Του ΕΥΤΥΧΗ Σ. ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΗ*
Ο προπάππους μας, Ιωάννης Κατσαντώνης (Αναγνώστης), του οποίου τα αποκαλυπτήρια της προτομής έγιναν πρόσφατα, ήταν ένας διακεκριμένος αγωνιστής, ατρόμητο παλικάρι, που πολέμησε συνολικά σε 63 μάχες στη ζωή του, στις επαναστάσεις 1841, 1858, 1866, 1878, 1889.
Ήταν υψηλόσωμος, ευθυτενής, γενναίος πολεμιστής και σεβάσμιος μέχρι τα βαθιά του γηρατειά. Πατέρας του ήταν ο Αντώνης Κατσαντώνης (1775-1828), ο οποίος είχε αγωνιστεί και αυτός στις επαναστάσεις. Τον υμνεί ξεχωριστά στο βιβλίο του «Το Αρκάδι δια των αιώνων» ο ιστορικός και Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Τιμόθεος Βενέρης (1876-1941), σημειώνοντας πως ήταν «Περιάκουστος δια τα ανδραγαθήματά του».
Στην επανάσταση του 1866, στην πολιορκία του Αρκαδίου, ανταποκρινόμενος στις εκκλήσεις των πολιορκημένων, συναντάται με τον απεσταλμένο της Ελληνικής Κυβέρνησης, Συνταγματάρχη Κορωναίο, στο Κλεισίδι. Διαφωνούν και αποφασίζει να προχωρήσει με τους επαναστάτες του, στο Αρκάδι για να χτυπήσει τους πολιορκητές από τα νώτα τους. Σημαιοφόρος μπροστά τίθεται ο ευπαρουσίαστος αδελφός του Θεοχάρης. Η σφοδρή καταιγίδα που τους προλαβαίνει στο δρόμο κάνει ασήκωτες τις βράκιες τους, δυσκολεύει τις κινήσεις τους, μουσκεύει το μπαρούτι τους, τα όπλα τους δεν πυροβολούσαν. Αναγκάζονται έτσι να επιστρέψουν άπρακτοι.
Ο Εμμ. Γενεράλις (1860-1943), Επιθεωρητής Β/θμιας εκ/σης Κρήτης, γράφει το 1901 σχετικά: «Ιδία δε το 1866 έκλεισε το Άνω Μέρος, αναδείξαν τον οπλαρχηγόν του Κατσαντώνην, δια το θάρρος και την στρατιωτικήν σύνεσιν, έναν εκ των διακρινομένων Καπετάνιων της τότε επαρχίας και Νομού».
Ο ιστορικός Βασ. Ψιλάκης (1829-1918) στο έργο του, Ιστορία της Κρήτης, τ. Δ΄, σελ.271, τον αναφέρει ως ένα εκ των ορισθέντων αρχηγών της επαρχίας Αμαρίου. Γράφει ότι η επαναστατική κυβέρνηση Κρήτης το 1866, όρισε τους γενικούς αρχηγούς και δύο με τρεις αρχηγούς ανά επαρχία στο Ν. Ρεθύμνης. Για τους ορισθέντες αρχηγούς της επαρχίας Αμαρίου αναφέρει: «Της επαρχίας δε του Αμαρίου (ορίσθηκαν) οι: Διογένης Μοσχοβίτης, διδάκτωρ (ο οποίος εφονεύθη αργότερον, κατ’ άλλους δε εδολοφονήθη), Δημ. Μοσχοβίτης αδελφός του, Εμμ. Πορβάλιος, δευτερεύοντες δε οι Αναγν. Κατσαντώνης από το Άνω Μέρος, Αντ. Πάτερος, Ν. Βλαστός από το Βυζάρι».
Ήταν άριστος στη σκοποβολή. Σε μια σύγκρουση με Τούρκους, σκοτώνουν τον επικεφαλή Αγά. Διακπλητίζονταν οι συναγωνιστές του ποιός τον σκότωσε. Τους λέγει τότε, «πηγαίνετε να δείτε και αν τη μπάλα (σφαίρα), την έχει στο αστέρι του κουτέλου (μέτωπο) τον σκότωσα εγώ», όπως και ήταν, διηγόταν ο εγγονός του Γιάννης Εμμ. Κατσαντώνης.
Στην επανάσταση του 1896 -1897 ήταν πολύ γέρος για να λάβει μέρος. Εξελέγη όμως πληρεξούσιος της επαρχίας του και σε κάθε συνέλευση συμμετείχε ένοπλος, δίνοντας πολύτιμες συμβουλές στρατηγικής.
Ο Ιωάννης Κατσαντώνης, είχε αδέλφια το Γεώργιο και Θεοχάρη.
Είχε παντρευτεί από το Μοναστηράκι και είχε αποκτήσει τον Κυριάκο, τον Εμμανουήλ, τον Κωνσταντίνο, την Αμαλία που παντρεύτηκε στο Άνω Μέρος, (Παπουτσάκη), τη Χαρίκλεια που παντρεύτηκε στον Άγιο Ιωάννη (Καλογεράκη), τη Μαρία που παντρεύτηκε στο Γερακάρι (Χανδράκη), την Ελένη παντρεμένη στο Άνω Μέρος (Ευθ. Φουρφουλάκη). Απέκτησε γύρω στα 50 δισέγγονα, αρκετά από τα οποία ζουν και σήμερα στο Άνω Μέρος, στον Άι-Γιάννη, στο Αποδούλου και στις πόλεις της Κρήτης και την Αθήνα.
Ο Αναγνώστης, ήταν άνθρωπος πιστός, ευσεβής και ενάρετος, όπως όλοι οι μεγάλοι αγωνιστές της λευτεριάς (Κολοκοτρώνης, Μακρυγιάννης, Μιαούλης, Ανδρούτσος κ.λ.π.). Γνώριζε γράμματα, ήταν ψάλτης γι’ αυτό είχε το παρατσούκλι Αναγνώστης. Είχε πάντα πάνω του ασημένια θήκη με τίμιο ξύλο, η οποία σώζεται στην τρισέγγονή του Αθηνά Καλογεράκη, με το οποίο σταύρωνε αρρώστους για να γίνουν καλά. Πίστευε ότι το τίμιο ξύλο τον προστάτευε και δεν τον εύρισκαν οι τούρκικες σφαίρες. Όταν τραυματίσθηκε σε μάχη, υποψιάσθηκε λέγοντας: «μου κλέψανε το τίμιο ξύλο», όπως και είχε γίνει.
Στο μοναστήρι της Καλόειδενας στο Κέδρος, συχνά κατέφευγε, κυνηγημένος από τους Τούρκους. Κάποιες φορές είχε ακούσει αγγελική λειτουργία εκεί, ενώ η εκκλησία ήταν άδεια. Άλλη φορά, που προσευχόταν μέσα, άκουσε μια φωνή μέσα του να του λέει «φύγε, φύγε!», βγήκε έξω και είδε τούρκικο ασκέρι ν’ ανηφορίζει για να τον πιάσει, διηγιόταν η εγγονή του Γαρυφαλλιά Ν. Καλογεράκη, που τον είχε ζήσει, στο τσιφλίκι του στη Νερατζέ απέναντι από τον Αϊ Γιάννη, το οποίο είχε αγοράσει από Τούρκους. Εκεί τον συναντούσε και ο μικρός εγγονός του Καλογεράκης Στελιανός (Κατσαντωνιά 1907-2008) από τους μεγαλύτερους εγγονούς του, που του είχε αδυναμία, γιατί του έλεγαν ότι του έμοιαζε. Έμενε στο σπιτάκι δίπλα στο κεφαλοβρύσι και ο μικρός εγγονός του κοίταζε τα κρεμασμένα στον τοίχο όπλα του. Του υποσχόταν μάλιστα ότι, σε σένα Στελιανέ θα δώσω το Αλεβόρβορο (μακρύκανη πιστόλα), που είχε κρεμασμένη στο ξεροπέτρινο σπιτάκι του.
Μια τραγική εμπειρία, όμοια με τον γέρο του Μοριά, που τον πόνεσε πολύ είχε το 1899, όταν δολοφονήθηκε ο πρωτογιός του Κυριάκος (πατέρας του Παπά Κυριάκου) στο Κέδρος, από Ελληνικά χέρια, στη δίνη βεντέτας στην οποία δεν είχε εμπλακεί.
Ο πρίγκιπας Γεώργιος το 1899 που επισκέφθηκε το Άνω Μέρος, ως Ύπατος Αρμοστής Κρήτης, την περίοδο της αυτονομίας της, τον ασπάστηκε στο μέτωπο σε ένδειξη σεβασμού στο μεγάλο αγωνιστή. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, η φωτογραφία του είναι αναρτημένη στο χώρο τιμής των οπλαρχηγών που έδρασαν στα γεγονότα το 1866 στη μονή Αρκαδίου.
Οι κραυγές του χοίρου που σφάζεται την παραμονή των Χριστουγέννων, είναι κάτι φρικιαστικό. Ο οπλαρχηγός Ιωάννης Κατσαντώνης, γέρος πια (αρχές του εικοστού αιώνα), ευαίσθητος, παρότι μπαρουτοκαπνισμένος όσο λίγοι στις Κρητικές επαναστάσεις, έφευγε από το χωριό, όταν έσφαζαν τους χοίρους, την παραμονή των Χριστουγέννων, γιατί οι σκληρές των (οι κραυγές τους) του θύμιζαν, όπως έλεγε, τα ουρλιαχτά των Χριστιανών, όταν τους έσφαζαν οι Τούρκοι, ανέφερε η κόρη του Χαρίκλεια Κατσαντώνη Καλογεράκη.
Οι αγώνες για τη λευτεριά, του είχαν γίνει δεύτερη φύση και στις τελευταίες μέρες της ζωής του, ερχόταν ασυναίσθητα οι αναμνήσεις και φώναζε «αποκέ μωρέ Γιώργη απάντα τσι Τούρκους, νάτσι έρχονται». Έβγαζε πολεμικές ιαχές και έκανε κινήσεις σκόπευσης, βγάζοντας το περιεχόμενο του υποσυνειδήτου του.
Ας είναι αιωνία η μνήμη του ηρωικού προπάππου μας, ο οποίος συντέλεσε με τους κινδύνους, τους κόπους και τους αγώνες του, όπως και οι άλλοι αγωνιστές, να γίνουν πραγματικότητα οι στίχοι του ριζίτικου το οποίο είναι στη διδακτέα ύλη της ιστορίας της Γ’ Λυκείου: «Εσιγανέψαν οι καιροί και πάψαν οι ανέμοι, πάψαν και σένα οι στράτες σου Σουλτάνο από την Κρήτη. Την Κρήτη πλιο δεν περπατείς τη Κρήτη δεν διαβαίνεις, μόνο στην κόκκινη μηλιά».
* Ο Ευτύχιος Καλογεράκης είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών