Πίσω από αναπάντητα ερωτηματικά, πίσω από λέξεις και μισόλογα αλλά και πίσω από τον φόβο που επικαλέστηκαν τόσο στη διάρκεια της αστυνομικής προανάκρισης, όσο και στη διάρκεια της ανάκρισης τους, ορισμένοι από τους απαγωγείς του επιχειρηματία Μιχάλη Λεμπιδάκη, αναζητούνται τα κλειδιά που θα ανοίξουν τα καλά σφραγισμένα μυστικά της υπόθεσης και θα οδηγήσουν τις διωκτικές αρχές στα υπόλοιπα πρόσωπα που οργάνωσαν με ιδιαίτερα επαγγελματικό τρόπο την απαγωγή του επιχειρηματία και εκτέλεσαν με αριστοτεχνικό τρόπο, έτσι ώστε να καλύψουν τα ίχνη τους, την πρώτη φάση του σχεδίου τους, δηλαδή την αρπαγή, την αιχμαλωσία του στα κρησφύγετα πριν από το τελευταίο στη Γέφυρα της Ζουρίδας αλλά και να ορίσουν το τεράστιο χρηματικό ποσόν των 100 εκατομμυρίων ευρώ ως διαπραγματευτικό ατού με την οικογένεια του προκειμένου να τον απελευθερώσουν.
Ότι στην απαγωγή εμπλέκονται δυο ομάδες δραστών είναι δεδομένο για τις αρχές. Και είναι επίσης βέβαιο ότι υπάρχει εφαπτόμενος κύκλος μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης ομάδας. Όμως, από τη μια η ομερτά κι από την άλλη ο πραγματικός φόβος κατά περίπτωση προσώπων δεν επέτρεψαν στους επτά συλληφθέντες να αποκαλύψουν όλα όσα γνωρίζουν και κυρίως όσους γνωρίζουν ως εμπλεκόμενους από την πρώτη ομάδα.
Είναι εκπληκτικό το γεγονός πως προσπάθησαν να δικαιολογήσουν στον ανακριτή κατά τις απολογίες τους, τη συμμετοχή τους στην απαγωγή του επιχειρηματία Μιχάλη Λεμπιδάκη, οι επτά συλληφθέντες που ήδη βρίσκονται προσωρινά κρατούμενοι σε τρεις διαφορετικές φυλακές: Αλικαρνασσού Ηρακλείου, Αγιάς Χανίων και Νεάπολης Λασιθίου. Υπάρχουν στιγμές που εμφανίζουν τους εαυτούς τους ως πρόσωπα που έκαναν φιλανθρωπικό έργο αφού… μαγείρευαν πολύ ωραία φαγητά στον δεμένο με αλυσίδες απαχθέντα επιχειρηματία.
Οι πέντε τουλάχιστον από τους επτά, διότι οι δύο όπως δεν παραδέχτηκαν τη συμμετοχή τους κατά την αστυνομική προανάκριση, ομοίως αρνήθηκαν όλες τις κατηγορίες και κατά τις απολογίες τους στον ανακριτή.
Ο 44χρονος Ρεθεμνιώτης επιχειρηματίας νυχτερινών κέντρων Μανώλης Πολομαρκάκης και ο 22χρονος κτηνοτρόφος από τη Σκαλωτή Σφακίων Λευτέρης Γλυνιαδάκης, κινήθηκαν στην ίδια γραμμή, υποστηρίζοντας πως ούτε είδαν, ούτε ξέρουν, ούτε και εμπλέκονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην απαγωγή του επιχειρηματία. Απέδωσαν σε σύμπτωση ότι ένα βράδυ, κατά το οποίο οι απαγωγείς έστελναν sms στην οικογένεια Λεμπιδάκη, βρέθηκαν στο ίδιο αυτοκίνητο μαζί με τον 46χρονο Σταμάτη Πολάκη από τα Φρατζεσκιανά Μετόχια και η διαδρομή τους ήταν στην περιοχή την οποία έδειξε η σάρωση των κεραιών κινητής τηλεφωνίας ότι ήταν ίδια με αυτήν από την οποία είχαν σταλεί τα sms και σύμπτωση ότι είχαν σταλεί την ίδια ώρα με τη δική τους διαδρομή στον δρόμο Πάνορμο-Σίσες και αντίστροφα.
