Ένα από τα αγαπημένα μου αναγνώσματα, από την εφηβική μου ηλικία ήδη, είναι η Αγία Γραφή. Έχω γράψει άλλοτε και αλλαχού πόσο ψυχωφελές και διδακτικό είναι το περιεχόμενο και της Καινής Διαθήκης μα και της Παλαιάς για όσα καλείται ν’ αντιπαλέψει καθημερινά τ’ ανθρωπολόι, στη δημόσια και στην ιδιωτική ζωή μας…
Με αφορμή την εορτή του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, του πρώτου Αθηναίου μαθητή του Αποστόλου Παύλου, στις 3 Οχτώβρη, θα ήθελα στο παρόν σημείωμα (: το οποίο επιτρέψτε μου να αφιερώσω στη γυναίκα μου Μαρία για τους συν θεώ καθημερινούς κοινούς αγώνες μας…) να ξαναθυμηθούμε πώς ο Παύλος άρχισε να κηρύττει το χριστιανισμό στην Αθήνα, την προαιώνια κοιτίδα του ελληνικού πολιτισμού.
Ο Παύλος, λοιπόν, κατέβηκε το φθινόπωρο του 51 μ.Χ. στην Αθήνα από τη Βέροια της Μακεδονίας όπου ήδη, παρά τις αντιδράσεις που ξεσήκωσε το κήρυγμά του, είχε διδάξει τον λόγο του Χριστού.
Τις πρώτες μέρες στην Αθήνα ήταν ο Παύλος μόνος και τριγυρνούσε πέρα δώθε. Περίμενε να έλθουν από τη Μακεδονία οι φίλοι και συνεργάτες του, Τιμόθεος και Σίλας και κουβέντιαζε και περί Χριστού με φιλοσόφους τόσο της επικούρειας, όσο και της στωικής σχολής, αλλά ίσως κάποιοι από όσους τον άκουσαν τον προσήγαγαν σε δίκη στον Άρειο Πάγο για ασέβεια έναντι των παλαιών θεών της πόλης και εισαγωγή νέων (: θυμάστε τις σε βάρος του αρχαίου Σωκράτη τις ψεύτικες κατηγόριες των πολεμίων του περί διδασκαλίας “καινών δαιμονίων”;). Στην πόλη της Παλλάδας, όμως, νωρίτερα κατά τις βόλτες του, έβλεπε παντού αγάλματα και είδωλα και δυσανασχετούσε μέσα του.
Όταν, λοιπόν, οι κατήγοροί (;) του τον «προ(σ)κάλεσαν» να μιλήσει (:απολογηθεί;) για τα πιστεύω του, ο Παύλος ανέβηκε, τον Οχτώβρη του 51 μ.Χ. μάλλον, στο βήμα του Αρείου Πάγου, του πασίγνωστου αρχαίου δικαστηρίου των Αθηνών, και είπε τα παρακάτω λόγια που παρακίνησαν τον Διονύσιο και αρκετούς άλλους Αθηναίους να δεχτούν τη χριστιανική διδασκαλία.
Μεταφέρω σε απλά νεοελληνικά το σχετικό απόσπασμα από τις «Πράξεις των Αποστόλων» (κεφ. ιζ, 22-31): «Αθηναίοι, απ’ ό,τι βλέπω λατρεύετε πάρα πολύ τους θεούς σας. Γιατί ενώ πηγαινοερχόμουν και παρατηρούσα όσα με σεβασμό προσφέρετε σε αυτούς, βρήκα κι ένα βωμό στον οποίο είχατε αναγράψει ΣΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΘΕΟ. Εκείνον λοιπόν που δεν γνωρίζετε κι όμως λατρεύετε, αυτόν θα σας φανερώσω δημόσια. Ο θεός που έπλασε όλον τον κόσμο και καθετί που βρίσκεται σε αυτόν, ο ίδιος που ‘ναι κυρίαρχος του ουρανού και της γης, δεν κατοικοεδρεύει σε ναούς φτιαγμένους από ανθρώπινο χέρι ούτε λατρεύεται από ανθρώπους σαν να έχει κάτι από εμάς ανάγκη, γιατί αυτός είναι που ζωή και πνοή δίνει σε όλους μας και σε καθετί.
Και από το ίδιο αίμα -έλεγε ο Παύλος στους Αθηναίους- έκαμε όλους τους ανθρώπους να κατοικούνε σε ολόκληρη τη γη και προκαθόρισε τα χρόνια της ζωής μας και τα σύνορα των σπιτιών μας, για να ζητάνε οι άνθρωποι τον Κύριο και ίσως να μπορούν να τον αγγίζουν με τα δάχτυλά τους και να τον βρίσκουν. Γιατί εξαιτίας του ζούμε και υπάρχουμε, καθώς και κάποιοι ποιητές είπαν σε σας «γιατί ίδια γενιά είμαστε». Αφού είμαστε λοιπόν γενιά καμωμένοι από το θεό, δεν πρέπει να νομίζουμε πως ο θεός είναι όμοιος με το χρυσάφι ή τον άργυρο ή την πέτρα που τα έχουν επεξεργαστεί η τέχνη και η εφευρετικότητα των ανθρώπων.
Τους χρόνους, επομένως, που ζούσαμε στα σκοτάδια, αφού δεν τον ξέραμε – κατέληξε τον λόγο του ο Παύλος- αψήφησε ο θεός και τώρα σε μας παραγγέλλει, σε όλο το ανθρωπολόι δηλαδή, σε όλα τα μέρη της γης να μετανιώσουμε για όσα έχουμε διαπράξει. Γιατί καθόρισε την ημέρα εκείνη που σκοπεύει, ορίζοντας έναν άντρα προς βοήθειά του, να κρίνει και να απονείμει δικαιοσύνη σε όλη την ανθρωπότητα. Και για να τον πιστέψουν όλοι, ακλόνητο τεκμήριο τούς παρείχε με την ανάσταση εκείνου ακριβώς του άντρα από τους νεκρούς…»
*Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι φιλόλογος