Χανιά – Γενάρης 1946 και η Λευτεριά αγέρωχη να ξεκορφίζει φωτίζοντας τις αντικρινές λευκές Μαδάρες. Κι από την άλλη γκρεμισμένα αρχοντικά της πρωτεύουσας πνιγμένα στον καπνό τους. Την ίδια ώρα ο ήχος από κροτάλισμα πολυβόλου, μακρινού να διαπερνά τις ρεματιές εκπέμποντας μήνυμα δυσοίωνο μιας νέας, σε εξέλιξη, τραγωδίας. Ο λόγος για την επερχόμενη συμφορά που ήδη κάλπαζε επάνω στα αποκαΐδια του φρικτού πολέμου. Προμήνυμα της εμφύλιας σύρραξης που ζήσαμε ενώ η πατρίδα, με χαίνουσες πληγές, θρηνούσε άταφους νεκρούς θύματα του φονικού λιμού! Τυφώνας μίσους αβυσσαλέου που διαπέρασε τη χώρα σπέρνοντας διχασμό και θάνατο, ανάμεσα σε αδέλφια και γονείς, γείτονες και φίλους, για την πατρίδα τάχα και τη λευτεριά!
Τις ίδιες τρομαγμένες ημέρες του Γενάρη, ενώ ο φόβος και ο τύραννος απομακρυνόταν αργά, μια ομάδα παιδιών από 13-15 ετών έβρισκε στέγη στο παλαίφατο Μοναστήρι της Χρυσοπηγής δυο χιλιόμετρα από τα βομβαρδισμένα Χανιά. Σαράντα «σπουργίτια» από κάθε γωνιά του αιματοπότιστου Νησιού που αναδείχτηκαν με εξετάσεις οι πρώτοι ιεροσπουδαστές που θα συνέχιζαν την παράδοση του περιλάλητου Ιεροδιδασκαλείου (1832-1939) συνδέοντας με τη νέα Εκκλησιαστική Σχολή Κρήτης.
Συνέβη τις πρώτες ημέρες εγκατάστασής μας στο νέο «διδακτήριο», ενώ ο καθένας από τους σαράντα ιεροσπουδαστές πάσχιζε να προσαρμοστεί στο χώρο κάτω από τις νέες συνθήκες και το πρόγραμμα, ξαφνικά το σήμαντρο ήχησε καλώντας σε συγκέντρωση. Και καθώς δεν ήταν ώρα διαλείμματος, ούτε καλούσε για το αξιοθρήνητο συσσίτιο, προκάλεσε κάποια μικρή αναστάτωση. Ο παιδονόμος όρθιος στην αυλή υποδείκνυε το χώρο της απρόκλητης συνάντησης. Την ίδια στιγμή δυο ρασοφόροι διασκέλιζαν το κατώφλι της εισόδου και αργοδιάβαιναν κάτω από το θεόρατο φλαμούρι. Πέρασαν στο Καθολικό της Μονής κορυφώνοντας την αγωνία μας ώσπου να φτάσουν στο χώρο της συνάντησης. Στάθηκαν απέναντι διαλύοντας την αγωνία με το φωτεινό βλέμμα και το χαμόγελό τους.
Σύντομος ο λόγος τους, ουσιαστικός, «άλατι ηρτυμένος» σαγήνευε και ενθάρρυνε τις καρδιές μας. Δύο νέοι με σφρίγος, ο ένας φαινόταν να είχε πρόσφατα χειροτονηθεί, ο άλλος αρχιμανδρίτης, αναστήματα κι οι δυο του Επισκόπου Αγαθάγγελου Ξηρουχάκη, λόγιου Ιεράρχη και κάποτε πολεμιστή.
Δύο μήνες από την επίσκεψη της Χρυσοπηγής, φήμες για μετεγκατάσταση της Σχολής στην ξακουσμένη ιστορική Μονή της Αγίας Τριάδος (των Τζαγκαρόλων) έδιναν κι έπαιρναν. Μαζί με την είδηση ότι οι δυο φίλοι μας ρασοφόροι Τιμόθεος και Ειρηναίος θα αναλάμβαναν να διδάξουν στη Σχολή, προκάλεσαν ενθουσιασμό ανάμεσα στους μαθητές.
