Η ελληνική κοινωνία το 2010 μπήκε σε μια μεγάλη περιπέτεια. Έχοντας φτάσει αισίως στο 2016 η εύκολη διαπίστωση που μπορεί να κάνει ο οποιοσδήποτε είναι ότι η κρίση αυτή όλο και βαθαίνει, γίνεται όλο και πιο σκληρή και απάνθρωπη για τον μέσο πολίτη.
Αυτά τα έξι χρόνια, πέρα από ευχολόγια, κατάρες και αναθέματα, αυτό που, κατά κόρον, έχουμε ακούσει είναι ότι επιβάλλεται να γίνουμε αυτάρκεις, καθώς και ότι πρέπει ο πρωτογενής αγροκτηνοτροφικός τομέας να μετατραπεί σε μια ατμομηχανή που θα οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε ασφαλείς προορισμούς.
Μεγαλωμένος σε κτηνοτροφική οικογένεια στον ορεινό όγκο του Ψηλορείτη, γνωρίζω από πρώτο χέρι ότι οι Ρεθεμνιώτες το τελευταίο πράγμα που επιθυμούν, στην παρούσα χρονική στιγμή, είναι να ακούσουν υποσχέσεις και λόγια του «αέρα».
Είναι κοινή διαπίστωση ότι η κυβέρνηση διαχειρίζεται με κάκιστο τρόπο μια πολιτική που επιβάλλεται (καλώς ή κακώς) από τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (Κ.Α.Π.).
Θεωρώ ότι είναι καθήκον όλων μας να προετοιμαστούμε, αφουγκράζοντας τον Έλληνα αγρότη και θέτοντας ταυτόχρονα τρεις καίριους στόχους:
1) Τη διεκδίκηση εντός των πλαισίων και κανόνων της Ε.Ε. των ευνοϊκότερων δυνατών προϋποθέσεων για την επιδότηση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και την περαιτέρω ανάπτυξη του γεωργικού τομέα.
2) Την επένδυση στη γεωργική τεχνογνωσία και έρευνα, αντλώντας συμπεράσματα από δυο γεωργικές οικονομίες μικρών χωρών π.χ. της Ολλανδίας και του Ισραήλ, που είναι πρωτοπόρες παγκοσμίως στην έρευνα και ανάπτυξη του γεωργικού και κτηνοτροφικού τομέα. Η Ελλάδα έχει μικρό κλήρο (48 στρέμματα ανά αγρότη). Επομένως, δε δύναται να ακολουθεί πρακτικές χωρών με απέραντες εκτάσεις.
3) Την εξασφάλιση χαμηλότοκων χρηματοδοτήσεων μέσω του τραπεζικού συστήματος, το οποίο ουσιαστικά, είναι «απαγορευμένος καρπός» για τον μέσο αγρότη και η πρόσβαση σ’ αυτό καθίσταται υποτυπώδης τα τελευταία χρόνια.
Όσον αφορά στην νέα Κ.Α.Π.:
Στο μεγάλο πρόβλημα που δημιουργήθηκε με τη συνεχή μέχρι και το 2019 μείωση των δικαιωμάτων των ελαιοπαραγωγών και παρά τις διαβεβαιώσεις του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης, κ. Αποστόλου, για το αντίθετο, είδαμε τη μέση τιμή των ελαιώνων ανά στρέμμα να μειώνεται από τα 120 ευρώ το 2014 στα 55 ευρώ περίπου το 2015. Αν σε αυτό το γεγονός προσθέσουμε τη φετινή «κακή» χρονιά για την παραγωγή των ελαιώνων και των αμπελώνων, κυρίως λόγω της πρωτοφανούς ξηρασίας που πλήττει το νησί μας, καθώς και τη γενικότερη αύξηση του κόστους παραγωγής λόγω των έμμεσων φόρων που έχουν επιβληθεί και της αύξησης του ΦΠΑ σε 24%, κρίνεται αναγκαία η στήριξη των παραγωγών.
Αντ’ αυτού το κράτος ακόμη και σήμερα, μέσω των εκπροσώπων του Υπουργείου, τονίζει ότι δεν μπορεί να αποζημιώσει την ακαρπία, λόγω της ξηρασίας μέσω του ΕΛΓΑ, παραπέμποντας τους παραγωγούς στα ΠΣΕΑ, τα οποία στην καλύτερη περίπτωση απαιτούν χρονικό διάστημα 2-3 ετών για να προβούν στην καταβολή χρημάτων. Ενός ΕΛΓΑ που ενώ τα χρήματα που αποκομίζει από τους ελαιοπαραγωγούς αποτελούν ένα τεράστιο κονδύλι, ελάχιστα έως καθόλου επιστρέφουν σε αυτούς ακόμη και όταν, όπως φέτος, ζημιώνονται λόγω καιρικών συνθηκών.
Οι παλινωδίες της κυβέρνησης στο θέμα των βοσκοτόπων έχουν, μετά και από την παραδοχή του υπουργού, κ. Αποστόλου, δημιουργήσει τεράστια προβλήματα σε έναν άκρως κτηνοτροφικό νομό, όπως είναι το Ρέθυμνο, κινδυνεύοντας οι παραγωγοί να μην μπορέσουν να ενεργοποιήσουν τα δικαιώματα που κατέχουν από την κατανομή του 2015. Σε συνάρτηση και με την καθυστέρηση που παρατηρείται γενικότερα στις πληρωμές των κτηνοτρόφων (συνδεδεμένη ενίσχυση αιγοπρόβειου, εξόφληση εξισωτικής αποζημίωσης 2015, βιολογική κτηνοτροφία 2012-13-14-15), καθώς και τη μείωση της εξισωτικής αποζημίωσης του 2016 σχεδόν κατά 50%, καταλαβαίνουμε ότι έχει δημιουργηθεί μία ασφυκτική κατάσταση στους κτηνοτρόφους του νομού.
Έγινε εμφανής, άλλωστε, η παραδοχή των λαθών της παρούσας Κυβέρνησης με την αλλαγή, έστω και καθυστερημένα, της ηγεσίας του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Τέλος, θέλω να εκφράσω τις θερμές ευχαριστίες μου στη Ν.Ο.Δ.Ε. Ρεθύμνης, καθώς και στον επικεφαλής της παράταξης στο Ρέθυμνο, κ. Ιωάννη Κεφαλογιάννη, για τον τομέα που μου ανέθεσαν. Έναν τομέα που αποτελεί για μένα χαρά και καθήκον να τον υπηρετήσω. Το αμέσως επόμενο διάστημα έχω προγραμματίσει συναντήσεις με όλους τους επικεφαλής των αγροτοκτηνοτροφικών φορέων του νομού, προκειμένου να συζητήσουμε ειδικότερα τα «καυτά» ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι αγροτικές οικογένειες.
*Ο Μιχάλης Βάμβουκας είναι υπεύθυνος αγροτικού-κτηνοτροφικού τομέα της Ν.Δ.