Γνώστες της ιστορίας της περιοχής θα γνωρίζουν πως τα Μάταλα διαθέτουν ένα πλήθος λαξευτών σπηλιών, τάφοι κατά την ρωμαϊκή και την πρώιμη χριστιανική περίοδο. Θα γνωρίζουν επίσης, πως το κίνημα των χίπις βρήκε καταφύγιο σε αυτές τις σπηλιές, χρησιμοποιώντας τες, από την δεκαετία του ‘60, ως καταφύγιο στις εξορμήσεις τους, στον προσφιλή σε αυτούς προορισμό των Ματάλων.
Γι’ όσους γνωρίζουν το συγκεκριμένο κίνημα μόνο από ταινίες όπως «η θεία μου η χίπισσα» της Φίνος Φιλμ, θα προβώ σε μια σύντομη κοινωνική και πολιτική ανάλυση, έτσι ώστε να προχωρήσω στον προβληματισμό μου. Το κίνημα της «αντικουλτούρας», μέρος του οποίου πρέπει να θεωρούνται οι χίπις, είναι ένα κίνημα αντίδρασης. Η νέα γενιά, αρχής γενομένης από την δεκαετία του ‘60, όρθωνε το ανάστημά της απέναντι σε παλαιότερες δομές και σταθερές καταστάσεις. Εναντιωνόταν στον επεκτατικό πόλεμο των Αμερικανών στο Βιετνάμ, επαναπροσδιόριζε τις φυλετικές, τις σεξουαλικές και τις σχέσεις ισότητας μεταξύ των δυο φύλων, όπως επίσης, αναζητούσε μια διαφορετική εκπαιδευτική διαδικασία. Ουσιαστικά οι νέοι εναντιώνονταν στην συντηρητική κοινωνία των πρεσβυτέρων τους, που είχε τις ρίζες της στον Ψυχρό Πόλεμο. Με συνθήματα όπως «κάνετε έρωτα, όχι πόλεμο» και μουσικές αναζητήσεις στο μήκος κύματος του Rock ‘n Roll, επεδίωκαν την φιλελευθεροποίηση των ηθών και της κοινωνίας. Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο καλλιεργήθηκε η κουλτούρα των χίπις.
Μάταλα, 2013, ημέρα Παρασκευή. Άπειρος κόσμος σε μια παραλία που την δεκαετία του ‘60 θα φάνταζε ερημική και απομονωμένη. Στην σκηνή ανεβαίνει γνωστό ελληνικό reggae συγκρότημα.
Η σκηνή κατακλύζεται, ως επί τω πλείστον, από έφηβους και νέους. Στην ήσυχη βραδιά με το φανταχτερό φεγγάρι, ο αέρας γεμίζει στίχους όπως «πίνω μπάφους και παίζω προ», «δεν κάνει κρύο στην Ελλάδα, κρύο δεν έκανε ποτέ, έλα απόψε για να νιώσεις όπως δεν ένοιωσες ποτέ», «Βερονίκη, Βερονίκη θα ‘θελα να ‘σαι καλά, και η μάνα Σαλονίκη να σου φέρεται σωστά»…
Στίχοι που μου φέρνουν στο μυαλό μια φράση του Διονύση Σαββόπουλου, ίσως πιο επίκαιρη από τότε που την ανέφερε ο τραγουδοποιός: Βυθίσανε μια γενιά, στα πιο βαθιά χασμουρητά. Σε συνδυασμό δε με το γεγονός πως, στην εισαγωγή του νέου τους τραγουδιού, «mala onda», που σημαίνει κακή αύρα, αναφέρανε πως τα δεινά της χώρας μας οφείλονται σε μια «κακή αύρα» που μας περιτριγυρίζει, μου έδωσαν αρκετή τροφή για να γράψω εν τέλει το άρθρο.
Κακές αύρες υπάρχουν στο σύμπαν του Πολέμου των Άστρων. Στο δικό μας, ελληνικό σύμπαν, υπάρχουν λάθος πολιτικές, μίζες, τρόικες και μια γενιά νέων που λικνίζεται ρυθμικά στους, μουσικά μονότονους, ρυθμούς της μουσικής των Locomondo και που σε αντίθεση με την γενιά των χίπις, δεν έρχεται προς το παρόν σε φανερή ρήξη με το αμαρτωλό παρελθόν των προηγούμενων γενεών.
Μετά την συγκεκριμένη συναυλία υπήρχε ζωντανό αφιέρωμα στους Pink Floyd, οι οποίοι με τραγούδια και δίσκους όπως το the wall (1979), δήλωσαν την έμπρακτη αντίθεσή τους στις κοινωνικές δομές της εποχής τους. Όμως η προσέλευση ήταν μειωμένη, διότι μεγάλο μέρος του κοινού είχε κουραστεί να χορεύει στους επαναστατικά καινούς ήχους των Locomondo…
Αν και το συμπέρασμα νομίζω πως είναι εμφανές, συνεχίζω. Με βάση τα παραπάνω, αναστοχάζεται κανείς το τρικουπικό ερώτημα, τις πταίει… Δυστυχώς η απάντηση είναι λυπητερή. Φταίμε εμείς. Εμείς που από τον αγώνα των Pink Floyd κρατήσαμε μόνο τον στίχο «δάσκαλε άφησε τα παιδιά ήσυχα». Και όχι μόνο αυτό, αλλά του προσθέσαμε και συνέχεια. Να αφήσει τα παιδιά ήσυχα, γιατί το απόγευμα έχουν φροντιστήριο που θα πάνε για να μάθουν να παπαγαλίζουν και κατ’ επέκταση να «προοδεύσουν στη ζωή τους». Δεν προσέξαμε όμως πως το αποτέλεσμα της παπαγαλίας είναι το μυαλό των μαθητών να γίνεται «κιμάς», όπως κιμάς γινόταν και στο βίντεο του τραγουδιού Τhe Wall των Floyd…
Φταίμε εμείς, που έχουμε φτάσει στο σημείο να χαράσσουμε το σώμα μας με χίλια δυο τατουάζ, πολλές φορές σε προκλητικά σημεία, ως επί τω πλείστον για να καλύψουμε το κενό της ημιμαθούς προσωπικότητάς μας, που δεν μας το κάλυψε καμία βαθμίδα της εκπαίδευσης, φροντίζουμε δε να τα επιδεικνύουμε στην παραλία γιατί υποστηρίζουμε το φαίνεσθαι και όχι το είναι μας.
Γιατί έχουμε να πούμε περισσότερα μέσω της οπτικής επαφής, παρά μέσω της συνομιλίας. Φταίμε εμείς που από τα αιτήματα των χίπις για την εξίσωση των δυο φύλων κρατήσαμε μόνο το δικαίωμα ψήφου των γυναικών, αγνοώντας το γεγονός πως οι γυναίκες πολλές φορές αντιμετωπίζονται ως αντικείμενα και τρόπαια στις διαφημίσεις και όχι μόνο. Τέλος, φταίμε εμείς που η πρώτη μας -και τελευταία- αφοριστική σκέψη όταν ακούμε τον όρο χίπις είναι η αδόκιμη λέξη «μπαφιάρηδες» και που θεωρούμε όλα τα προαναφερθέντα σημεία των καιρών. Ή ακόμα χειρότερα, πρόοδο…
τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας Ρεθύμνου