Η Συρία αναφέρεται στην Αγία Γραφή με τη λέξη «Αράμ» ενώ στα Αραβικά «Σουριστάν». Ο πληθυσμός της είναι πολυεθνικός, ανάμεικτος. Κατά το θρήσκευμα οι πλείστοι των κατοίκων είναι Μωαμεθανοί (2.000.000). Οι Χριστιανοί είναι διηρημένοι σε πολλά δόγματα και ανέρχονταν, όλοι μαζί, προ του πρόσφατου πολέμου, σε 500.000.
Η Αντιόχεια ως έδρα ομώνυμου Πατριαρχείου υπήρξε σπουδαιότατο στήριγμα και κέντρο του Χριστιανισμού στη Μ. Ασία εν μέσω Μουσουλμανισμού και η Εκκλησία της είναι η πρώτη μεγάλη Εκκλησία στην πρώτη χριστιανική κοινότητα, Η προσέλευση των εκεί πιστών στο Χριστό οφείλεται στους δύο μεγίστους Αποστόλους. Στον Κύπριο Βαρνάβα και στον εκ Ταρσού Παύλο.
Ο Μωαμεθανισμός, ο οποίος επιβλήθηκε στη Συρία κατά τα επόμενα χρόνια, αποδυνάμωσε το σπουδαίο αυτό κέντρο της Εκκλησίας. Στο Χαλέπι ζούσαν, ίσαμε χτες 250.000 Χριστιανοί, εκ των οποίων οι πλείστοι εξ’ αυτών ήταν ορθόδοξοι υπαγόμενοι στο Πατριαρχείο Αντιοχείας και ένας μικρότερος αριθμός σε Εκκλησίες άλλων διαφορετικών δογμάτων όπως Νεστοριανοί, Κόπτες, ρωμαιοκαθολικοί, μαρωνίτες, συριοιακωβίτες και μελχίτες. Αντιστοίχως με αυτούς υπήρχαν και έξι ιεράρχες ποιμένες και περισσότερα από 250 κληρικοί. Όλοι ζούσαν εν αγαστή σύμπνοια και ομοψυχία σύμφωνα με τις εντολές Του μεγάλου Διδασκάλου για να διακονήσουν μια παράδοση ιστορίας χιλιετηρίδων στην περιοχή.
Πολλά τα δόγματα επομένως και πλείστες οι καμπάνες των πολυδογματικών Εκκλησιών οι οποίες ακούγονται να κρούονται αρμονικά και καθημερινά σε παρατεταμένο χαρμόσυνο ήχο. Οι τρούλοι των εκκλησιών τους δέσποζαν μέσα στην πολύβουη πόλη την κατ’ εξοχήν εμπορική και βιομηχανική. Τα πρότυπα σχολεία και οι σχολές επισήμαιναν στην συμπρωτεύουσα της Συρίας ένα από τα πλέον δημιουργικά κομμάτια της χώρας.
Οι εικόνες της μαρτυρικής πόλης μιας πόλης φάντασμα, εν πολλοίς εγκαταλελειμμένης, των κατεδαφισμένων εκκλησιών κτιρίων και τις εφιαλτικής ζωής των δυστυχισμένων κατοίκων της, κάνουν το γύρο του κόσμου. Βαρύ φόρο αίματος πληρώνουν οι χριστιανοί κάτοικοι. Η φυγή τους από την πόλη ατελείωτη. Φεύγουν για το άγνωστο, χωρίς κανέναν καθορισμένο προορισμό. Περισσότερα από 200 χιλιάδες έχουν εγκαταλείψει μέχρι σήμερα τις πατρογονικές τους εστίες.
Γεγονός συγκλονιστικό, δραματικό και ανέλπιστο, η απαγωγή των προ τεσσάρων ετών, δύο Μητροπολιτών του κλίματος του Πατριαρχείου Αντιοχείας. Δύο ιεραρχών, επιβλητικού εκκλησιαστικού αναστήματος και εντυπωσιακού πνευματικού επιπέδου, δύο αξιοσέβαστων πατέρων, των οποίων έκτοτε η ύπαρξη αγνοείται, που βρίσκονται, αν επιζούν. Είναι τραγικό ότι μέχρι σήμερα δεν υπάρχει κανένα σημάδι για τη ζωή τους.
