Είναι τελείως αδύνατο, όσο είμαι στη ζωή να ξεχάσω το χωριό μου, τα Καπεδιανά, τον τόπο που γεννήθηκα πριν την Κατοχή και να μην θυμάμαι τα όσα βίωσα με τις πιο δύσκολες και δυσάρεστες συνθήκες ζωής που μεγάλωσα μαζί με τους γονείς μου από πριν και μετά την κατοχή.
Η ζωή υποχρέωσε πολλούς να φύγουμε όταν μεγαλώσαμε για αναζήτηση μιας επαγγελματικής εργασίας, για ένα καλύτερο μέλλον. Ορισμένοι που μείνανε, συνεχίσανε το αγροτικό και το κτηνοτροφικό επάγγελμα των γονέων τους.
Μετά την επαγγελματική αποκατάσταση, οι οικογενειακές μου υποχρεώσεις με υποχρέωσαν να μείνω κοντά στην πόλη μας. Αυτό δεν μπήκε ποτέ εμπόδιο ακόμα και τώρα που είμαι ηλικιωμένος να μην είμαι συχνός επισκέπτης του χωριού, της εκκλησίας και της βρύσης του χωριού μου, όπου έχω πολλές αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια. Όταν είμαι εκεί αισθάνομαι ακόμα ότι είμαι μικρός. Αν όμως τύχει, να μην μεταβώ, πηγαίνει η σκέψη μου εκεί και αφού τελειώσει την επίσκεψή της, γυρίζει πάλι κοντά μου.
Ομοίως και με τα διπλανά χωριά, συνεχίζουμε να διατηρούμε καλές σχέσεις όπως είχανε και πριν οι γονείς μας. Όσο το επιτρέπει η ηλικία και η υγεία μας, κάνουμε συναντήσεις και μιλάμε πάντοτε για τα όσα βιώσαμε την Κατοχή και γύρω από τη ζωή του επαγγέλματός μας.
Πρόσφατα που γύριζα από το χωριό μου, συνάντησα στο διπλανό χωριό, δεξιά του δρόμου το Δημοτικό σχολείο μου. Θυμήθηκα για να φθάσω εκεί πήγαινα κάθε μέρα με τα πόδια, με την πάνινη τσάντα στο χέρι, να έχει μέσα τα βιβλία και το λίγο φαγητό για όλη την ημέρα.
Στη συνέχεια πήγα στο εκκλησάκι της Παναγίας που είναι στο κάτω μέρος του χωριού για προσκύνημα. Μετά περπάτησα για λίγο τα στενά δρομάκια της γειτονιάς, μήπως και συναντήσω κάποιον από εκεί για να πούμε για το πριν και το σήμερα του χωριού και της ηλικίας μας. Σε λίγο, πιο πέρα, έγινε αυτό που επιθυμούσα.
Έξω από το σπίτι του σε μικρό πέτρινο κάθισμα σκεπασμένο με χαλί-κουρελού του αργαλειού, κρατώντας στο χέρι την κατσούνα του, καθότανε ο Γεώργιος Ε.Χ. 88 ετών σήμερα. Γνωστή η οικογένεια των γονέων του και των παιδιών με την δική μου. Τον πλησίασα και του είπα:
Γεια σου Γιώργη, τι κάνεις; Και απάντησε: Γεια σου Γιαννιώ, και πως σε έβγαλε η στράτα από εδώ; Πράμα σου συμβαίνει; Απάντηση: Όχι, αλλά πέρασα να δω τα μέρη που έζησα μικρός. Απάντηση: Γιάννη, αυτά περάσανε, εδά τι γίνεται; Που γεράσαμε; Γιαννιώ, κάτσε μια και σμίξαμε να σου βάλει μια ρακή ή καφέ η γυναίκα μου. Την φώναξε: Αλεξάνδρα, έβγα να δεις, ποιος μας ήρθε.
Πράγματι, βγήκε πρόθυμη και μου λέει χαρούμενη: καλώς όρισες Γιάννη, στη γειτονιά μας, κάθισα στο διπλανό πέτρινο κάθισμα και μου έφερε καφέ που ήθελα και στον άνδρα της μια ρακή με μεζέ μπουρνέλες.
Αμέσως πιάσαμε την κουβέντα από τα παλιά μέχρι σήμερα για όλα που περάσαμε και που περνούμε και τώρα. Μετά από λίγη ώρα του είπα:
Γιώργο, θέλω να μου επιτρέψεις να σου περιγράψω, πως εγώ μικρός, πριν φύγω για τον στρατό θυμάμαι την οικογένεια σου!