Όπως είπαν και οι δυο στις απολογίες τους η βόλτα αυτή έγινε κατόπιν τυχαίας συνάντησης που είχαν σε κάποιο ρεστοράν του Ρεθύμνου όπου συνέφαγαν και στη συνέχεια θέλησαν να εξυπηρετήσουν τον Πολάκη, ο οποίος αναζητούσε να αγοράσει μια τσάπα διότι άγνωστοι του είχαν καταστρέψει τη δική του. Έτσι, υποστήριξαν, βρέθηκαν να πηγαίνουν στις Σίσες όπου είχε κάποιο γνωστό ο Πολομαρκάκης κι ενδεχομένως να μπορούσε να δώσει μια τσάπα στον Πολάκη.
Το ότι και οι τρεις τους δεν είχαν πάνω τους κινητά τηλέφωνα, οι Πολομαρκάκης και Γλυνιαδάκης επίσης το απέδωσαν σε σύμπτωση λέγοντας πως τα είχαν ξεχάσει καθένας στο σπίτι του.
Το γεγονός ότι ο Γλυνιαδάκης κατέστρεψε και πέταξε στον δρόμο ένα κινητό, λίγο πριν τους σταματήσει για έλεγχο η Αστυνομία, το οποίο βρέθηκε την επομένη το πρωί από τους αστυνομικούς, ο 22χρονος κτηνοτρόφος το δικαιολόγησε στον ανακριτή υποστηρίζοντας ότι:
«Τσακωνόμουνα στο τηλέφωνο με μια πρώην μου, τσαντίστηκα και πέταξα το κινητό από το παράθυρο. Δεν θέλω να σας πω το όνομά της, διότι είμαι αρραβωνιασμένος και θα μου δημιουργηθεί πρόβλημα από το γεγονός ότι μιλούσα με την πρώην μου. Στο αυτοκίνητο οδηγούσε ο Πολάκης, εγώ καθόμουν στη μέση και δίπλα μου, στη θέση του συνοδηγού ο Πολομαρκάκης. Το παράθυρο ήταν ανοικτό και πέταξα το τηλέφωνο. Είμαι κτηνοτρόφος και ασχολούμαι και με αγροτικά με τον πατέρα μου. Δεν έχω ιδιαίτερη οικονομική άνεση, αλλά μου την έδωσε και πέταξα το κινητό. Με την απαγωγή δεν έχω καμία σχέση, ούτε στέλναμε εμείς μηνύματα. Δεν ήξερα ούτε εμπλοκή του Πολάκη με την υπόθεση. Το ότι είμαστε εδώ εγώ και ο Πολομαρκάκης το θεωρώ τραγική σύμπτωση εις βάρος μας».
«Ήταν δεμένος από το χέρι με αλυσίδα δύο μέτρων που ήταν στερεωμένη με ούπα στον τοίχο»
Ο 46χρονος από τα Φρατζεσκιανά Μετόχια, Σταμάτης Πολάκης, παραδέχτηκε τη συμμετοχή του από τις πρώτες μέρες της απαγωγής, λέγοντας μάλιστα ότι έκανε τον φρουρό του επιχειρηματία σε δυο διαφορετικά κρησφύγετα, όμως αν και στους αστυνομικούς είχε πει ότι ξέρει που βρίσκονται αλλά φοβάται να τα αποκαλύψει, στον ανακριτή υποστήριξε πως δεν ξέρει που είναι διότι τον μετέφερε κάθε φορά στο κρησφύγετο ένας Ρώσος, Γιάννης, του οποίου δεν γνωρίζει άλλα στοιχεία, νυχτερινές ώρες και τον επιβίβαζε σε μια κλούβα από το πλάι στο πίσω μέρος κι έτσι δεν έβλεπε τη διαδρομή, ούτε καταλάβαινε το σημείο που σταματούσαν. Ο Ρώσος εξάλλου, είπε, τον έβαλε στη δουλειά και χωρίς να το καταλάβει έμπλεξε σε αυτήν την υπόθεση μην μπορώντας να ξεφύγει.
