Οινόμαος: Πολύ σκεφτικό σε βλέπω σήμερα, Σπάρτακε, στους τρεις χρόνους που μαζί είμαστε στη δούλεψη τ’ αρχόντου ετούτου, του περιλάλητου Γάιου Φάβιου Λέπιδου, του πρωταφέντη στη Θράκη…
Σπάρτακος: Δεν πάει άλλο, Οινόμαε, δεν πάει…
Οινόμαος: Το βλέπω, το νιώθω, το νογώ, φίλε και σύντροφε…
Σπάρτακος: Δεν πάει άλλο! Μήνες τώρα, στο νου μου κλωθογυρίζει ο στοχασμός ετούτος. Κοντέβει τα μηλίγγια να μου ξετρυπήσει πια, την καρδιά μου να σχίσει…
Οινόμαος: Μίλα μου, σαν αδέλφια ο ζυγός αυτός μάς έχει δέσει…
Σπάρτακος: Έτσι νιώθω και εγώ. Το γνωρίζεις. Γι’ αυτό και σε φώναξα σήμερα, σιμά μου, κρυφά απ’ τους αποδέλοιπους να σε μιλήσω…
Οινόμαος: Μίλα, λοιπόν, με της ψυχής σου τα πάθια, με της σκέψης σου τα πολυκύμαντα ταξίδια πάντοτε συνταξιδιώτη και να σε συμπονώ με βρίσκεις, το ξέρεις!
Σπάρτακος: Το ξέρω! Το λόγο, λοιπόν, δίχως άργητα, θα σου ξεφανερώσω, στο φως θα σου τον βγάλω…
Οινόμαος: Πες μου! Μπιστέψου με, Σπάρτακε, σε όλα!
Σπάρτακος: Οι τρεις χρόνοι στη δούλεψη, στις αλυσίδες που ζούμε σαν άγρια θεριά σφιχτοδεμένα για να φχαριστιούνται οι αφεντάδες και όλα τους τα θελήματα να κάμουμε αναντίρρητα είναι πολλοί! Μας κλέψανε τα όνειρα και μας λεηλατήσανε τα νιάτα! Ήλθε, Οινόμαε, η ώρα να ξαναβγεί και για εμάς ο ήλιος φωτεινός και λαμπερός…
Οινόμαος: Ο ήλιος;
Σπάρτακος: Ναι, αδελφέ μου! Και η σελήνη να φεγγοβολά! Τ’ ανάστημά μας ολόρθο να σηκώσουμε, την άλυσο τούτη να σπάσουμε, τη λεφτεριά μας, που μας είχε χαρίσει ο θεός με τη γέννησή μας, να ξαναποχτήσουμε! Μακριά από τούτη τη γης να φύγουμε, λέφτεροι, όχι πια δούλοι. Κανείς δε γεννήθηκε για να υπηρετεί τον άλλο. Μήτε ο θεός, μήτε η φύση το δέχονται αγόγγυστα. Ανθρώπων ζωή, Οινόμαε, να ζήσουμε, πλάι σε ανθρώπους, λέφτεροι και περήφανοι…
Οινόμαος: Μα οι Ρωμαίοι, φίλε, σαν χάσουνε τους δούλους, τις λεγεώνες αδίσταχτα θα στείλουνε, να μας πιάσουν ξανά… Δεν το μπορεί ο αφέντης τους σκλάβους του να χάσει, δίχως αυτούς όλα τα βάρη επάνω του να πέφτουν… Το ίδιο είναι να ιδροκοπά στους αγρούς δούλος με σκυφτό κεφάλι και μαστίγιο να καραδοκεί και κείνος να τρέχει αδιάκοπα για μερόνυχτα για του σπιτιού τις δουλιές όλες βρέξει – λιάσει και το ίδιο ο άμαθος και μαλθακός που νοιάζεται μόνο για την καλοπέραση αφέντης; Τις λεγεώνες θα στείλουν να μας ματοκυλίσουν άσπλαχνα!
Σπάρτακος: Δεν φοβάμαι τίποτα! Το πήρα απόφαση, έλα μαζί μου…
Οινόμαος: Δεν τρέμεις μήπως από ρωμέικα γιαταγάνια τη ζωή σου χάσεις;
Σπάρτακος: Τι ‘ναι πιο μεγάλος πόνος, τη ζωή σου να χάσεις μια στιγμή για τη λεφτεριά ή την ψυχή σου να χάνεις μια ζωή από τη σκλαβιά; Πάμε τους άλλους να βρούμε, τον Χαιρέα πρώτον απ’ όλους να ξεδιαλέξουμε, να του μιλήσουμε, σχέδια να καταστρώσουμε και τρεις πιο εύκολα προσελκύουν σε τούτο το δύσκολο εγχείρημα περισσότερους…
Οινόμαος: Έχεις μεγάλο δίκιο… Για τη λεφτεριά κανείς ν’ αγωνιστεί ψυχοσωματικά και τη ζωή του να δώσει ποτέ δεν πρέπει, σύντροφε, να δειλιάζει! Και μαζύ σου το θάρρος μου γιγάντεψε! Πάμε, και 500 ψυχές στη σκλαβιά του έχει ο Λέπιδος και πολύ θα κλάψει σαν ξεσηκωθούν, σαν θελήσουν το ζυγό τον απάνθρωπο, τον ψυχοφάγο ν’ αποτινάξουν ποθήσουν όμοια, ισοδύναμα με σένα, Σπάρτακε! Ξέρουν, παρά την αλαζονεία τους, καλά πως αφεντικό δίχως σκλάβους παύει να ‘ναι αφεντικό…
Σπάρτακος: Πάμε…
* Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Α.Π.Θ.