Του ΗΛΙΑ ΜΕΤΟΧΙΑΝΑΚΗ*
Κορυφαία μορφή της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, σύμβολο θρησκείας και πατρίδας, υπήρξε ο τότε Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, Εθνομάρτυρας και Ιερομάρτυρας. Είναι ο τελευταίος στη σειρά των Πατριαρχών, που ως Εθνάρχης των υποδούλων Ρωμιών βάδισε την οδό της θυσίας και έδωσε το παράδειγμα της αυτοθυσίας στο αγωνιζόμενο για την ελευθερία Γένος. Ήταν μίμηση Χριστού στους πλέον χαλεπούς καιρούς για θρησκεία και πατρίδα.
Ο Γρηγόριος, κατά κόσμον Γεώργιος Αγγελόπουλος, γεννήθηκε στη Δημητσάνα το 1745 από ευσεβείς γονείς και έμαθε τα πρώτα γράμματα στη Μονή Φιλοσόφου της πόλεως αυτής. Έπειτα σπούδασε στην Αθήνα και το 1767 μετέβη στη Σμύρνη κοντά στον θείο του εκκλησιάρχη Μελέτιο και φοίτησε εκεί στην ονομαστή Ευαγγελική Σχολή. Έρχεται κατόπιν στην Πάτμο, όπου παρακολουθούσε μαθήματα φιλοσοφίας και θεολογίας πλησίον του Δανιήλ Κεραμέα. Πιθανόν να μαθήτευσε και σε ακμάζουσα τότε Σχολή της Χίου. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του καταφθάνει στη Μονή Στροφάδων στη Ζάκυνθο, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Γρηγόριος. Κατόπιν επιστρέφει στη Σμύρνη με πρόσκληση του Επισκόπου Προκοπίου. Ο Γρηγόριος σε σύντομο χρόνο αναδεικνύεται Πρωτοσύγκελλός του και, μετά την εκλογή του Προκοπίου σε Οικουμενικό Πατριάρχη, ανέρχεται στον Επισκοπικό Θρόνο της Σμύρνης. Στην πόλη αυτή εργάστηκε 10 έτη ως Αρχιδιάκονος και Πρωτοσύγκελλος και άλλα 12 ως Μητροπολίτης. Η δράση του εκεί υπήρξε αξιόλογη. Έκτισε Εκκλησίες, ενίσχυσε τη θρησκευτική ζωή, εργάστηκε για την εξύψωση του Κλήρου, ίδρυσε διάφορες σχολές και οικοτροφεία, υποστήριξε τους άπορους και αδύναμους. Εξεπλάγησαν κάποτε οι κάτοικοι της Σμύρνης, όταν κατά την ανέγερση ιερού ναού είδαν ένα πτωχοντυμένο ρασοφόρο να πραγματοποιεί χειρωνακτική εργασία. Ήταν ο Γρηγόριος, ο οποίος με το παράδειγμά του ζητούσε τη συνδρομή των κατοίκων για την ολοκλήρωση του λαμπρού αυτού έργου. Ο Κων. Κούμας αναφέρει ότι «ο Άγιος Γρηγόριος ο Ε’ δεν ήταν μόνο σεμνός το ήθος, λιτός την δίαιταν, ταπεινός την στολήν, ζηλωτής της πίστεως, δραστήριος», αλλά ήταν και «άκαμπτος εις τας ιδέας του», όταν ήθελε να υπηρετήσει πιστά το δούλον Γένος.
Ο Γρηγόριος εκλέγεται Οικουμενικός Πατριάρχης το 1785 σε μια δύσκολη εποχή για το Έθνος και συνεχίζει το δημιουργικό του έργο με μεγαλύτερο ζήλο. Κτίζει εκ νέου το ερειπωμένο Πατριαρχείο με δαπάνες δικές του, καθώς και άλλων Αρχιερέων. Ιδρύει το Τυπογραφείο του Γένους, όπου εκτυπώθηκαν περισσότερα των 40 βιβλία, ορισμένα εκ των οποίων έγραψε ο ίδιος. Το 1782 είχε μεταφράσει και εξέδωσε στη Βενετία τους περί ιερωσύνης λόγους, του Χρυσοστόμου. Δημιουργεί επίσης την «Κιβωτό του Ελέους», φιλανθρωπική οργάνωση, με σκοπό την ανακούφιση των πτωχών και αδυνάτων. Το ταμείο αυτό πλουτιζόταν από χρήματα πλουσίων Ελλήνων και μέρος των χρημάτων αυτών διετίθετο για την ενίσχυση της Φιλικής Εταιρείας. Ο Γρηγόριος μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Ιωάννη Φαρμάκη, βρισκόμενος στο Άγιον Όρος, και «έδειξε ζωηρότατο ενθουσιασμό υπέρ του πνεύματος αυτής» και «ηυχήθη από καρδίας» για την επιτυχία του σκοπού της. Δεν ενεγράφη στους καταλόγους της για ευνόητους λόγους, αλλά παρακολουθούσε τη δράση των Εταίρων και τους συνιστούσε να είναι πολύ προσεκτικοί στο έργο τους. Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση στη Μολδοβλαχία από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, η θέση του Γρηγορίου έγινε δύσκολη και έκρινε ότι ήταν επωφελέστερο για το Γένος να αποκηρύξει την Επανάσταση προς αποφυγήν «εθνικού ήδη επικειμένου ολέθρου», όπως γράφει ο Φιλήμων. Ήθελε να αποφευχθεί η σφαγή εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων, καθώς κινδύνευε και η εξαφάνιση του Ελληνικού Έθνους. Ο ίδιος ο Υψηλάντης, συναισθανόμενος την ευθύνη του Πατριάρχη, γράφει στους αρχηγούς της Πελοποννήσου: «Ο μεν Πατριάρχης βιαζόμενος παρά της Πόρτας, σας στέλνει αφορισμό και εξάρχους… Εσείς όμως να θεωρήτε ταύτα ως άκυρα, καθόσον γίνονται με βίαν και άνευ θελήσεως του Πατριάρχου…». Εξάλλου ο πατριωτισμός του Γρηγορίου φαίνεται από την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία του.
Όταν άρχισε η Επανάσταση και ο αγώνας των Ελλήνων θριάμβευε, η τουρκική Πύλη αγριεύει κατά του Πατριάρχη, τον οποίο χαρακτηρίζει ραδιούργο, αχάριστο, προδότη, καθόσον τον θεωρεί κύριον υποκινητή και οργανωτή του Αγώνα. Ο Γρηγόριος προαισθανόταν το μαρτύριό του και πολλοί τον παρακινούσαν να φύγει, για να σωθεί. Και εκείνος απαντούσε με θάρρος: «Μη με προτρέπετε εις φυγήν. Μάχαιρα θα διέλθη τα ρύμας της Κωνσταντινουπόλεως και των λοιπών πόλεων των χριστιανικών επαρχιών. Πώς θα εγκαταλείψω το ποίμνιό μου; Ο θάνατός μου ίσως χρησιμεύσει περισσότερο από ό,τι η ζωή μου. Υπάγω όπου με καλεί η μεγάλη μοίρα του Έθνους μου και ο Πανάγαθος Θεός…». Βίωμα του Γρηγόριου ήταν η ρήση του Αποστόλου Παύλου: «Εμοί το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος» (Φιλ., α’ 21). Τα λόγια και το παράδειγμά του μιμήθηκαν και άλλοι κληρικοί και αρχιερείς, όπως ο Χρυσόστομος Σμύρνης μετά από ένα αιώνα.
Οι Τούρκοι θεώρησαν τον Γρηγόριο ως ανάξιο του Πατριαρχικού Θρόνου και τον κήρυξαν έκπτωτο. Στις 10 Απριλίου τη νύκτα του Πάσχα ετέλεσε ο ίδιος τη Θεία Λειτουργία λέγοντας προηγουμένως: «Οι ωμεν επί τό ιερόν Θυσιαστήριον». Τις πρωινές ώρες συλλαμβάνεται από τους τυράννους του, οι οποίοι τον ωδήγησαν στη φυλακή και τον υπέβαλαν σε βασανιστήρια. Τον πίεζαν να δεχθεί τον ισλαμισμό για να σωθεί, αλλά η απάντησή του ήταν κατηγορηματική: «Εις μάτην κοπιάζετε, ο Πατριάρχης των χριστιανών χριστιανός εγεννήθη, χριστιανός θα αποθάνη». Έπειτα τον έφεραν στο Πατριαρχείο, εκείνος ευλόγησε το σχοινί της αγχόνης του και τους χριστιανούς, προσευχήθηκε με δέος και ακολούθως οι δήμιοι τον κρέμασαν στη Μεσαία Πύλη, όπου παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Η καταδικαστική απόφαση («γιαφτάς») καρφώθηκε στο στήθος του και έγραφε: «…’Αλλ’ ο άπιστος πατριάρχης των Ελλήνων…ένεκα της διαφθοράς της καρδίας του, όχι μόνον δεν ειδοποίησεν ουδ’ επαίδευσε τους απατηθέντας, αλλά πιθανώτατα αυτός ο ίδιος μετέσχε κρυφίως ως αρχηγός της Επανάστασης…».
Μετά τρεις ημέρες το ιερό λείψανο αγόρασαν οι Εβραίοι με 800 γρόσια, το έσυραν στους δρόμους υβρίζοντάς το και το έρριξαν στον Κεράτιο Κόλπο. Το νεκρό σώμα βρέθηκε στην επιφάνεια από τον κεφαλονίτη πλοίαρχο Μαρίνο Σκλάβο και μεταφέρθηκε από αυτόν στην Οδησσό, όπου ενταφιάστηκε στην ελληνική Εκκλησία της Αγίας Τριάδος με μεγάλες τιμές. Τον επικήδειο λόγο εξεφώνησε τότε ο Κωνσταντίνος ο εξ Οικονόμων.
Ο μαρτυρικός θάνατος του Γρηγορίου του Ε’ προκάλεσε μεγάλη οδύνη στον χριστιανικό κόσμο. Οι Έλληνες ώρμησαν με περισσότερη γενναιότητα να εκδικηθούν το θάνατό του λέγοντας: «Μη λησμονείτε το σκοινί, παιδιά, του Πατριάρχη».
Ο Γρηγόριος ο Ε’ υπήρξε το αιώνιο σύμβολο ηρωισμού και θυσίας που ανεπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων και το εθνικό τους φρόνημα στον αγώνα της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας και του πολιτισμού.
* Ο Ηλίας Μετοχιανάκης, είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης