανήλικος – οικογένεια, φίλοι κ.λπ. – ή άγνοιας των επιπτώσεων των πράξεών του σε συνομήλικούς του.
Εκτός όμως τους δράστες, θα πρέπει να εξετάσουμε και τις ευθύνες των γονέων των ανηλίκων που είναι θύματα ή θύτες αλλά και των καθηγητών ή ατόμων εν γένει που έχουν επιφορτιστεί με την φροντίδα και προστασία τους.
Αρχικά οι γονείς υποχρεούνται να μεριμνούν για ανήλικα τέκνα τους, σύμφωνα με τα άρθρα 1510 και 1518 ΑΚ και για την υγεία τους, σωματική και ψυχική. Άρα εφόσον είναι το ανήλικο τέκνο τους θύμα εγκλήματος πρέπει να του παράσχουν την απαραίτητη φροντίδα και το καταγγείλουν στις αρμόδιες αρχές. Εάν αυτό δεν συμβεί, τότε μπορεί να έχουμε εφαρμογή κατ αυτών του άρθρο 312 ΠΚ ήτοι να ομιλούμε περί κακόβουλης παραμέληση των υποχρεώσεών τους προς πρόσωπα που πρέπει να φροντίζουν και να ζητηθεί ποινική τους δίωξη. Την ίδια ευθύνη έχουν και τα άτομα στα οποία εμπιστεύονται οι γονείς τα ανήλικα τέκνα του π.χ. σχολείο.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις όταν υπάρχουν θύματα εκφοβισμού ανήλικοι και οι γονείς επιδεικνύουν αδιαφορία εκτός από τις ποινικές κυρώσεις και εφόσον η συμπεριφορά τους αυτή συνοδεύεται από εν γένει παραμέληση των καθηκόντων τους ως γονέων, μπορεί να οδηγηθούμε και σε αφαίρεση της γονικής μέριμνας από αυτούς, προκειμένου να αποτραπεί κίνδυνος σωματικής, πνευματικής ή ψυχικής υγείας του ανηλίκου (άρθρο 1532, 1533 ΑΚ)».
«Οφείλουμε να εγκαθιδρύσουμε σχέσεις εμπιστοσύνης, για να συνθλίψουμε το τείχος της σιωπής»
Στο χαιρετισμό του ο δήμαρχος Ρεθύμνου, αναφέρθηκε στην πρωτοβουλία του Δήμου να διοργανώσει την εκδήλωση, αλλά και να πραγματοποιήσει δράσεις για τον σχολικό εκφοβισμό. Μίλησε για τις επιπτώσεις του φαινομένου, την ανάγκη αφύπνισης της κοινωνίας υπογραμμίζοντας πως η επιστημονική βοήθεια απ’ όλους τους φορείς μπορούν να λειτουργήσουν ανασταλτικά και να στηρίξουν όλα τα παιδιά που έχουν ανάγκη.
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε ο κ. Μαρινάκης στην έλλειψη εμπιστοσύνης των παιδιών προς τους ενηλίκους, υποστηρίζοντας πως η έξαρση του φαινομένου του σχολικού εκφοβισμού σχετίζεται με την παρατεταμένη οικονομική και κοινωνική κρίση.
«Πιστεύω όμως πως, συνδυαστικά με την κρίση, η αλλαγή του παραδοσιακού τρόπου ανατροφής των παιδιών μας και των εν γένει αλλαγών που υπέστη η ίδια η λειτουργία της σύγχρονης οικογένειας, συνέβαλε στη δημιουργία της υφιστάμενης κατάστασης. Πιθανότατα, η κλιμάκωση των ενδοοικογενειακών προβλημάτων που προκάλεσε η κρίση, δεν άφησε ανεπηρέαστα τα παιδιά και τους νέους μας, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η νεανική παραβατικότητα σε επίπεδα συμπεριφοράς αλλά και δράσης των ανηλίκων.
Αν ο πυρήνας της ζωής ενός παιδιού, που είναι πρωτίστως η οικογένειά του, δεν είναι ασφαλής και κλυδωνίζεται συνεχώς επιβαρύνοντας την ψυχολογία του, αν τα παιδιά μας βιώνουν μοναξιά, απομόνωση, απόρριψη ή και βία κάθε μορφής στο οικογενειακό τους περιβάλλον, αν ενθαρρύνονται να επιδιώκουν τη διάκρισή τους όχι μέσα από υγιείς δράσεις αλλά μέσα από τη «μαγκιά» και τον εκφοβισμό που επιφυλάσσουν σε φίλους ή συμμαθητές τους, όσο να προσπαθήσει η κοινότητα, δύσκολα θα επιτύχει να καταστείλει σε βάθος τη μάστιγα του Bullying.
Αναζητώντας όμως τις βαθύτερες αιτίες που καλλιεργούν την ταχύτατη εξάπλωση του φαινομένου του Bullying, χρήσιμο θα ήταν να βάλουμε στην κουβέντα μας το θέμα της εμπιστοσύνης. Δυστυχώς, η πλειοψηφία των περιστατικών Bullying όπως και της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών, προκαλούνται, ως επί το πλείστον, από οικεία προς τα θύματα πρόσωπα. Όμως, τα περισσότερα θύματα, όπως εξάλλου και οι μάρτυρες τέτοιων περιστατικών, σιωπούν. Γνωρίζουμε όμως πως η σιωπή, συναντάται συνήθως εκεί που απουσιάζει η εμπιστοσύνη και το αίσθημα ασφάλειας στο περιβάλλον μας. Η σιωπή είναι συνώνυμη της συνενοχής και δεν φέρει κανένα ελαφρυντικό. Είναι αυτή που συνηγορεί στη συντήρηση κι εξάπλωση του προβλήματος. Αυτή λοιπόν τη σχέση εμπιστοσύνης οφείλουμε να εγκαθιδρύσουμε για να συνθλίψουμε το τείχος της σιωπής που ορθώνεται στις σχέσης γονέων – παιδιών, δασκάλων – μαθητών ακόμη και μεταξύ φίλων. Άλλωστε, όπως τα όμορφα γίνονται ακόμη ωραιότερα όταν τα μοιραζόμαστε έτσι και τα δύσκολα αντιμετωπίζονται ευκολότερα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο», κατέληξε.
Η αντιπρόεδρος της ΚΕΔΗΡ και αντιδήμαρχος Τουρισμού Πέπη Μπιρλιράκη, από την πλευρά της αναφέρθηκε στις πρωτοβουλίες του Δήμου και τις προσπάθειες που γίνονται από πλευράς τους για την ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση της κοινωνίας για το σοβαρό αυτό φαινόμενο, τονίζοντας μεταξύ άλλων: «Ο Δήμος Ρεθύμνης και η ΚΕΔΗΡ, είχαν σαν αφετηρία των εκδηλώσεων για τον εκφοβισμό το Ρεθεμνιώτικο Καρναβάλι. Από τότε έχει ανακοινωθεί ότι όλη η πορεία των δράσεων του Δήμου και της ΚΕΔΗΡ σε σχέση με τον εκφοβισμό θα είναι αφιερωμένες στη μνήμη του Βαγγέλη Γιακουμάκη. Ο Βαγγέλης Γιακουμάκης ενήλικας μεν, πολύ κοντά στα γεγονότα δε μέσα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ένα ζωντανό παράδειγμα αυτού του φαινομένου, που θα προσπαθήσουμε με κάθε τρόπο να συμβάλλουμε στην αντιμετώπισή του».
Στον χαιρετισμό της η αντιπεριφερειάρχης Ρεθύμνου Μαίρη Λιονή, μεταξύ άλλων ανέφερε: «Για να προσληφθεί και ν’ αντιμετωπιστεί το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού απαιτείται πρώτα απ’ όλα να το αναγνωρίσει η πολιτεία. Να το κατανοήσει ως πρόβλημα. Να διατυπώσει αρχές και τεχνικές παρέμβασης. Να διαμορφώσει επιστημονικές πρακτικές υποστήριξης όλων των μαθητών, θυμάτων και θυτών. Ν’ αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα των μέτρων που λαμβάνονται. Να ευαισθητοποιήσει και να υποστηρίξει όλους τους επαγγελματίες που ασχολούνται με τα παιδί, μέσα κι έξω από το σχολείο. Να ενθαρρύνει τους γονείς σε εγρήγορση και συμμετοχή. Αυτά μπορούν να συμβούν μόνο στο πλαίσιο ενός σοβαρού συστηματικού επιστημονικού και κοινωνικού διαλόγου, τοπικού ή ευρύτερου χαρακτήρα. Μέρος του διαλόγου είναι και η σημερινή σας δράση».
Ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός, στον γραπτό χαιρετισμό του, μεταξύ άλλων ανέφερε: «Τα παιδιά και οι έφηβοι στις μέρες μας ζητούν ουσιαστική και σε βάθος επικοινωνία, κατανόηση και σεβασμό των ιδιαίτερων αναγκών τους και της ξεχωριστής προσωπικότητάς τους, σταθερό και ασφαλές περιβάλλον για την ψυχοσωματική τους ανάπτυξη. Η ουσιαστική εκπαίδευση των παιδιών στα δικαιώματα μπορεί να συμβάλλει όχι μόνο στην υπεράσπισή του εαυτού τους αλλά και στην έμπρακτη υποστήριξη, από την πλευρά τους, αυτών που υφίστανται βίαιες συμπεριφορές και προέρχονται, συνήθως, από τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Η ανάπτυξη ξεκάθαρων και κοινά αποδεκτών κανόνων στα σχολεία και η συνδιαμόρφωσή τους και από την πλευρά των μαθητών μπορεί να συνεισφέρει στην αγωγή των υπεύθυνων δημοκρατικών πολιτών που οραματιζόμαστε. Απαραίτητη προϋπόθεση αυτής της ουσιαστικής εκπαίδευσης είναι το ‘κτίσιμο’ μιας ισχυρής και διαρκούς σχέσης συνεργασίας και εμπιστοσύνης μεταξύ εκπαιδευτικών και γονέων και ο συντονισμός των σχολικών μονάδων με τις κατά τόπους κοινωνικές υπηρεσίες (οι οποίες χρειάζονται ενίσχυση με επιστημονικό προσωπικό) πριν την εκδήλωση ακραίων κρουσμάτων βίας».