«Μου είπε μόνο ότι πρέπει να κάθομαι εκεί, δεν θα μπορώ να βγαίνω. Εγώ κατάλαβα τότε ότι πρόκειται για κάποιον που κρύβεται από την αστυνομία και θέλει φροντίδα. Πόσα λεφτά θα ‘παιρνα γι’ αυτή τη δουλειά δεν μου είπε. Μου είπε θα μου ‘δινε έναν καλό μισθό. Πήγα εγώ στον Σταγογιάννη τον Μανώλη και του ‘πα γι’ αυτή τη δουλειά, γιατί εγώ δεν μπορούσα αρχικά να την πάρω και του ‘πα ότι θα πήγαινε ένας ξένος να τον βρει. Μετά 3-4 μέρες ήρθε ένας άλλος ξένος και με βρήκε. Αυτός ήταν πάλι γύρω στο 1,70 μ., γεροδεμένος επίσης με μαύρα μαλλιά. Και ο δεύτερος νομίζω ήταν ρώσικης καταγωγής. Μιλούσαν καλά ελληνικά σχετικά, ο πρώτος που δούλευε σε μένα, καλύτερα από τον δεύτερο. Με ένα μηχανάκι ήρθε ο δεύτερος σπίτι μου. Του είπα άμεσα ότι δεν μπορούσα, αλλά του ‘πα ότι ένας φίλος μου μπορούσε να πάει στη δουλειά, εννοώντας τον Σταγογιάννη τον Μανώλη. Πήγε βρήκε τον Σταγογιάνννη που πήγε στη δουλειά και μετά 3-4 μέρες πήγα εγώ και τον άλλαξα. Με πήρε ο δεύτερος Ρώσος νύχτα από το σπίτι με ένα γκρι κλουβάκι και με πήγε εκεί που φυλούσαν τον Λεμπιδάκη. Πάνω από μισή ώρα κάναμε να πάμε. Πιστεύω ότι με πήγανε στην πόλη του Ρεθύμνου. Έτσι υπολογίζω, αλλά στη διαδρομή δεν αισθανόμουν κάτι, δηλαδή ανηφόρα, κατηφόρα. Εκεί έμεινα γύρω στις τρεις μέρες. Ο Λεμπιδάκης ήτανε σε διπλανό δωμάτιο. Ο Ρώσος μου ‘πε ότι θα έφερναν φαγητό και να το δίνω στον κ. Μιχάλη. Τηλέφωνο εκεί δεν είχα. Δεν έβλεπα ποιοι έφερναν φαγητό, διότι εγώ ήμουν σε ένα δωμάτιο, ο Λεμπιδάκης σε άλλο και έμπαιναν από την κεντρική είσοδο και μου έλεγαν να μην βγαίνω. Μια φορά είδα έναν με κουκούλα.
Μετά από μένα πήγε ο Σταγογιάννης. Πάλι με πήρανε με το ίδιο κλουβάκι και με γυρίσανε σπίτι μου, ίδιο χρόνο κάναμε πάλι στη διαδρομή. Ένα άτομο είδα πάλι, αλλά αυτή τη φορά είχε κουκούλα. Ίδιο σωματότυπο με τον προηγούμενο είχε. Όλες οι μετακινήσεις έξω από το σπίτι γινόταν με μεγάλη ταχύτητα.
Εγώ ξαναπήγα στο δεύτερο σπίτι μετά από κάνα μήνα. Εκεί είδα κι ένα Καλάσνικοφ. Τον κ. Μιχάλη τον φρόντιζα περισσότερο από τον εαυτό μου. Στο δεύτερο σπίτι τον βοήθησα να κάνει μπάνιο εγώ. Τον έλυσα γιατί είχε κλειδιά εκεί. Ήταν δεμένος από το χέρι με αλυσίδα κανά δύο μέτρα που ήταν στερεωμένη με ούπα στον τοίχο.
Τέλη Ιούλη ήρθε με ξαναβρήκε σπίτι μου βράδυ πάλι, 9-10, ο Ρώσος (ο 2ος) και μου ‘πε ότι θα μεταφέρουν τον Λεμπιδάκη στη μάντρα του Κλάδου και μου ‘πε αν θέλω να πάω να τον βοηθήσω πάλι να κάνει μπάνιο. Πιο μπροστά του ‘χα πει του Ρώσου ότι δεν θέλω να ασχοληθώ άλλο. Με απείλησε να μην πω τίποτε πουθενά γιατί ξέρω τι θα πάθω εννοώντας ότι θα με σκοτώσουν και μετά με ξαναενόχλησε, όπως σας είπα, τέλη Ιούλη.
Ξαναπήγα στο τελευταίο σπίτι που τον είχαν, στη μάντρα, τον βοήθησα πάλι να κάνει μπάνιο και έφυγα και δεν ξαναπήγα».
Όσο κι αν ερωτήθηκε από τον ανακριτή ποια άλλα άτομα εκτός τους συλληφθέντες συνάντησε στα κρησφύγετα, ο Πολάκης δεν αποκάλυψε ονόματα, λέγοντας πως όσοι συνάντησε όλοι φορούσαν κουκούλες και δεν αναγνώρισε ποτέ κανέναν πλην των δυο Ρώσων.
Σχετικά με τη νύχτα της 6 προς 7 Ιουλίου όταν με τους Γλυνιαδάκη και Πολομαρκάκη τους σταμάτησε η Αστυνομία για έλεγχο, στην απολογία του στον ανακριτή διαφοροποιήθηκε ως προς την κατάθεση του στους αστυνομικούς. Υποστήριξε ότι οι τρεις τους πήγαν σε Μπαλί και Σίσες για να βρει ο ίδιος να αγοράσει μια τσάπα.
«Πήγαμε μέχρι τις Σίσσες αλλά επειδή ήταν αργά γυρίσαμε και φύγαμε. Το τηλέφωνό μου το είχα εγώ ξεχάσει στο σπίτι. Ο Γλυνιάς είχε ένα τηλέφωνο μαζί του και μιλούσε κάποια στιγμή με μια κοπέλα και βριζόντουσαν με άσχημες κουβέντες. Όνομα της κοπέλας δεν είπε. Κάποια στιγμή μετά νευρίασε, το έσπασε με τα χέρια του από τα νεύρα του και το πέταξε. Η αστυνομία μετά μάς σταμάτησε πολύ πιο κάτω και μας πήγε από το τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων, γιατί ο Γλυνιάς δεν είχε ταυτότητα».
Κι όταν από τον ανακριτή ερωτήθηκε γιατί στην Αστυνομία είπε ότι οι δυο συνεπιβάτες του έστελναν μηνύματα στην οικογένεια Λεμπιδάκη ο κατηγορρούμενος ισχυρίστηκε ότι: «Εγώ δεν είπα ότι στέλνανε μηνύματα στην οικογένεια, εγώ είπα ότι δεν ξέρω να στέλνω μήνυμα».
Ένας εκβιασμός για μια ιστορία από τη δεκαετία του ’90 και το κρησφύγετο στη μάντρα
Ο ιδιοκτήτης της μάντρας και του σπιτιού στο οποίο βρέθηκε και απελευθερώθηκε από τους αστυνομικούς ο επιχειρηματίας Μιχάλης Λεμπιδάκης, ο 43χρονος Μανώλης Κλάδος, απαντώντας στο πως εκείνος ενεπλάκη στην απαγωγή και πως παραχώρησε το σπίτι του για κρησφύγετο, δεν αποκάλυψε το πρόσωπο που πρώτο ήρθε σε επαφή μαζί του. Όμως, ανέφερε ότι υπάρχει ένας κοινός κρίκος του ιδίου με την πρώτη ομάδα, προφανώς αυτήν που έκανε την αρπαγή του Λεμπιδάκη. Δεν αποκάλυψε ποιος είναι αυτός ο κρίκος παρά μόνο ότι τους δένει ένα μυστικό από πολύ παλιά, από τη δεκαετία του ’90, τότε που ο ίδιος ήταν 20 χρόνων.
Εξ όσων είπε άφησε να εννοηθεί ότι κάποιο πρόσωπα όλα αυτά τα χρόνια τον «κρατούσε στο χέρι» εκβιάζοντας τον και αυτός ο εκβιασμός χρησιμοποιήθηκε ώστε να παραχωρήσει το σπίτι του για να κρύψουν τον Λεμπιδάκη, με αντάλλαγμα να καταστραφεί το «χαρτί» με το οποίο τον κρατούσε στο χέρι ο γνωστός του από τα παλιά.
«Σε επαφή με την υπόθεση με έφερε κάποιος στις 10 Αυγούστου. Δεν μπορώ να σας αποκαλύψω το όνομα του. Υπάρχει μία παλιά ιστορία. Αυτός μου ζήτησε με εκβιαστικό και πιεστικό τρόπο να συμμετέχω, φοβάμαι όμως να πω όνομα. Φοβάμαι πολύ γιατί πάω φυλακή, οι δικοί μου είναι έξω χωρίς εμένα» φέρεται να ανέφερε μεταξύ άλλων γι’ αυτήν την παλιά ιστορία και ισχυρίστηκε ότι: «Ήρθε στον χώρο μου και μού είπε ότι κάτι ετοιμάζεται και ήθελε τη βοήθειά μου. Δεν μου είπε το αντικείμενο της υπόθεσης. Δεν μπορούσα να του πω όχι. Του είπα όμως ότι δεν θέλω να ασχοληθώ με τίποτα. Ήρθε τότε ο Σταγογιάννης που είχε εμπλακεί στην αρχή της υπόθεσης, μού είπε συμβαίνει αυτό κι αυτό. Εγώ έπεσα από τα σύννεφα, ήμουν τρομαγμένος. Ο Σταγογιάννης μού μετέφερε ακριβώς την εικόνα της δουλειάς. Μού είπε ότι ετοιμάζουν να φέρουν τον Λεμπιδάκη στο μαγαζί μου, στον χώρο μου, του είπα ότι δεν γίνεται, δεν παίζει αυτό. Ο Σταγογιάννης έπαιξε διπλό ρόλο. Ήθελε να προστατευτώ και εγώ και να βρεθεί λύση με τον Λεμπιδάκη. Μού είπε ότι θα καθόταν 5-6 μέρες και μου «ξεφόρτωσαν» τον Λεμπιδάκη, τον άφησαν στο σπίτι μου χωρίς να τηρήσουν τη συμφωνία των 5-6 ημερών.
Μου τον έφεραν 10 με 10:30 το βράδυ, τον Λεμπιδάκη, με ένα άσπρο αυτοκίνητο, επιβατικό. Ήταν σκοτάδι, είδα τέσσερα άτομα μέσα στο αυτοκίνητο που ήταν πολύ σκονισμένο. Μού έκανε εντύπωση ότι ήταν σκονισμένο πολύ και δεν μπορούσα να δω καλά μέσα. Μετά από λίγο ήρθε ο Σταγογιάννης και μετά ο Πολάκης που είχαν αφήσει τα αυτοκίνητα απ’ έξω, ήρθαν με διαφορετικά δικά τους οχήματα. Ήρθαν μέσα στο μαγαζί, δεν αναφερθήκαμε πως ήρθαν, εγώ νόμιζα ότι είχαν έρθει με το αυτοκίνητο του Λεμπιδάκη. Κουβεντιάσαμε λίγο, εγώ δεν είχα ετοιμάσει τίποτα, βγαίνω με τον Μανόλη πάνω στο σπίτι, ανοίγουμε τη σοφίτα, βάλαμε το στρώμα κάτω, αυτός έβαλε εφημερίδες στα δύο παράθυρα, ξανακατέβηκα κάτω στο γραφείο και είδα τον Λεμπιδάκη να βγαίνει με δύο άτομα να τον ανεβάζουν στη σοφίτα. Ο κύριος με το όνομα Κώστας ήταν περίπου στο ύψος μου, αρκετά πιο αδύνατος από εμένα, με σπαστά μακριά μαλλιά, στενό πρόσωπο, μιλούσε ελληνικά, φορούσε φόρμα μαύρη νομίζω ή κάτι πολύ σκούρο. Τους άλλους δύο από τους τέσσερις δεν τους είδα ποτέ. Ο Κώστας μπήκε στο γραφείο μου και κρατούσε σε ένα σεντόνι κάποια προσωπικά αντικείμενα του Λεμπιδάκη…».
Ερωτώμενος ο κατηγορούμενος ποιος ήταν ο «Άκης» που πήγαινε στο κρησφύγετο, το άτομο δηλαδή που είχε κατονομαστεί ως εκείνος που είχε πάει επανειλημμένα και τράβηξε βίντεο τον απαχθέντα επιχειρηματία, απάντησε σαφώς ότι ήταν ο 60χρονος μεσίτης και γραμματέας του ΣΑΟΡ, Χρήστος Παντρεμένος.
«Ο Άκης ήρθε τέσσερις συνολικά φορές. Ο Άκης είναι ο Παντρεμένος Χρήστος. Το βίντεο το τράβηξε ο Κώστας αλλά ως Άκης ήρθε ο Παντρεμένος. Ο Άκης έφερε την κάμερα αλλά το βίντεο το τράβηξε ο Κώστας. Το βίντεο το πήρε μετά ο Σταγογιάννης από ένα χώρο έξω από την εξώπορτα σε μία αλάνα, εκεί αφήναμε ο ένας στον άλλον πράγματα. Την εντολή να τραβήξει το βίντεο την είχε ο Κώστας, ο Παντρεμένος έφερε την κάμερα. Νομίζω πως ο Κώστας δεν είχε δικό του τηλέφωνο. Δεν γνωρίζω αν είχε τηλέφωνο και το χρησιμοποιούσε κάποιες ώρες που εγώ δεν ήμουνα εκεί. Οι πληροφορίες ερχόταν από τον Σταγογιάννη με χαρτάκια και κάποιες προσωπικές επαφές. Δεν θυμάμαι πόσες φορές τον είδα τον Σταγογιάννη. Ο Σταγογιάννης μου είπε ότι ο Πολάκης τον έβαλε στο κόλπο. Δεν ξέρω ποιος έβαλε τον Πολάκη. Νομίζω ότι ο Σταγογιάννης μπήκε από την αρχή, το πρώτο ή το δεύτερο δεκαήμερο. Δεν γνωρίζω τι συμφωνία είχαν μεταξύ τους, δεν έγινε τέτοια συζήτηση».
