Α’ Μέρος
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, από το 1081 μ.Χ. με πρωτοβουλία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ή Νέας Ρώμης Ιωάννη Μαυρόποδος, του από Ευχαΐτων, αφιερώνει την 30η κάθε Ιανουαρίου στη μνήμη των Τριών Ιεραρχών, του Βασιλείου του Μεγάλου, του Γρηγορίου του Θεολόγου ή Ναζιανζηνού και του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, και τους αποδίδει τις δέουσες τιμές ως προστατών της Χριστιανικής Θεολογίας και της Παιδείας γενικότερα.
Ας ιδούμε, πρώτ’ απ’ όλα, με λίγα λόγια, τον 4ο αιώνα μ.Χ., τον αιώνα της «γέννησης» του Βυζαντίου και της βαθμιαίας καθιέρωσης του Χριστιανισμού, βασισμένοι στον σχετικό τόμο της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών. Στο αχανές Ρωμαϊκό κράτος του 4ου αιώνα, ο χριστιανισμός, ως πρωτόφαντη θρησκεία, προσπαθεί να βρει ερείσματα και να «γαντζωθεί», για να επικρατήσει έναντι της ρωμαϊκής και της ελληνικής θρησκείας και των ανατολίτικων θεοσοφιών και βιοθεωριών (ιουδαϊκός μονοθεϊσμός, Ίσιδα, περσικός μιθραϊσμός). Από κοντά, αρχίζουν μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας και οι διχογνωμίες για τα δόγματα της χριστιανικής διδασκαλίας και σιγά – σιγά, εκδηλώνονται οι πρώτες αιρέσεις, οι, κατά τη γνώμη μου, διαφορετικές εκδοχές επί λατρευτικών και δογματικών θεμάτων, οι οποίες αποκλίνουν από την επίσημη και αποδεχτή θεολογία (Άρειος κ.ά.).
Οι αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης καταδιώκουν τους ειδωλολάτρες. Ο γιος και διάδοχος του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, Κωνστάντιος ο 2ος, με νόμους, καταργεί τα λατρευτικά τους έθιμα, απαγορεύει τη λειτουργία των ειδωλολατρικών ναών και διώκει (θάνατος – δήμευση περιουσιών) όσους παραβαίνουν τους νόμους αυτούς. Οι νόμοι του Κωνστάντιου εκδόθηκαν από το 341 έως το 356 μ.Χ. και συμπληρώθηκαν το 392 μ.Χ., όταν ο, από το 379 μ.Χ., αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο 1ος έθεσε εκτός νόμου την αρχαία λατρεία, κατάργησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες και έδωσε στέρεες βάσεις, πλέον, στον χριστιανισμό, που είχε «δοκιμαστεί» νωρίτερα επί αυτοκράτορος Ιουλιανού (361 – 363 μ.Χ.), αλλά είχε, προς το παρόν, «δυναμώσει» και με τη 2η οικουμενική σύνοδο της Κωνσταντινούπολης (381 μ.Χ.).
Έχει ιδιαίτερη σημασία να γραφεί ότι και οι Τρεις Ιεράρχες προέρχονται από την Ανατολή, στην οποία έχει μετατοπισθεί πλέον, από την δεκαετία του 320 – 330 μ.Χ., το βάρος της αυτοκρατορίας, τόσο σε ό,τι αφορά τη θρησκεία, τον χριστιανισμό, με τη διεξαγωγή της 1ης οικουμενικής συνόδου στη Νίκαια της Βιθυνίας όσο και σε ό,τι σχετίζεται με την πολιτική, με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος
Αρχικά, στην παρούσα αφήγηση, λοιπόν, θα μας απασχολήσει η φυσιογνωμία του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού ή Θεολόγου και η συμβολή του στα εκκλησιαστικά πράγματα τον 4ο αιώνα μ.Χ., εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, μαζί με τον Ιωάννη το Χρυσόστομο και το Βασίλειο το Μεγάλο, αποτελούν τους φωτισμένους Τρεις Ιεράρχες της Ανατολικής Εκκλησίας.
Γεννιέται ο Γρηγόριος ανάμεσα στο 326 και στο 329 μ.Χ., κατά την, έπειτα από την επικράτησή του σε βάρος του Λικινίου, πρώτη περίοδο της μονοκρατορίας του Κωνσταντίνου του Μεγάλου στη Ρωμαϊκή αχανή αυτοκρατορία και λίγα χρόνια μετά από την 1η οικουμενική σύνοδο της Νίκαιας και ένα πριν από τη μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη και πεθαίνει στα 390/1 (25 Γενάρη) μ.Χ.
Δυο χρόνια, πάντως, μετά το θάνατο του Γρηγορίου, το 392 μ.Χ., ως αυτοκράτορας, ο Θεοδόσιος ο 1ος θα θέσει εκτός νόμου κάθε υπόλειμμα της αρχαίας (ελληνικής και ρωμαϊκής) λατρείας, για να δώσει γερά θεμέλια στην περαιτέρω πορεία του χριστιανισμού που είναι ανοδική μετά την κατάπαυση των διωγμών που υφίσταντο οι χριστιανοί επί προηγούμενων Ρωμαίων αυτοκρατόρων και την ενίσχυση που αυτοί δέχονται, ίσως και για πολιτικούς λόγους, τα χρόνια του Θεοδοσίου από την Αυλή του Βυζαντίου.
Η προσωπικότητα του Γρηγορίου είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα από πολλές απόψεις. Ξεκινά από τη γενέτειρά του, την Αριανζό που βρίσκεται κοντά στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας και καταλήγει πολυγραφότατος (λυρικός ποιητής και εκκλησιαστικός ρήτορας), μα και εξαιρετικά μορφωμένος στην «κεφαλή» της Ανατολικής Εκκλησίας, ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, στα χρόνια που η αίρεση του Αρειανισμού προσπαθεί να επιβληθεί στην Ορθοδοξία.
Από τα έργα του, αξίζει να διαβάσετε, πέραν των άλλων, και το ποίημά του «Περί των του βίου οδών», όπου ασχολείται με τα αιώνια ερωτήματα της ανθρώπινης προέλευσης και ύπαρξης, μα και της αστάθειας των ανθρώπινων πραγμάτων. Συνολικά, σήμερα στη διάθεση των φιλομαθών – χάρη στη γραφίδα του Γρηγορίου – υπάρχουν 45 ομιλίες και πανηγυρικοί λόγοι, 245 επιστολές, ποιήματα (θεολογικού και αυτοβιογραφικού περιεχομένου) και επιγράμματα ενσωματωμένα στην «Παλατινή Ανθολογία».
Οφείλουμε, πριν πάμε παρακάτω, μια διευκρίνιση. Ο Άρειος, πρωτεργάτης του Αρειανισμού, ήταν ένας Αλεξανδρινός ιερέας, που, κατά τον πρώιμο 4ο αιώνα μ.Χ., υποστήριζε ότι ο Θεός (Πατέρας) και ο Ιησούς Χριστός (Υιός) ήταν δύο διαφορετικά όντα, και συνεπώς, μέσα σε ένα μονοθεϊστικό πλαίσιο, ο Χριστός δεν μπορούσε να είναι Θεός. Ο Αρειανισμός, μολονότι έως τα τέλη του 4ου αιώνα εμφανίζεται εξαιτίας κάποιων αυτοκρατόρων, καταδικάστηκε από την 1η οικουμενική σύνοδο (325 μ.Χ.), η οποία υποστήριζε ότι ο Θεός και ο Χριστός είναι ένα και ότι ο τελευταίος έχει διπλή (τόσο ανθρώπινη όσο και θεία) φύση.
Ας πάρουμε, όμως, από την αρχή τη ζωή του Γρηγορίου. Λέγεται πως πολλά οφείλει και στην οικογένειά του. Ο πατέρας του, αν και προερχόταν από μιαν ειδωλολατρική αίρεση, γρήγορα στράφηκε στο χριστιανισμό, χειροτονήθηκε επίσκοπος στη Ναζιανζό και ονομάστηκε Γρηγόριος. Αργότερα, αυτός θα ‘ναι που θα χειροτονήσει το γιο του, Γρηγόριο, σε πρεσβύτερο. Πάντως, τα πρώτα γράμματα ο μικρός Γρηγόριος, όπως και τα νεαρότερα αδέλφια του (Γοργονία και Καισάρειος), τα διδάχτηκαν από τη μάνα τους, τη Νόννα. Ακολουθεί σημαντική η φοίτησή του κοντά στο θείο του, Αμφιλόχιο.
Μερικά χρόνια αργότερα, τον βρίσκουμε να συνεχίζει τις σπουδές του στα διάφορα μορφωτικά, πολιτισμικά και πολιτικά κέντρα της Ανατολής. Καισάρεια, Αλεξάνδρεια Αιγύπτου και Αθήνα είναι οι σταθμοί του προς πνευματική και ψυχική καλλιέργεια πολύχρονου «αγώνα» του με τα Γράμματα, καθώς λέγεται πως σπούδαζε από τα 17 έως τα 30 χρόνια του. Τα τελευταία, μάλιστα, 6 χρόνια, που ήταν στην Αθήνα, παρακολούθησε μαθήματα ρητορικής και φιλοσοφίας και συνδέθηκε με ακλόνητη φιλία με το Βασίλειο το Μεγάλο, μιαν ακόμα μεγάλη εκκλησιαστική μορφή του αιώνα αυτού. Συμμαθητής τους, όμως, ήταν και ο κατοπινός (361 – 363 μ.Χ.) αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, Ιουλιανός!
Αφού, με το πέρας των σπουδών τους, ο Βασίλειος φεύγει, ο Γρηγόριος για ένα μόνο χρόνο (356 – 357 μ.Χ.) δέχεται πρόταση των καθηγητών του στην Αθήνα ν’ αναλάβει έδρα διδάσκοντος. Κατόπιν, γυρίζει στην πατρίδα του (357/8 μ.Χ.). Τότε, ο πατέρας του, επίσκοπος Ναζιανζού, τον χειροτονεί πρεσβύτερο και τον θέλει «δεξί χέρι» του.
