Οι τράπουλες στο εσωτερικό του στραπατσαρισμένου απ’ την εγκατάλειψη κτιρίου κείτονταν στις θήκες και την ανία τους, πάνω σ’ ένα σκονισμένο ράφι. Η ξύλινη ταμπέλα στο «Κοινοτικόν Γραφείον», που έμοιαζε με καφενείο αλλά τελικά δεν ήταν, σπαρταρούσε απ’ τον νοτιά, αρνούμενη να παραδώσει το πνεύμα της. Δεν είχε καν βραδιάσει, πρωί ήταν ακόμα, για να σπεύσουν οι ολίγοι που απέμειναν στην Ορνέ του Δήμου Αγίου Βασιλείου, για πρέφα και κουβεντολόι. Θα μείνουν εκεί, γιατί δεν έχουν πού αλλού να πάνε, ν’ αποχαιρετίσουν την ημέρα, προτού η πίσσα της νύχτας ξαπλώσει αναπαυτικά στο «μαξιλάρι» του Κέντρους.
Μια παλαιού τύπου τηλεόραση έπαιζε στη διαπασών. Τα όσα σκόρπια αναμετέδιδε, ατάκτως ερριμμένα, αντιλαλούσαν και σκέπαζαν τις γωνιές, σε άδεια ερειπωμένα στενά. Κάποια πετρώδη περιποιημένα και εκσυγχρονισμένα σπίτια ξεχώριζαν πλάι σε χαλάσματα.
Χρειάζεται να διαβείς μιαν έρημο από αναμνήσεις για να βρεις ψυχή. Ένα χωριό χαμένο στο παρελθόν, ξεχασμένο και ξεπερασμένο απ’ τον χρόνο.
Όπως είχε πει κάποτε ο Γιάννης Ασουμανάκης, στις αρχές του ‘60 -πάνω από μισό αιώνα πίσω!- η Ορνέ είχε 130 μέχρι 150 ψηφοφόρους και καμιά 80αριά ιδιοκτησίες σε σπίτια. Η εξαΰλωση άρχισε αργότερα.
Η μαντινάδα που έπεσε σαν… κατάρα!
Ένας ηλικιωμένος κύριος, Εμμανουήλ Φωτάκης μάς συστήθηκε, μέσα στο «Κοινοτικόν Γραφείον», πότε χάζευε το παχύ γκρίζο κουτί, πότε τους τοίχους, πότε οι λογισμοί του χάνονταν μπρος και πίσω απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα: η χαραμάδα εισέπνεε κρύο, εκπνέοντας σιωπή στην άδεια πλατεία. Δεν είχε καν λιακάδα, ώστε μέσα από σκιές να ξεγλιστρήσει η νεκροζώντανη νιότη του τόπου του. Ο ουρανός στα τελειώματα του Νοέμβρη γινόταν όλο και πιο φαιός κοιτώντας, από πάνω προς τα κάτω, κουφάρια από αόρατες θύμησες.
Ο απόμαχος κύριος, με το ξεβαμμένο καπέλο αλλά και την καθόλου ξεθωριασμένη σκέψη, ξαφνιάστηκε όταν μας είδε. Η μοναξιά του διαταράχθηκε, στιγμιαία.
Η χειρουργική μάσκα κάλυπτε το μισό του πρόσωπο. Τα ακάλυπτα μάτια του πρόδιδαν την έκπληξή του: «Ίντα θέτε; Απ’ τσι Μέλαμπες είστε;». Μας κοιτούσε σαν εξωγήινους. Στο… ησυχαστήριο του Κέντρους ζήτημα να διαμένουν πια δέκα μόνιμοι κάτοικοι. Τόσους τους έβγαλε ο ίδιος, μετρώντας τους με δυσκολία στα δάχτυλα των χεριών του. Κι αυτοί οι λίγοι που αντιστέκονται, επιμένοντας στην αποκέντρωση, θα ’ταν στα λιόφυτα εκείνο το πρωινό.
Η μαντινάδα που «σκάρωσε» καμιά δεκαετία και βάλε πιο πριν, στιχοπλόκος απ’ τις γειτονικές Μέλαμπες, έπεσε σαν κατάρα:
«Μην το θαρρείς πως η Ορνέ
έγινε Πολιτεία
έχει ανθρώπους 12
και σπίτια 13».
Ποιος θα μαζέψει το λάδι;
Ο κόσμος «έσπασε» με τα χρόνια στις μεγαλουπόλεις, εντός κι εκτός νησιού: Άλλοι πήγαν μόνιμα για μια καλύτερη τύχη είτε στο κοντινό Ρέθυμνο, είτε στο Ηράκλειο, είτε στην Αθήνα. Παρόμοιο δρομολόγιο ακολούθησε κι εκείνος. Και στην πρώτη ευκαιρία γυρίζει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε. Αναζητά (επι)τακτικά μιαν αφετηρία για να γυμνάσει και να φρεσκάρει (πνευματικά και ψυχολογικά) τον εαυτό του. Κάθε μέρα αποτελεί και μία νέα εκκίνηση.
Ήρθε ο καιρός να βγάλει το λάδι της χρονιάς, αλλά πού να βρει πρόθυμους; «Παρακαλάμε ανθρώπους να έρθουν να μαζέψουν τσι ελιές. Τους δίνουμε το περισσότερο λάδι απ’ αυτό που θα βγάλουμε και δεν έρχονται» παραπονέθηκε. Χαρίζουν «χρυσό» και πάλι εργάτη δεν βρίσκουν.
Πολλά είναι τα αφημένα στην τύχη τους ελαιόδεντρα, ελάχιστα δέχονται περιποίηση κι ο καρπός τους δεν πέφτει, σαν δάκρυ, να θαφτεί στη γη. Όσοι απόδημοι το πάρουν απόφαση, φορούν τη στολή εργασίας και τα Σαββατοκύριακα του χειμώνα ρίχνονται στο λιομάζωμα.
Στην έξοδο του χωριού, με το που ισιώσουν οι στροφές, δύο αγροτικά είναι παρκαρισμένα στην άκρη του δρόμου. Οι ρόδες τους πατούν με σιγουριά φρέσκια άσφαλτο. Δυο ζευγάρια ανθρώπων, ανδρόγυνα μοιάζουν, βολεύουν και ξεβολεύουν τα μαύρα πανιά γύρω απ’ τις ρίζες και τα καλοζωισμένα κλωνάρια. Τίποτα δεν πρέπει να πάει χαμένο. Ξιπάζονται και κοντοστέκονται με το που δουν αμάξι, που θα διαταράξει πρόσκαιρα την ήρεμη βοή της φύσης και των λιόφυτων.