Οι φήμες δεν άργησαν να επιβεβαιωθούν με τη διαφορά ότι ο Ειρηναίος (Γαλανάκης), γνωστός καθηγητής σε γυμνάσια των Χανίων, θα ήταν ο νέος υποδιευθυντής. Ο π. Τιμόθεος (Παπουτσάκης), ταλαντούχος ομιλητής θα έμενε ιεροκήρυκας στην Επισκοπή.
Ορισμένοι καθηγητές αν και διαφώνησαν αρχικά με τις επερχόμενες αλλαγές στο τέλος συμφώνησαν θέτοντας υπεράνω το συμφέρον των μαθητών και βεβαίως την ιστορία του ιεροδιδασκαλείου και της μεγαλώνυμης Αγίας Τριάδος.
Με την επάνοδο στο Μοναστήρι της μετανοίας του ο Ειρηναίος είναι βέβαιος ότι ένα νέο όραμα ύστερα από το «Τάξιμο», (βλέπε ομότιτλο έργο του σε ανατύπωση, Αθήνα 1997) δηλ. της αφιέρωσης στην Εκκλησία, η αποστολή του ως δασκάλου της Σχολής γίνεται πλέον πραγματικότητα.
Στην άσκηση των νέων του καθηκόντων ο αρχιμ. Ειρηναίος θα καινοτομήσει. Έχοντας σταθερά πρότυπα τον Μ. Βασίλειο, τον θεολόγο Γρηγόριο αλλά και τον Göethe, τον Spranger κ.ά. αξιοποιεί παράλληλα εμπειρίες και βιώσεις της απλής παιδικής ζωής του.
Η ανάληψη και επίσημα διδακτικών και διοικητικών καθηκόντων σηματοδοτεί εξ’ αρχής το πνεύμα που θα εμπνεύσει και θα σφραγίσει τους μαθητές του. Ένα πνεύμα διαφορετικό, νεωτερικό και διαχρονικό όπως αποδείχτηκε. Το σπάνιο «μείγμα» ιερωμένου δασκάλου και ποιμένα βρήκε στο πρόσωπο του Ειρηναίου μια ιδανική έκφραση. Και αξίζει να διατυπωθούν εδώ κάποιες βιωμένες μαρτυρίες ανεξίτηλες στο πέρασμα του χρόνου και πρώτα η εικόνα του «μικρού το δέμας» μεγάλου το φρόνημα κληρικού. Προέχει η σεμνή παρουσία η κίνηση, με ελαφρά κλίση εμπρός, το μπλε αντερί, ο κατάλευκος γιακάς, το ιερατικό σκουφάκι, το γρήγορο βάδισμα. Κάποιοι κληρικοί νέοι κυρίως θέλησαν να μιμηθούν αυτή την εικόνα θυμίζοντας ίσως ανάλογη περίπτωση του Μ. Βασιλείου, έτσι απλά χωρίς συγκρίσεις περαιτέρω. Είχες την απόλυτη βεβαιότητα πως αυτός ο ιερωμένος δάσκαλος με το ήπιο ύφος και το ήθος του, τον αντιρητορικό, αντιαυταρχικό λόγο κέρδισε την εμπιστοσύνη όλων από την πρώτη εκείνη συνάντηση στη Χρυσοπηγή! Ο πατήρ Ειρηναίος όπως τον προσφωνούσαμε, συνδύαζε όντως τον πατέρα και τον δάσκαλο με τρόπο μοναδικό. Σημείο άμεσης αναφοράς και στήριξης αδυναμιών όχι απλά μαθησιακών. Η επικοινωνία μαζί του διέφερε εκείνης δασκάλου και μαθητή που γνωρίζαμε ως τότε. Ποινές όπως: λ.χ. ραβδισμοί, λόγοι υποτιμητικοί, στέρηση φαγητού και εξόδου ήταν αδιανόητα. Στις νεανικές διαφωνίες μας και τα ξεσπάσματα της εφηβείας η στάση του ήταν πάντα συμβιβαστική. Κάποτε μας είπε ότι η σοβαρότητα είναι ράβδος που απομακρύνει τον ανόητο. Ρήση εξ’ ορισμού σοφή και γι’ αυτό αλησμόνητη.