Η φιλία του με το Βασίλειο τον φέρνει, όμως, κοντά του, αναχωρητή στον Πόντο. Οι συγγενείς του, όσο περνά ο καιρός, ζητάνε από το Γρηγόριο να γυρίσει πλάι τους. Έτσι, επιστρέφει και μετά από αξιόλογη δράση, γύρω στα 370 μ.Χ. χειροτονείται, από τον αρχιεπίσκοπο Καισαρείας Βασίλειο, το φίλο του, επίσκοπος Σασίμων, μιας πόλης, όμως, που «μαστίζεται» από τον Αρειανισμό. Ο Γρηγόριος, λοιπόν, δεν δέχθηκε να πάει στα Σάσιμα, αλλά έμεινε βοηθώντας τον πατέρα του στη Ναζιανζό.
Τα επόμενα χρόνια, ο θάνατος επισκέπτεται συχνά την οικογένειά του. Ο Γρηγόριος, μέχρι το 374/5 μ.Χ., χάνει διαδοχικά αδελφό, αδελφή, πατέρα και μάνα.
Χτυπημένος από τα οικογενειακά θανατικά, ο Γρηγόριος φεύγει από την επισκοπή του και γυρεύει καταφύγιο στην Κωνσταντινούπολη. Βρισκόμαστε πια στο 378/9 μ.Χ., ο Αρειανισμός έχει εξαπλωθεί, χάρη στην (άλλοτε φανερή και άλλοτε κρυφή) ενθάρρυνση και υποστήριξη των διαδόχων του Κωνσταντίνου του Μεγάλου στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης.
Με έδρα το Ναό της Αγίας Αναστασίας, «κατακεραυνώνοντας» τους αιρετικούς, και τους αρνητές της θεότητας του Χριστού οπαδούς του Αρείου και όσους δέχονταν τη διδασκαλία του Μακεδονίου, που αρνιόταν τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος, ο Γρηγόριος κερδίζει την εύνοια του νέου αυτοκράτορα, Θεοδοσίου. Πέντε λόγοι του Γρηγορίου κατά του Αρειανισμού έμειναν μνημειώδεις και του χάρισαν το προσωνύμιο «Θεολόγος», γιατί σ’ αυτούς υπερασπίζεται, με όλες του τις δυνάμεις, τον θείο λόγο.
Τα χρόνια αυτά, που εμπλέκεται στις θεολογικές διαμάχες, αντιτίθεται στις θέσεις του Απολλιναρίου, που ήταν επίσκοπος Λαοδικείας από το 360 μ.Χ. Ο Απολλινάριος δεχόταν ότι ο Χριστός προσέλαβε ανθρώπινη σάρκα και ανθρώπινη ψυχή, αλλά όχι ανθρώπινο νου. Τη θέση του ανθρώπινου νου, έλεγε, την κατέλαβε ο θείος Λόγος.
Ο Θεοδόσιος, το 380 μ.Χ., στα πλαίσια της ενεργού υποστήριξης των ορθόδοξων δογμάτων στους κόλπους της χριστιανικής εκκλησίας, εκτιμώντας τη μόρφωση και αναγνωρίζοντας τη δράση του, τον καλεί στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Η 2η οικουμενική σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη, την επόμενη χρονιά (381 μ.Χ.), με τη ψήφο της, επικυρώνει την αυτοκρατορική επιλογή και ορίζει, όταν πέθανε ο πρόεδρος της συνόδου, Μελέτιος αρχιεπίσκοπος Αντιοχείας, νέο πρόεδρό της τον Γρηγόριο. Όχι μόνον αυτό, αλλά η σύνοδος πρόσθεσε τα πέντε τελευταία άρθρα του Συμβόλου της πίστεως, το όγδοο άρθρο, «Και εις το Πνεύμα το Άγιον…», σύμφωνα με τη διδασκαλία του Γρηγορίου του Θεολόγου.
Τότε, όμως, μια μερίδα συνοδικών, προερχόμενων ως επί το πλείστον από τη Μακεδονία, ενίσταται της εκλογής, προφασιζόμενη ότι είναι αντικανονική επειδή ο Γρηγόριος, τύποις, είναι ακόμα επίσκοπος Σασίμων, αν και δεν είχε πατήσει ποτέ εκεί το πόδι του.
Ο Γρηγόριος, για να μη δημιουργηθεί, υπ’ αυτές τις συνθήκες, σχίσμα στην Εκκλησία, επιδεικνύει πρωτοφανή ακόμα και για τα σημερινά μας δεδομένα ευθιξία, παραιτείται και από αρχιεπίσκοπος και από την προεδρία της συνόδου και, εκφωνώντας από το βήμα της συνόδου ένα συγκινητικό λόγο, εγκαταλείπει την Κωνσταντινούπολη για τη γενέτειρά του. Ο θάνατος θα τον βρει μια δεκαετία σχεδόν αργότερα.
Η συνέχεια στο αυριανό φύλλο
* Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι φιλόλογος, Msc Διαχείρισης Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Διαχείρισης Πληροφοριακών συστημάτων