Μετά την απαγωγή αυτών, η συντριπτική πλειοψηφία των ιερωμένων ακολούθησαν την πορεία εξόδου από την πόλη μετά των κατοίκων. Αναγκάστηκαν, όταν οι ναοί στους οποίους λειτουργούσαν καταστράφηκαν, εξ’ άλλου και τα πλείστα σχολεία ισοπεδώθηκαν.
Ο αριθμός όσων χριστιανών κατεσφάγησαν από τους Τζιχαντιστές και των χιλιάδων άλλων που θάφτηκαν κάτω από τα ερείπια παραμένει άγνωστος. Η είσοδος στο Χαλέπι των στρατευμάτων του Μαχάρ Ελ Άσαντ και η ασφάλεια και το αίσθημα απουσίας κινδύνου που ένιωσαν οι Χριστιανοί, επέτρεψαν στην πόλη την επίσκεψη δύο επιφανών Ιεραρχών και Προκαθημένων αυτοεξόριστων στη Μέση Ανατολή, Πρόκειται για τον Πατριάρχη Αντιοχείας Μακαριώτατο Ιωάννη και τον Αρμένιο Κόπτη Πατριάρχη Αράμ, οι οποίοι συνάντησαν στην πόλη ελάχιστους εναπομείναντες Χριστιανούς. Όμως οι απώλειες είναι ανυπολόγιστες και οι καταστροφές βιβλικές. Σύμφωνα με υπολογισμούς του Πατριάρχη Αντιοχείας κ. Ιωάννη στο Χαλέπι σήμερα απέμειναν και ζουν 3.500 Χριστιανοί. Και όπως σημειώνει, στις συνοικίες που άλλοτε ζούσαν Χριστιανοί, σήμερα περιδιαβαίνουν Μουσουλμάνοι. Μαζί με τις χιλιάδες Χριστιανών εγκατέλειψαν την περιοχή Χαλεπίου και ένας απροσδιόριστος , μεγάλος αριθμός κληρικών, οι οποίοι ως εκ θαύματος διασώθηκαν και διέφυγαν από το ανατριχιαστικό φονικό, από τη σφαγή και από το φάσγανο των τζιχαντιστών. Άλλοι έφυγαν για τη Δαμασκό, τη Βηρυτό, την Ιορδανία και άλλοι πιο μακριά για το Βέλγιο, τη Γερμανία, την Αρμενία ακόμα και τον Καναδά.
Ο Αρχιεπίσκοπος των Μελχιτών Χριστιανών στη Συρία πατέρας Jean Clement Jeanbart επέστρεψε μετά από τέσσερα χρόνια στο Χαλέπι. Είχε φύγει λόγω του προφανούς, θανάσιμου κινδύνου, όταν απήχθησαν οι δύο Μητροπολίτες, επιφανείς πατέρες και μάρτυρες. Αυτοί ήταν ο Ορθόδοξος Μητροπολίτης κ. Παύλος και ο Συροϊακωβίτης Μητροπολίτης κ. Ιωάννης Ιμπραχίμ. «Ο κίνδυνος απαγωγής πλανιόταν γύρω μας» αφηγείται ο σεπτός ιεράρχης.
Η τραγική ειρωνεία είναι, σύμφωνα με πληροφορίες, ότι οι δυο προικισμένοι Μητροπολίτες λίγο πριν την εξαφάνισή τους είχαν προσφέρει τεράστια χρηματικά ποσά και μεσολάβησαν αποτελεσματικά για τη σωτηρία ομήρων κυρίως γιατρών, τους οποίους απήγαγαν οι Τζιχαντιστές, για να τους περιθάλπτουν, ενώ στη συνέχεια ζητούσαν λύτρα από τις οικογένειές τους για να τους ελευθερώσουν.
Τέσσερα χρόνια, μετά την απαγωγή των δύο πατέρων και έκτοτε, η ύπαρξη τους αγνοείται. Κανείς δεν γνωρίζει αν ζουν και αν ζουν που βρίσκονται. Τι συνέβη εκείνη τη μοιραία συνάντηση εξαφανίστηκαν. Έφυγαν χωρίς να αφήσουν το παραμικρό ίχνος πίσω τους. Το Πατριαρχείο Αντιοχείας βυθίστηκε στο πένθος. Εύγλωττη σιωπή και θλίψη βασιλεύει στους πιστούς κατοίκους του Χαλεπίου, επειδή ο Μητροπολίτης Παύλος ήταν πολύ αγαπητός στους εκκλησιαστικούς κύκλους της πόλης.
Μια μεγάλη μειονότητα οι Αρμένιοι, αποτελούσαν το ισχυρότερο κομμάτι των Χριστιανών στο Χαλέπι. Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες και κατά τις εκτιμήσεις της εκεί κοινότητας, ο αριθμός τους στην πόλη έφτανε μέχρι τις 80.000 περίπου. Σήμερα τα στοιχεία είναι δυσδιάκριτα και πιθανολογικά όπως και οι υπολογισμοί. Κρίσεις αντιφατικές, δηλώνουν ότι μόλις 8.000 με 10.000 το πολύ αρμενικές ψυχές έχουν παραμείνει.
Πρόκειται για καθημερινή τραγωδία. Ο κίνδυνος επικρέμεται πάνω από τα κεφάλια των κατοίκων. Μια μεγαλύτερη συμφορά θα μπορούσε να συμβεί από τη μια στιγμή στην άλλη. Οι Αρμένιοι, όσοι απέμειναν στο Χαλέπι αντιμετωπίζουν το φάσμα του θανάτου είτε εκ των βομβαρδισμών, είτε εξ’ ασιτίας. Έχουν μείνει μόνοι και αβοήθητοι βλέποντας τις δουλειές τους, τα σπίτια τους, τις γειτονιές τους να γκρεμίζονται και να ερειπώνονται. Εξ’ άλλου θλίβονται για την απώλεια αγαπημένων προσώπων, που έδωσαν τη ζωή τους, υπερασπιζόμενα τις εκκλησίες, τα πολιτιστικά στοιχεία και τους κατοίκους της κοινότητας.
Δραματικές όμως είναι οι συνθήκες και σε όσους αποφασίζουν εξαναγκαζόμενοι να μεταναστεύσουν. Ο Πατριάρχης Αντιοχείας κ. Ιωάννης εξαγγέλλει, διακηρύττει εμφατικά σε μια ύστατη προσπάθεια και τονίζει: «είμαστε πριν από αιώνες εδώ και θα παραμείνουμε εδώ, τοις κείνων ρήσαι πειθόμενοι». Θέλοντας να ενθαρρύνει το ποίμνιο των ορθοδόξων χριστιανών, να παραμείνει στις εστίες του και να περιορίσει την αέναη φυγή των εκατομμυρίων.
Το Πατριαρχείο Αντιοχείας στέκει πάντοτε ως φρουρός και οδηγητής, του Χριστιανικού κόσμου της Ανατολής και άσβεστος πνευματικός φάρος της Ορθοδοξίας. Ο Πατριάρχης Ιωάννης βρίσκεται πάντοτε απτόητος στις επάλξεις, σε θέση ετοιμότητας και επαγρύπνησης. Στο κλίμα (εκκλησιαστική περιφέρεια του Πατριαρχείου Αντιοχείας) ουδείς γνωρίζει σήμερα τι τέξεται η επιούσα, Ειρήσθω εν παρόδω ότι το Ορθόδοξο Πατριαρχείο Αντιοχείας εδρεύει στη Δαμασκό πρωτεύουσα της Συρίας ενώ η Αγία Γραφή αναφέρει και εγκωμιάζει την πάλαι ποτέ ακμή της.
Υ.Σ. Θεωρώ υποχρέωση μου να ευχαριστήσω την εξέχουσα συγγραφέα κ. Μαρία Αντωνιάδου για τα αποκαλυπτικά στοιχεία και τις έγκυρες προσωπικές μαρτυρίες και πληροφορίες.