Η αντίδραση της τοπικής κοινωνίας, κυρίως των κατοίκων από την πλευρά της Σητείας, υποχρέωσαν όλα τα μέλη της επιτροπής περιβάλλοντος της περιφέρειας Κρήτης, ακόμα και αν είχαν άλλη άποψη, να γνωμοδοτήσουν αρνητικά για την κατασκευή του έργου του υβριδικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στο Αμάρι.
Σε μια πολύωρη επεισοδιακή συνεδρίαση χθες, εν μέσω διαμαρτυριών από πλήθος φορέων και πολιτών για τη σχεδιαζόμενη επένδυση, τα μέλη της επιτροπής περιβάλλοντος είπαν ομόφωνα «όχι» στο έργο που περιλαμβάνει συνδυαστικά έναν υβριδικό σταθμό ισχύος 50 μεγαβάτ στο φράγμα Ποταμών στο Αμάρι και αιολικά πάρκα ισχύος 89,1 μεγαβάτ στην περιοχή της Σητείας, συμφωνώντας με τη σχετική αρνητική εισήγηση της διεύθυνσης Περιβάλλοντος της περιφέρειας Κρήτης.
Στην απόφαση της επιτροπής καθοριστικός ήταν ο ρόλος της καθολικής αντίδρασης των κατοίκων της Σητείας, οι οποίοι είναι κατηγορηματικά αντίθετοι με δημιουργία νέων αιολικών πάρκων. Πλέον το μπαλάκι για το σχεδιαζόμενο έργο ανήκει στο υπουργείο Περιβάλλοντος, που έχει και τον τελικό λόγο για το έργο, καθώς οι αποφάσεις των δημοτικών συμβουλίων και της περιφέρειας είναι απλώς γνωμοδοτικές.
Σε σχετικές δηλώσεις του ο πρόεδρος της επιτροπής περιβάλλοντος και αντιπεριφερειάρχης Κρήτης Νίκος Καλογερής ανέφερε: «Υπήρξε μεγάλη αντίδραση από τις τοπικές κοινωνίες σε συνδυασμό με την αρνητική απόφαση του δήμου που ελάχιστα ασχοληθήκαμε με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Εν μέρει οι κάτοικοι έχουν δίκιο με την έννοια ότι η περιοχή τους είναι επιβαρυμένη με πολλές ΑΠΕ και διατράνωσαν πως δεν θέλουν άλλες. Το έργο ήταν βαρύ από πλευράς περιβαλλοντικού αποτυπώματος -δεν ήταν ασήμαντο- από την άλλη πλευρά όμως ήταν ένα έργο χρήσιμο και ωφέλιμο για την Κρήτη, που θα μπορούσε ίσως με κάποιες βελτιώσεις και πρόσθετους όρους να το αποδεχόμασταν. Δυστυχώς είναι ένα έργο το οποίο θα μπορούσε να αποταμιεύσει ενέργεια πράσινη, θα αξιοποιήσουμε και το φράγμα Ποταμών ενεργειακά. Όμως κυριάρχησε η αντίδραση για τη συγκεκριμένη περιοχή της Σητείας, έχει ήδη πολλές ΑΠΕ τις οποίες οι κάτοικοι ενοχοποιούν για την υποβάθμιση της περιοχής της. Πλέον το υπουργείο θα ζυγίσει τα δεδομένα και θα προχωρήσει στην έγκριση ή μη της απόφασης έκδοσης περιβαλλοντικών όρων. Πλέον είναι θέμα πολιτικής απόφασης και το υπουργείο θα έχει τον τελικό λόγο».
Σφοδρές αντιδράσεις
Από χθες το πρωί κάτοικοι από την ανατολική Κρήτη βρέθηκαν έξω από τα γραφεία της Περιφέρειας Κρήτης, διαμαρτυρόμενοι για μία τέτοιου είδους επένδυση, τονίζοντας κατηγορηματικά ότι δεν επιθυμούν αιολικά πάρκα στην περιοχή της Σητείας.
Οι διαμαρτυρόμενοι μπήκαν στη μεγάλη αίθουσα της Περιφέρειας Κρήτης, έχοντας πανό μαζί τους το οποίο έγραφε «Όχι άλλα αιολικά στα Σητειακά βουνά», σε μία ακόμη προσπάθεια να δηλώσουν την πλήρη αντίθεση τους στη συγκεκριμένη επένδυση.
Οι κάτοικοι της Σητείας ήταν σαφείς και ξεκάθαροι τονίζοντας ότι δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να δεχτούν αιολικά πάρκα, τα οποία θα υποβαθμίσουν την περιοχή τους.
Στη χθεσινή συνεδρίαση παραβρέθηκαν και εκπρόσωποι της εταιρίας που παρουσίασαν το έργο καθώς και εκπρόσωποι των δήμων Ρεθύμνου και Αμαρίου, οι κ. Αλεφαντινός, Μουρτζανός και Ψαρουδάκης. Υπενθυμίζεται ότι τα δημοτικά συμβούλια Ρεθύμνου και Αμαρίου είχαν γνωμοδοτήσει θετικά για το έργο.
Με αφορμή τη χθεσινή συνεδρίαση η «Συντονιστική Ομάδα Ρεθύμνου κατά των ΒΑΠΕ» είχε εκδώσει ανακοίνωση στην οποία εξέφραζε την κατηγορηματική αντίθεση της για την κατασκευή του έργου. Στην ανακοίνωση επεσήμανε πως το φράγμα Ποταμών σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε αποκλειστικά για την άρδευση του κάμπου του Ρεθύμνου. Όπως σημειώνεται και σύμφωνα με τη σύμβαση, προβλέπεται η απρόσκοπτη παροχή 2.000.000 κυβικών νερού προς την ΤΕΡΝΑ, ανεξάρτητα από την τυχόν περιορισμένη, π.χ. λόγω ανομβρίας, δυναμικότητα του ταμιευτήρα.
Η ομάδα ζητά να κατασκευαστούν άμεσα τα έργα άρδευσης και ύδρευσης για τα οποία αδειοδοτήθηκε το φράγμα Ποταμών ενώ το νερό, το οποίο προορίζεται για ύδρευση, να θεωρείται προστατευόμενος πόρος.
Μεταξύ άλλων στην παρέμβαση της «Συντονιστικής Ομάδας Ρεθύμνου κατά των ΒΑΠΕ» τονίζεται:
«Το φράγμα Ποταμών σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε αποκλειστικά για την άρδευση του κάμπου του Ρεθύμνου και την ουσιαστική ενίσχυση της υδροδότησης των δήμων Ρεθύμνου και Αρκαδίου. Όλες οι άδειες περιβαλλοντικών όρων που του έχουν δοθεί αφορούν αποκλειστικά αυτή τη χρήση και απαγορεύουν την αλλαγή της ή την εκτέλεση άλλου έργου.
Όμως, αντί να κατασκευαστούν τα έργα άρδευσης και ύδρευσης, το φράγμα (που πληρώθηκε με χρήμα του ελληνικού λαού) παραδίνεται στην ΤΕΡΝΑ για «ενεργειακή αξιοποίηση» με σύμβαση που της διασφαλίζει την απρόσκοπτη παροχή 2.000.000 κυβικών νερού, ανεξάρτητα από την τυχόν περιορισμένη (π.χ. λόγω ανομβρίας) δυναμικότητα του ταμιευτήρα.
Αυτή η εγκληματική πολιτική επιλογή υποστηρίζεται εντελώς αυθαίρετα με το επιχείρημα ότι το νερό στο φράγμα επαρκεί, παραβλέποντας ότι το φράγμα είναι για την ώρα γεμάτο επειδή δεν έχουν ολοκληρωθεί τα δίκτυα άρδευσης και δεν έχει υλοποιηθεί το έργο ύδρευσης.
Το ότι η στάθμη του νερού θα κατέβει τουλάχιστον 20 μέτρα για όσο διαρκέσει η κατασκευή του εργοστασίου μοιάζει επουσιώδες μπροστά στο ενδεχόμενο το νερό στο φράγμα να καταλήξει ένα θολό βουρκάρι ακατάλληλο για ύδρευση ή και για άρδευση. Και τούτο επειδή η αντλησιοταμίευση, σύμφωνα με την εμπειρία και τα επιστημονικά δεδομένα, έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ποιότητα του νερού.
Όσο για το τοπίο στα Χάρκια και γύρω από το φράγμα θα υποβαθμισθεί σε βιομηχανική ζώνη. Η ίδια η ΜΠΕ του έργου περιγράφει εγκαταστάσεις με τουρμπίνες άντλησης χιλιάδων κυβικών νερού, τουρμπίνες παραγωγής ενέργειας, τεράστιους πυλώνες μεταφοράς ρεύματος, πολλά στρέμματα χώρων εναπόθεσης μπαζών. Ακόμα και ειδικός χώρος «προσωρινής» εναπόθεσης επικίνδυνων αποβλήτων απαιτείται. Και όλα αυτά σε προστατευόμενες περιοχές Natoura.
Στο πλαίσιο μιας πολιτικής που προτάσσει το «συμφέρον του επενδυτή» απέναντι σε κάθε κοινωνικό αγαθό, θα υποθηκευθούν ποσότητες νερού για λογαριασμό της ΤΕΡΝΑ και θα υποβαθμισθεί δραματικά η ποιότητά του. Θα καταστραφούν ανεπιστρεπτί προστατευόμενες περιοχές σε Ρέθυμνο, Αμάρι και Σητεία για να παράγεται ρεύμα 50 ΜW για 8 ώρες μόνο την ημέρα, το οποίο θα πουλιέται στο δίκτυο προς 236 ευρώ η μεγαβατώρα όταν η λιανική τιμή της μεγαβατώρας στο διασυνδεδεμένο δίκτυο είναι 90 ευρώ».