Σχετικά με τους χώρους-κρησφύγετα, όπου εκρατείτο αιχμάλωτος ο Μιχάλης Λεμπιδάκης πριν από το σπίτι το δικό του, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι: «Δεν γνωρίζω τους προηγούμενους χώρους. Ξέρω μόνο ότι ήρθε από Σφακιά».
«Μου έλεγε κάνε ότι μπορείς και εγώ θα σε πάρω δίπλα μου»
Ο 45χρονος ξυλουργός και αντιπρόεδρος του ΣΑΟΡ, από το Καλονύχτι, Εμμανουήλ Σταγονιάννης, ανέφερε στην απολογία του ότι ενεπλάκη στην απαγωγή στις 20 Απριλίου, είκοσι μέρες δηλαδή μετά την ημέρα της αρπαγής του Μιχάλη Λεμπιδάκη, λέγοντας ότι ο Πολάκης σε συνάντηση τους αρχικά ήταν αυτός που του ζήτησε να μπει σε μια υπόθεση και στη συνέχεια τον προσέγγισε ένας ξένος που υποστήριξε ότι δεν γνωρίζει ποιος είναι.
«Ήρθε ένας ξένος και μου είπε ότι έρχεται εκ μέρους του Πολάκη και μου είπε έχω μία δουλειά για δύο ημέρες και μου είπε ότι θα πληρωθώ καλά… Αργότερα έμαθα πως είναι Ρώσος αυτός ο ξένος.
Ήρθε την επομένη με κλουβάκι ασημί, δεν είδα μάρκα και με πήρε από την παλιά εθνική οδό, μπήκα στο κλουβάκι από την πλαϊνή πόρτα και δεν είδα πινακίδα. Πάντα βράδυ ήταν, δεν ήταν ποτέ μέρα. Εγώ τον περίμενα πάνω στην παλιά εθνική οδό στο γεφυράκι, άνοιγε την πλαϊνή πόρτα, έμπαινα κα έφευγε. Υπολόγισα ότι μισή ώρα με τρία τέταρτα ήταν ο χρόνος που πηγαίναμε, άκουσα γκαραζόπορτα με χειριστήριο και υπήρχε και δεύτερη πόρτα που άνοιγε σε γκαράζ. Άνοιξε και βρεθήκαμε σε υπόγειο γκαράζ, σκοτεινά και μετά ανεβήκαμε δύο σκάλες, γκαράζ, ισόγειο και πρώτος όροφος. Μπήκαμε στο ισόγειο που είχε κουζίνα και τουαλέτα και πάνω είχε δύο δωμάτια και τουαλέτα. Το σπίτι ήταν πολυτελείας, πολύ καλή κατασκευή. Δεν ξέρω καν που βρισκόταν το σπίτι, ήταν εκτός Ρεθύμνου, δεν ήταν πολλά σπίτια μαζί».
Όταν πήγα εκεί δεν ήξερα τι θα κάνω και τι θα αντικρύσω, ήξερα ότι κάτι συνέβαινε αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ τι ήταν. Υπήρχε άτομο μέσα που φορούσε κουκούλα, αυτός με είδε, εγώ δεν τον είδα ποιος είναι. Φορούσε γάντια και ο Ρώσος ενώ μου έφερε κι εμένα από το γκαράζ τη φόρμα, τα γάντια και τα γυαλιά. Με πήγαν και μου έδειξαν έναν άνδρα δεμένο με αλυσίδα δύο δυόμισι μέτρα, ένα στρώμα και ήταν δεμένος. Εγώ δεν τον γνώρισα ποιος ήτανε. Φορούσα την κουκούλα, μπήκα μέσα και αντίκρισα αυτό το θέαμα. Πρέπει να ήταν γύρω στις 20 Απριλίου τότε. Με το που βλέπω τον κ. Μιχάλη του λέω γεια σας, με κοιτάει και λέει γεια σας, με κοιτάει και μου λέει «εσύ είσαι άλλο παιδί;» τον ρωτάω ποιος είστε και μου λέει «Ο Μιχάλης ο Λεμπιδάκης με τα πλαστικά Κρήτης». Ο Ρώσος είχε φύγει και μου είπε να μην ανοίγω τα παράθυρα, στο φαγητό να του βγάζω τα κόκαλα, να του δίνω πλαστικά πιρούνια, μου έδειξε το ψυγείο με τα κρέατα ακριβώς.
