Στην τελευταία θέση της απασχόλησης βρίσκεται η Ελλάδα μεταξύ των χωρών της Ε.Ε., σύμφωνα με τα στοιχεία της τριμηνιαίας έκθεσης της Κομισιόν.
Το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης στην ΕΕ το γ’ τρίμηνο του 2017, καταγράφεται στην Ελλάδα (58%) και το υψηλότερο στη Σουηδία (82%), ενώ στην Ε.Ε. συνολικά το ποσοστό διαμορφώνεται σε νέο ιστορικό υψηλό στο 72,3%, με περισσότερους από 236 εκατομμύρια απασχολούμενους.
Σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος η απασχόληση στην ΕΕ αυξήθηκε κατά 1,7%. Ωστόσο, τα επίπεδα της απασχόλησης εξακολουθούν να έχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.
Ειδικότερα, σε ότι αφορά την Ελλάδα, από την έκθεση της επιτροπής προκύπτει ότι το τρίτο τρίμηνο του 2017, το 73,4% των ανέργων ήταν μακροχρόνια άνεργοι, δηλαδή είχαν παραμείνει εκτός της αγοράς εργασίας για πάνω από 12 συνεχόμενους μήνες. Το ίδιο τρίμηνο, η Ελλάδα κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας στην ΕΕ (15,3%), ακολουθούμενη από την Ισπανία (7,1%) και την Ιταλία (6,2%). Επίσης, η Ελλάδα καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ «πολύ μακροχρόνιας ανεργίας» (άνω των 24 μηνών) (11%).
Εξάλλου, σε ότι αφορά την κατάσταση των νοικοκυριών στην ΕΕ, παρόλο που στην ΕΕ συνεχίζει να βελτιώνεται με ποσοστό ανάπτυξης περίπου 1,5% σε ετήσια βάση (κυρίως λόγω της αύξησης των εσόδων από την εργασία), δεν παρατηρείται το ίδιο και στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την έκθεση της επιτροπής, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που δεν παρουσιάζει σταθερή τάση βελτίωσης των εισοδημάτων των νοικοκυριών. Επίσης, το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών παραμένει κάτω από το επίπεδο του 2008 σε αρκετές χώρες, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Κροατία, αλλά και η Ολλανδία.
Σχετικά με την παραγωγικότητα της εργασίας στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη, η έκθεση επισημαίνει ότι βελτιώθηκε κατά 0,8 % από το τρίτο τρίμηνο του 2016 έως το τρίτο τρίμηνο του 2017. Η μεγαλύτερη αύξηση με διαφορά σημειώθηκε στη Λετονία, τη Λιθουανία, την Πολωνία και τη Ρουμανία (πάνω από 3 % σε ετήσια βάση). Μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας καταγράφηκε στην Ελλάδα (-0,8%) και στην Πορτογαλία (-0,5%).
Όσον αφορά τη ζήτηση εργασίας, σημειώνεται ότι το συνολικό ποσοστό κενών θέσεων εργασίας στην ΕΕ έφτασε το 2% το τρίτο τρίμηνο του 2017 και το 0,5% στην Ελλάδα (το χαμηλότερο στην ΕΕ). Το ποσοστό κενών θέσεων εργασίας στην ΕΕ ήταν υψηλότερο στις υπηρεσίες σε σύγκριση με τη βιομηχανία και τις κατασκευές.
Σε γενικές γραμμές, η έκθεση της επιτροπής υπογραμμίζει ότι η αύξηση της απασχόλησης στην ΕΕ οφείλεται στην αύξηση των μόνιμων θέσεων εργασίας και των θέσεων πλήρους απασχόλησης. Μεταξύ του τρίτου τριμήνου του 2016 και του 2017, ο αριθμός των εργαζομένων με μόνιμες συμβάσεις αυξήθηκε κατά 2,8 εκατομμύρια. Αυτή η αύξηση είναι τρεις φορές υψηλότερη από την αύξηση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου (900.000). Ο αριθμός των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης αυξήθηκε κατά περίπου 3 εκατομμύρια, φτάνοντας τα 181 εκατομμύρια, ενώ οι εργαζόμενοι με μειωμένο ωράριο αυξήθηκαν κατά περίπου 300.000, φτάνοντας τα 42,7 εκατομμύρια.
Τέλος, η έκθεση καταδεικνύει ότι η ανεργία στην ΕΕ πλησιάζει τα προ της κρίσης επίπεδα με σταθερό ρυθμό. Η ανεργία έχει υποχωρήσει περίπου κατά 8,6 εκατομμύρια άτομα μετά την κορύφωση που καταγράφηκε τον Απρίλιο του 2013 και ο αριθμός των ανέργων παρέμεινε κάτω από 18 εκατομμύρια τον Δεκέμβριο του 2017, που είναι το χαμηλότερο επίπεδο που έχει σημειωθεί από τον Νοέμβριο του 2008.