«Ένας φακός με απίστευτον φωτοφράκτη αρπάζει την πιο γοργή στιγμή και την απλώνει στην επιφάνεια μιας πλάκας λείας, ευαισθησίας εξαισίας…» Ανδρέας Εμπειρίκος, Οκτάνα, Ίκαρος, Αθήνα 1997.
Το μήνυμα της παλιάς καλής μου φίλης έφτασε απρόσμενα μέσα απ’ τα έγκατα του φέισμπουκ:
– Που να σ’ τα λέω! Bρήκα στο σπίτι μου καταχωνιασμένα κάτι παλιά φιλμάκια ασπρόμαυρα, νομίζω πως το ένα απ’ αυτά είναι δικό σου!
– Παλιά; Δηλαδή πόσο παλιά; Από …τότε;
Η Εβελίνα το επιβεβαίωσε κατηγορηματικά.
– Ακριβώς! Από …τότε.
Έτσι έφτασε στα χέρια μου αυτό το κομμάτι του παλιού ασπρόμαυρου φιλμ, από τα χρόνια της νιότης μου. Ακαριαία μεταπλάστηκε σε αστραπή που είχε τη δύναμη να σκίζει το σκοτάδι. Ήταν σαν ένα σημάδι από το σκοτεινό χθες που ορμούσε ασυγκράτητο στο σήμερα. Ποιος το περίμενε πως μέσα απ’ το μακρινό παρελθόν της νιότης θα ξεπηδούσαν εικόνες και μηνύματα ζωντανά, γεννημένα από έναν «απίστευτο φωτοφράκτη», και θα έφταναν στο καυτό «σήμερα» συνταράσσοντάς το;
Έτρεξα στο φίλο φωτογράφο με καρδιοχτύπι.
– Βιάσου Κωστή, σ’ έχω ανάγκη, βιάζομαι! Μέσα σ’ αυτό το φιλμ, υπάρχει ένα κομμάτι από την παρελθούσα ζωή μου, ένα κομμάτι νιάτα που ζωντάνεψε, κι έσκασε δίπλα μου, σαν μετεωρίτης.
– Είναι ένα δώρο θεού, μια υπερκόσμια συμπαντική μελωδία που μπορεί και αντιπαλεύει το χρόνο, συνέχισα συνεπαρμένος. Βιάσου, κάνε κάτι λοιπόν, τύπωσε τις φωτογραφίες.
Ο φωτογράφος επιστράτευσε όλη τη μαγική φωτογραφική του τέχνη πάνω στο ασπρόμαυρο (και απόμακρο), στο επί πενήντα χρόνια καταχωνιασμένο αρνητικό, έτσι ώστε να καταφέρει να ζωντανέψει τη νιότη που φυλάκισε μέσα του κάποιος παλιός αλλά θαυματουργός φωτοφράκτης.
Την άλλη μέρα είχα μπροστά μου τις εικόνες από το παρελθόν. Μπροστά μου βρισκόταν η μνήμη απλωμένη. Σχεδόν σβησμένες από τα εγκεφαλικά μου κύτταρα αναμνήσεις ξεδιπλώνονταν μπροστά μου σε εικόνες οι οποίες έκαναν τους νευρώνες μου να πάλλονται.
Μπροστά μου βρισκόταν μικρά κομματάκια ζωής αιχμαλωτισμένα από έναν απίστευτο φωτοφράκτη, σαν λαχανιασμένα ετοιμοθάνατα πλάσματα που αρνιόταν να πεθάνουν. Εγώ που πίστευα πως τίποτα πλέον δεν μπορεί να με συγκινήσει εκτός από τα απομεινάρια της ζωής που γέρνουν κάθε βράδυ μαζί με τον ήλιο στον ορίζοντα, εγώ είχα τώρα αίφνης διαψευσθεί.
Υπάρχουν στιγμές που νοιώθει ο άνθρωπος δυνατός, ανίκητος. Υπάρχουν κι άλλες στιγμές που νομίζεις πως χάνεις τη γη κάτω απ’ τα πόδια του, ωσάν να είσαι σκιά ανάμεσα σ’ ερείπια, ωσάν να πρόκειται να σωριαστείς με συντριβή εδώ στο χώμα. Εδώ συνέβη το δεύτερο. Όλα σωριάζονταν μέσα μου χωρίς έλεος. Είχε συμβεί το θαύμα, όπως το περιγράφει ο ποιητής:
«…Άνοιξε και έκλεισε ο φωτοφράκτης σαν μάτι αδέκαστο και συνελήφθη ο χρόνος…».
Τώρα πλέον πρόσωπα συγγενικά βγήκαν στην επιφάνεια, πρόσωπα αγαπημένα που είτε ζουν είτε έχουν φύγει για πάντα, δεν έχει πια σημασία, αφού τους έχω μέσα μου έτσι κι αλλιώς φυλαγμένους για πάντα. Φίλοι παλιοί, της νιότης φίλοι. Ανάμεσά τους κυκλοφορούσα κάποτε κι εγώ σαν ξένοιαστος καβαλάρης που κάλπαζε και κόμπαζε απολαμβάνοντας τα επιφωνήματα των θαυμαστών του. Σήμερα αυτά είναι πολύ μακριά.
Στεκόμουν ακίνητος για πολλή ώρα, παρέα με το απροσδόκητο, περίπου ευτυχισμένος. Κοίταξα ψηλά. Ένας απίστευτος φωτοφράκτης, ο φωτοφράκτης της νιότης, αιωρούνταν στο στερέωμα κουβαλώντας μια ψευδαίσθηση λύτρωσης. Είχε φυλάξει τις εικόνες και μου τις έστελνε πίσω, τώρα ακριβώς που τις είχα ανάγκη. Μου χάρισε μια συγκίνηση που – όσο κι αν προσπαθήσω – δεν θα μπορέσω να προδώσω.
*Ο Μανόλης Καλλέργης είναι γιατρός