Εντάξει Γιάννη, λέγε μου. Τους γονείς σου και τ’ αδέλφια σου, σας θυμάμαι όλους. Είχα ακούσει από τους γονείς μου και από το θείο μου Σκουμπελιανό που λέγανε σαν το κοπάδι του Αριστομανώλη μεγάλο και καλό, άλλο δεν υπήρχε στην περιοχή μας. Το ίδιο λέγανε και για το ζευγάρι που είχατε και ότι όλοι μαζί είχατε συμμετοχή σε όλες τις δουλειές και ακόμα λέγανε ότι τα παιδιά του θα γίνουν σαν τον αφέντη τους. Είναι έτσι όπως τα είχα ακούσει Γιώργο;
Γιάννη, πράγματι το κουράδι μας ήτανε όπως μου είπες. Ο πατέρας μου ήτανε μερακλής σε όλα. Τα πρόβατά μας ήτανε καλή ράτσα. Πάντα άφηνε να έχει σαν πέντε μουνουχόκριους, να τους βάζει τα καλύτερα λέρια, να σέρνουν τα οζά από το σπίτι στο Βρύσινα και το βράδυ με μια σφυρέ, μπαίνανε μπροστά και τα πηγαίνανε στο χωριό στη μάνδρα. Άφηνε και σαν 7 ή 8 βαρβατόκριους για να βατεύουν τα οζά μας. Από τα λέρια καταλαβαίνανε όταν έβοσκε ή όταν περνούσε στο δρόμο το κουράδι μας. Όταν ήτανε να σακάσουμε τ’ αρνιά, κρατούσαμε τα καλύτερα θηλυκά για μάνες, να σφάξουμε τις γράδες και τα καλύτερα αρσενικά να φύγουνε οι γέροι κριοί. Τα υπόλοιπα πηγαίνανε στο χασάπη για να ντυθεί και να καλικωθεί όλη η οικογένεια και μας παίρνανε τετράδια και μολύβια για το σχολειό.
Μετά το σάκασμα άρχιζε η αρμεγή, βράδυ πρωί και με τον γάιδαρο πρωί – πρωί πηγαίναμε το γάλα στη χώρα στον γαλατά. Όταν λιγόστευε το γάλα τυροκομούσαμε στο σπίτι να κάνουμε δυο τρία τουλούμια τυρί και η μάνα έκανε μπόλικο ξινόχονδρο να τρώμε τον χειμώνα.
Γιάννη, εκεί που πηγαίνανε όλα καλά, το καλοκαίρι μια χρονιά, αφήσαμε τα πρόβατα στον Βρύσινα για να πάμε στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής και μας κλέψανε καμιά πενηνταριά οζά. Από τότε μπήκε γρουσουζά και περάσανε χρόνια για να κάνουμε πάλι καλό κοπάδι.
Το ίδιο, Γιάννη, και το ζευγάρι μας ήτανε πολύ καλό. Σπέρναμε πολλά χωράφια για τον καρπό και για τα άχυρα. Είχαμε και δυο γαϊδάρους που μας βοηθούσανε σε όλες τις δουλειές. Μόνο μια χρονιά έμεινε έγκυος η γαϊδούρα και τα τράβηξε όλα ο γάιδαρος.
Όσο για την κουρά, είχαμε τη βοήθεια όλων των χωριανών και των κοντοχωριανών και εμείς ανταποδίναμε όταν είχανε τη δική τους κουρά.
Όλοι μαζί Γιάννη, πηγαίναμε στις δουλειές κοντά στον αφέντη μας αλλά και όλοι μαζί στο τραπέζι για να φάμε.
Εσύ Γιώργο, έμοιασες σε όλα του πατέρα σου;
Εγώ ήμουνα ο μεγαλύτερος και μου αρέσανε πολύ τα οζά και το ζευγάρι. Όταν αγαπάς αυτό που κάνεις γίνεσαι καλύτερος από τους άλλους.
Είχα και την τύχη Γιάννη που πήρα καλή γυναίκα. Πρώτη σε όλα, στο σπίτι και με ακολουθούσε σε όλες τις δουλειές. Όμως τώρα που γέρασα δεν μπορώ να σαλέψω από τα πόδια μου. Τον παντέρμο τον Βρύσινα, χιλιάδες φορές τον ανέβασα και τον κατέβασα, πως ν’ αντέξουν; Τώρα κάθομαι στον καναπέ ή σε τούτο το πεζούλι και με βοηθά η γυναίκα μου που δεν μπορώ.
Πάντως, και εγώ είχα ακούσει γι’ αυτό να λένε ότι το κοπάδι και το ζευγάρι του Αριστογιώργη ήτανε από τα καλύτερα του τόπου μας.
Έτσι έφθασε στο τέλος η συζήτηση που κάναμε και μου έκανε πρόταση να μείνω για φαγητό που είχανε ψήσει μπακαλιάρο με τσιτσιριστά χόρτα.
Τους είπα ευχαριστώ, δεν θα καθίσω λόγω των υποχρεώσεων που είχα, τους ζήτησα συγγνώμη για τον πολύ χρόνο παραμονής μου, τους χαιρέτισα με την ευχή όλων μας, σύντομα να συναντηθούμε για την επόμενη παρέα μας.
Όλα τα παραπάνω για εμάς τους ηλικιωμένους αποτελούν αναμνήσεις και δεν είναι εύκολο να ξεχαστούν. Όλα τα βλέπουμε μπροστά μας. Λέμε ότι με τη δύναμη του Θεού και με τις θυσίες των γονέων μας διατηρηθήκαμε στη ζωή και συνεχίσαμε αργότερα τον αγώνα με καλύτερες συνθήκες αυτής.
Το κοπάδι και ο βοσκός φύγανε από την κορυφή του βουνού και μπήκανε μέσα σε σύγχρονες εγκαταστάσεις για τροφή και ανάπτυξη, εκτός ελαχίστων που παρέμειναν εκεί αλλά με καλύτερες ευκολίες, με στέγαση και διαμονή με δρόμους και μέσων μεταφοράς.
Εμείς οι ηλικιωμένοι γνωρίσαμε και τις δυο εποχές. Τη σημερινή την υιοθετούμε ως καλύτερη αλλά τα οφέλη αυτών διαφέρουν από την ποσότητα και ποιότητά τους που συντελούν ανάλογα για την υγεία μας.