Τον ρώτησα πως τον έχουν έτσι με τη χειροπέδα και μου λέει «βλέπεις σαν το σκυλί με έχουν» και αρχίζει να κλαίει, του είπα να ηρεμήσει, κατεβαίνω και παίρνω τα κλειδιά της χειροπέδας να τον λύσω, με ρώτησε «εσύ δεν φοβάσαι; όλοι φοβούνται να με λύσουν», καθίσαμε και κουβεντιάζαμε πολύ ώρα, μού είπε ακριβώς πώς τον πήρανε. Πρέπει να ήταν 20 Απριλίου. Το σπίτι ήταν πολυτελείας».
Ο κατηγορούμενος επανειλημμένα ανέφερε στον ανακριτή πόσο πολύ περιποιόταν τον απαχθέντα επιχειρηματία, πόσο τον πρόσεχε και πόσο ωραίο μενού του μαγείρευε αλλά και πόσο τον συμπαθούσε ο Μιχάλης Λεμπιδάκης, όπως υποστήριξε, αφού του είπε μέχρι ότι: Μου έλεγε ότι «κάνε ότι μπορείς και εγώ θα σε πάρω δίπλα μου». Η προσπάθεια που έκανε ενώπιον του ανακριτή να ελαφρύνει τη θέση του είναι θεαματική.
«Θυμάμαι τον κ. Μιχάλη να μου λέει «σε έστειλε η Παναγία, θέλω να ξανάρθεις, έφαγα και το φαί σου». Του έφτιαχνα ότι ήθελε, του έκανα μέχρι και γαρίδες πιλάφι. Τα ψώνια τα έκανε ο Ρώσος, οι πρώτες ύλες ήταν στο ψυγείο. Εγώ το ψυγείο το έβρισκα πάντα γεμάτο, δεν ήξερα ποιοι το τροφοδοτούσαν, ποτέ δεν ήρθε κανένας να το γεμίσει όσο ήμουν εγώ εκεί. Τις γαρίδες τις βρήκα στην κατάψυξη και είπα στον κ. Μιχάλη ότι θα του φτιάξω σπεσιαλιτέ και του είπα ότι θα πιούμε και ούζο. Συνολικά πήγα στο σπίτι αυτό 17 ημέρες» ανέφερε σε κάποιο σημείο.
Ο 45χρονος ξυλουργός υποστήριξε πως σχεδίαζε μαζί με τον Πολάκη να απελευθερώσουν τον επιχειρηματία αλλά… «Μία εβδομάδα παίζαμε ότι ήταν άρρωστος, είχαμε συνεννοηθεί, από την κάμερα ξέραμε ότι βλέπουν αλλά δεν ακούν (οι άλλοι απαγωγείς). Όταν ήμουν μέσα ακούγαμε θορύβους, ξέραμε ότι έξω υπήρχαν άνθρωποι, ακούγαμε δουλειές που έκαναν και ακούγαμε και κάποιο μηχάνημα. Τα χαρτόνια ήταν για συσκότιση, για να μην φαίνεται ότι κάποιος μένει εκεί. Εγώ υπολόγισα ότι ήταν οικόπεδο περιφραγμένο κάποιο κτήμα στο οποίο μπαίναμε. Περνούσε ο καιρός υπήρχε εντολή να μην έχουμε πάνω μας κινητό τίποτα. Σχεδιάζαμε και κάποια πράγματα μαζί με τον κ. Μιχάλη. Μία βραδιά μετά που κάναμε ψέματα ότι ήταν άρρωστος έρχονται δύο γεροδεμένοι άνθρωποι με κουκούλες, μού έκαναν νόημα χωρίς να μιλήσουν ότι θα τον πάρουν. Τους είπα ότι ο κ. Μιχάλης δεν πάει πουθενά, κοντραριστήκαμε, δεν τους άφησα να τον πάρουν και έφυγαν. Εγώ δεν τους άφησα να τον πάρουν γιατί δε μου είχε πει τίποτα ο Ρώσος. Το διάστημα που πρόσεχα τον κ. Μιχάλη όλοι όσοι ερχόταν και με άλλαζαν, με γνώριζαν, εγώ δεν γνώριζα κανένα τους, αυτοί φορούσαν κουκούλα. Εγώ φοβόμουν αυτούς που ήταν πίσω από τον Ρώσο. Αυτούς που φυλούσαν το σπίτι δεν τους φοβόμουν, κατέβαινα χωρίς κουκούλα τη σκάλα και έβλεπα το Ρώσο με κάποιον με κουκούλα που με άλλαζε. Είχα πει στον Ρώσο ότι εγώ ούτε λεφτά θέλω και μην πάθει τίποτα ο άνθρωπος γιατί άμα πάθει πράμα εσένα που σε ξέρω θα σε γδάρω. Εγώ από εκείνη την ημερομηνία και μετά μέχρι τις 10 Αυγούστου δεν είχα καμία επικοινωνία με την υπόθεση ούτε με κανένα, ήξερα ότι μου είχε πει ο Πολάκης ότι τον είχαν αλλάξει σπίτι. Στις 10 Αυγούστου σμίξαμε τυχαία με τον Πολάκη στον δρόμο και μού είπε ότι θα τον πήγαιναν εκείνη την ημέρα στη μάντρα του Κλάδου. Πήγα και τον βρήκα, ήταν χαμένος. Την επόμενη μέρα πήγα εκεί και ζήτησα να δω τον κ. Μιχάλη»
Επειδή ο ιδιοκτήτης της μάντρας ανέφερε στην κατάθεση του ότι το ένα από τα άτομα που μετέφεραν εκεί τον επιχειρηματία ήταν ο Σταγογιάννης, ο τελευταίος το αρνήθηκε στον ανακριτή λέγοντας: «Δίνω συγχωροχάρτι στον Κλάδο γιατί από τον πανικό του μπορεί να νόμιζε διάφορα».
Για την εμπλοκή του συναγωνιστή του στον ΣΑΟΡ Χρήστου Παντρεμένου ανέφερε ότι εκείνος ευθύνεται όπως και για την εμπλοκή του 40χρονου Θεσσαλονικού Βασίλη Γρηγοριάδη: «Εγώ τον έκαψα τον Βασίλη που ήρθε από τη Θεσσαλονίκη, είπα να τον κατεβάσουμε τον Γρηγοριάδη από τη Θεσσαλονίκη για να έχουμε ένα δικό μας άνθρωπο για να δούμε πώς θα τον ξεμπερδέψουμε τον Μιχάλη».
Εγώ έμπλεξα και τον Παντρεμένο, του εξομολογήθηκα τα πάντα, τον ρώτησα τι να κάνουμε. Του είπα ότι είχε μπλέξει και ο Κλάδος. Μου είπε ότι θα με βοηθήσει. Μου άφηνε ο Ρώσος στο γεφυράκι που με έπαιρνε τον φάκελο, μέσα στο ρολόι της ΔΕΗ, έπαιρνα το φάκελο και τον πήγαινα στον Παντρεμένο. Μου είχαν βάλει τέσσερις φορές φακέλους στο ρολόι της ΔΕΗ που ανοίγει σε μία κολώνα από μπετό, είναι στην παλιά εθνική Ρεθύμνου Χανίων περιοχή Καλονύκτι, μέσα στην περιουσία μου. Δεν ξέρω ποιος άφηνε εκεί τον φάκελο. Εγώ στον Παντρεμένο έδινα κλειστό φάκελο που μου άφηναν στην κολώνα της ΔΕΗ, αυτό έγινε τέσσερις φορές από το διάστημα από 15 Αυγούστου έως τον Οκτώβριο. Ο Παντρεμένος έμαθα μετά ότι του είχαν βάλει σημείωμα να πάει στην Αθήνα που πήγε, μου το είπε μετά ο ίδιος. Ούτε ήξερα ότι είχε χρησιμοποιήσει την κόρη του, μετά τα έμαθα αυτά».
Ο 45χρονος αντιπρόεδρος του ΣΑΟΡ όπως και ο Πολάκης, ανέφερε ότι ήθελε να απελευθερώσει τον επιχειρηματία αλλά δεν ήξερε πως. «Του είπαμε να κάνει τον άρρωστο για να τον πάμε στο νοσοκομείο και δεν το δέχτηκε. Αν το είχε δεχτεί θα τον είχαμε πάει και δεν θα ήμαστε και εμείς τώρα εδώ πέρα».
Θέλοντας να δείξει ότι πίσω από την απαγωγή βρίσκονται άλλα άτομα τα οποία δεν γνωρίζει και δεν είδε ποτέ, φέρεται να είπε στον ανακριτή: «Όποιος τα έκανε όλα αυτά, είναι ψηλά».