Στο άκουσμα της κραυγής στην άλλη άκρη της γραμμής του τηλεφώνου το απόγευμα της Πέμπτης, ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου, η κ. Γ.Π «πάγωσε».
Έχασε την γη κάτω από τα πόδια της ακούγοντας με κλάματα μία ανδρική φωνή να λέει «Μαμά τράκαρα». Πριν προλάβει να μιλήσει, στο ακουστικό της ακούγεται μια ανδρική φωνή. Ο υποτιθέμενος διευθυντής της Ορθοπεδικής Κλινικής του νοσοκομείου Ρεθύμνου την ενημερώνει για το σοβαρό τροχαίο του γιου της και την καθοδηγεί να βρει γρήγορα 59.000 ευρώ, ποσό που όπως τη διαβεβαίωσε είναι απαραίτητο για να χειρουργηθεί το παιδί της και να μπορέσει ο ίδιος να σώσει τα πόδια του. Τα χρήματα όπως της εξήγησε δεν αφορούσαν στην επέμβαση αλλά στα υλικά που χρειαζόταν και θα τα παραλάμβαναν από το εξωτερικό. Ο πανικός έχει κυριεύσει την 70χρονη γυναίκα που θολωμένη από τα όσα άκουσε δεν μπορεί να σκεφτεί καθαρά και ακολουθεί τις οδηγίες του «γιατρού». Καλεί τον σύζυγό της μάλιστα να επικοινωνήσει με τον «γιατρό» για να κανονίσουν τις συναλλαγές. Ωστόσο στην πορεία της συζήτησης το τοπίο αρχίζει να ξεκαθαρίζει. Η θρασύτητα το υποτιθέμενου διευθυντή και η επιμονή του για άμεση εξεύρεση χρημάτων αλλά και χρυσαφικών υποψιάζει την κ Γ.Π. Όταν αρχίζει να του κάνει ερωτήσεις ο δράστης θολώνει, τη βρίζει και κλείνει τη γραμμή. Η γυναίκα επικοινωνεί με τον γιο της ακούει τη φωνή της και αφού βεβαιώνεται ότι είναι καλά, συνειδητοποιεί τι έχει συμβεί. Την επόμενη κιόλας μέρα σπεύδει στο Αστυνομικό Τμήμα για να καταθέσει όσα βίωσε σε μια προσπάθεια όπως λέει να προστατεύσει τα υποψήφια θύματα των απατεώνων.
Η κ Γ.Π επικοινώνησε με τα «Ρ.Ν.», θέλοντας όπως μας είπε να γνωστοποιήσει το περιστατικό για να είναι όλοι οι γονείς υποψιασμένοι και να μην υποκύψουν πάνω στο πανικό τους στους απατεώνες. Γιατί όπως μας λέει εκεί ποντάρουν οι δράστες: «Στο παρά ένα γλιτώσαμε την εξαπάτηση. Δεκαπέντε του Αυγούστου, την Πέμπτη που μας πέρασε, 17:40 χτυπά το τηλέφωνο, το σταθερό, και ακούω μια αντρική φωνή να κλαίει «Μαμά τράκαρα». Εγώ ξεγελάστηκα, γιατί έμοιαζε με του γιου μου τη φωνή και εκεί εξαπατήθηκα. Και μετά αμέσως πιάνει το τηλέφωνο ο υποτιθέμενος ορθοπεδικός διευθυντής. Στην ταραχή μου δεν ρώτησα ούτε όνομα ούτε τίποτα. Το τηλέφωνο δεν έγραφε στην οθόνη κανέναν αριθμό. Μου λέει: «Τράκαρε ο γιος σας». Και συνέχισε να μου λέει για σπασμένα δόντια, πλευρά και ότι τον έχουν με μάσκα και μελανιασμένο πόδι και ότι τα εργαλεία που χρειάζεται για να του φτιάξει το πόδι δεν υπάρχουν στην Ελλάδα, αλλά έρχονται από την Αγγλία και χρειάζεται 57.000 ευρώ και ότι το χειρουργείο θα είναι δωρεάν. Και με ρωτούσε που είναι ασφαλισμένος ο γιος μου. Του λέω στην Αθήνα. Και μετά έκανε αυτός ότι έγραφε στο κομπιούτερ. Κάτι μέσα μου άρχισε να μου ξενίζει. Λέω κάτι τόσο επείγον και μου μιλούσε δέκα λεπτά. Μου έλεγε ότι σε δύο μήνες θα τα βάλει αυτά τα σίδερα στο πόδι, θα μπορεί να τρέχει. Και μετά επίμονα ρωτούσε τι λεφτά έχουμε στο σπίτι. Λέω λεφτά στο σπίτι δεν υπάρχουνε. Του λέω σου δίνω τον σύζυγο μου να κάνετε τις συναλλαγές. Εγώ προηγουμένως του είχα πει θα έρθουμε να τον δούμε στο νοσοκομείο. Μου λέει όχι. Το νοσοκομείο είναι κατακλυσμένο από κορονοϊό και έχουνε πεθάνει τρεις άνθρωποι. Θα μου έκλεινε, λέει, ραντεβού στις 16 Αυγούστου το πρωί να πάω μόνη μου. Ο σύζυγός μου έφυγε από το σπίτι να πάει προς το νοσοκομείο. Ο υποτιθέμενος γιατρός μου είπε ό,τι τηλέφωνα έχω στο σπίτι να του τα δώσω και να είναι σε ανοιχτή γραμμή, δηλαδή να μην είναι απενεργοποιημένα. Αυτό το έκανε όπως κατάλαβα μετά για να μην μπορώ να έχω επαφή με κανέναν. Ο δράστης κάλεσε ξανά τον σύζυγό μου στο κινητό και του ζήτησε 15.000 ευρώ για το υποτιθέμενο χειρουργείο. Ο σύζυγός μου του απάντησε ότι δεν έχουμε τόσα λεφτά και ότι, από την κάρτα μπορώ να σηκώσει μόλις χίλια ευρώ. Στη συνέχεια κάλεσε ξανά εμένα στο σταθερό και μου μιλάει ο υποτιθέμενος γιος μου και μου λέει «Μαμά τις λύρες». Ποιες λύρες, του λέω παιδί μου; Μου λέει τις λύρες και τα χρυσά που έχεις κρυμμένα. Μετά παίρνει το τηλέφωνο ο υποτιθέμενος διευθυντής και λέει τα χρυσά και τις λύρες χρειάζομαι. Μου είπε ο υποτιθέμενος γιατρός ότι ο σύζυγός μου του είπε ότι εγώ ξέρω μόνο που έχω τα λεφτά κρυμμένα στο σπίτι και κανείς άλλος. Εκεί μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Λεφτά του λέω δεν υπάρχουνε, ούτε χρυσά, ούτε λύρες ούτε τίποτα. Ένα χρυσό έχω στο σπίτι. Και μετά μου λέει θα του κόψουμε το πόδι του γιου σας γιατί θα πάθει γάγγραινα. Όσο αντιδρούσα εκείνος θύμωνε. Και μετά άρχισε και έβριζε και έκλεισε το τηλέφωνο. Ευτυχώς. Παρά τρίχα γλίτωσα από τον απατεώνα. Τρόμαξα. Φοβήθηκα. Ταράχτηκα. Εγώ πήγα στην αστυνομία την επόμενη μέρα να το γνωστοποιήσω για να προστατεύσω έστω και έναν συμπολίτη που μπορεί να πέσει στην παγίδα των απατεώνων. Πρέπει να είμαστε πολύ προσεχτικοί όλοι».