Περνούσε δίπλα από τους μαθητές και χωρίς να προκαλεί εντύπωση ή φόβο η παρουσία του, καθώς ο σεβασμός και η αγάπη στο πρόσωπό του κυριαρχούσαν. Βάδιζε γρήγορα, με αθόρυβα μικρά βήματα και στεκόταν μόνο για να μιλήσει σε μαθητές ή να χαιρετήσει κάποιον αδελφό της Μονής. Το βλέμμα του απαλό όπως και ο λόγος στοχαστικός χωρίς εναλλαγές ή εξάρσεις. Ακουμπούσε ελαφρά σε ένα από τα δέντρα της αυλής ενώ άγγιζε χαϊδεύοντας τα φύλλα. Ολόγυρα του λαμπρού Καθολικού τα διδακτήρια, οι κοιτώνες, τα κελιά, η τράπεζα, χαιρόταν στο πέρασμά του. Και πράγματι, ένας εσωτερικός διάλογος μαζί τους είχε σιωπηλά αρχίσει! Διάλογος δραματικός για τον Υποδιευθυντή της Σχολής που είχε θέσει στόχο τον εξωραϊσμό τους. Κίνητρο η έγνοια και η στοργή του προς τους νέους ένοικους του «πάλαι ποτέ» Ιεροδιδασκαλείου όπου κι ο ίδιος είχε φοιτήσει. Η αυξημένη πρόνοια και ο πόθος για καλύτερη ποιότητα ζωής και παιδείας των σπουδαστών τον γέμιζαν με ένα εργώδη ενθουσιασμό χωρίς όρια. Ήδη τα σχέδια εξωραϊσμού της Σχολής, οι δαπάνες και η αντιμετώπισή τους προβλημάτιζαν τη σκέψη και τις ενέργειές του. Η έκπληξη θα γίνει σε μια στιγμή όταν σχεδόν όλα ξαφνικά ως δια μαγείας θα έχουν αλλάξει. Χρώματα απαλά φωτεινά θα εξαφανίσουν τη φθορά του χρόνου και την παρακμή προκαλώντας ευφορία και ανάταση. Στα μάτια των παιδιών τα παλαιά κτίρια θα μεταμορφωθούν σε ανάκτορα. Οι επιφάνειες των εξωτερικών και εσωτερικών χώρων θα διακοσμηθούν από το μαγικό χέρι του αείμνηστου Χατζηγιώργη. Γνωμικά, ρητά της Αγίας Γραφής επιγράμματα, στίχοι από τον Όμηρο, τον Αισχύλο, τον Πλάτωνα, τον Πλούταρχο αλλά και από τον Göethe, τον Schiller, τον Pestalotsi θα αναγραφούν σε καίρια και περίοπτα σημεία. Ποιος απ’ όσους πέρασαν και σπούδασαν κάτω από τα ιερά κτίρια δεν θυμάται το: «αρχή σοφίας φόβος Κυρίου», του Σειράχ στην είσοδο της στοάς των διδακτηρίων;
Ειπώθηκε ότι η παρουσία του Ειρηναίου (Γαλανάκη) στη Σχολή σηματοδότησε τη νέα εποχή ακμής ύστερα από ένα λαμπρό παρελθόν. Ο διπλασιασμός των σπουδαστών σε λίγο θα προσθέσει κύρος και αναγνώριση του έργου της Σχολής. Η συμβολή του υποδιευθυντή αν και καθοριστική θα περάσει αθόρυβα μέσα από τη σωστή διαχείριση και την έξοχη διδακτική πράξη. Ως προς την τελευταία, εκτός από τη γοητεία των λέξεων που χρησιμοποιούσε χαιρόσουν τον ειρμό της σκέψης, το βάθος, τον τρόπο μετάδοσης. Μια μέθοδο αντιαυταρχική, αντιρητορική – πρακτική – στον αντίποδα της γνωσεοθεωρητικής που εφαρμοζόταν τότε και ως ένα βαθμό συνεχίζεται!
Αρχόμενος από τους γονείς και τους διδασκάλους – όπως τον μακαριστό Διευθυντή του Ιεροδιδασκαλείου Μελέτιο Τοράκη μέχρι και τον Νικόλαο Λούβαρι σεβόταν εξίσου την προσωπικότητα των μαθητών. Έχοντας ζωντανή την εικόνα της δικής του σκληρής μαθητείας δόθηκε ολόκληρος στη διακονία τους.
Από την ψηλοτάβανη αίθουσα διδασκαλίας, μέσα από το ανεπανάληπτο ήθος του δασκάλου, ανασύρω εικόνες ή στιγμιότυπα εγκιβωτισμένα στη μνήμη και σε βάθος αδιατάραχτο από το χρόνο. Μπροστά στο πανύψηλο βάθρο η έδρα από ακατέργαστο ξύλο όπου ανέβαινε μόνο για να σημειώσει την ύλη. Όρθιος πάντα ακουμπούσε ελαφρά το χέρι στο πρώτο έδρανο ή βάδιζε αργά με χαμηλωμένο το βαθύ βλέμμα του. Μιλούσε γρήγορα με ρυθμό κάπως διακεκομμένο αντλώντας τα λόγια σαν από βαθύ πηγάδι. Συχνά εμπνεόταν από το χώρο της ποίησης, του Dante, του Rilke, ή του Schiller μαγεύοντας κυριολεκτικά αλλά και ευρύνοντας τους ορίζοντες των εφήβων. Ήταν στιγμές θεωρίας και δημιουργίας που ήξερε ωστόσο να μετουσιώνει σε πράξη αναφέροντας μια συμβολική φράση του Göethe: «Όσο ψηλά κι αν ανέβεις (εννοούσε λογικά ή συναισθηματικά) δεν λησμονείς, τα δύο, «κρεμασμένα» πόδια σου». Ο καημός του Göethe θα συνοδεύει μόνιμα και τον ίδιο, καθώς δείχνει και η στροφή από το «παράπονο του Αετού»: «Αν μ’ έπλασες στη γη να ζω γιατί το ψήλωμα με σέρνει, κι αν είμαι τ’ ουρανού πουλί γιατί δειπνώ ψοφίμια;»!
Την περίοδο 1946-1956 ο πατήρ Ειρηναίος, εκτός από το διδακτικό έργο, το λειτουργικό και το συγγραφικό, πολύτιμο χρόνο αφιέρωνε επίσης στα προβλήματα υγείας και πρόνοιας των αδύναμων και φιλάσθενων παιδιών όπως, διατροφικά κ.ά. Εμπνεόμενος πάντα από τη Μορφή του Ιησού με αφετηρία την «Επί του Όρους ομιλία» (Ματθ. Κεφ. 5-7) όπου είχε συστηματικά ενδιατρίψει σε βάθος και διδάξει κατ’ επανάληψη, έδινε την αίσθηση αυθεντικής ερμηνείας ενός από τα κορυφαία κείμενα της Καινής Διαθήκης.
Η συμβολή του Ειρηναίου στην εξύψωση της πνευματικής ζωής και λειτουργίας του ιστορικού ιδρύματος τεκμηριώνεται απόλυτα και χαρακτηρίζεται μοναδική. Παραμένοντας τα απογεύματα και τα βράδια στη Σχολή ήταν σε θέση να αντιμετωπίζει τα έκτακτα και άλλα μικρά και μεγαλύτερα περιστατικά. Στο διάστημα αυτό κύριο έργο ήταν η ποιμαντική πρόνοια και καθοδήγηση των σπουδαστών. Ξεχώριζαν οι συναντήσεις μετά τον Εσπερινό και η πορεία για το λόφο της «Κατσούφρας». Την ώρα που τα πρώτα αστέρια ξόμπλιαζαν το απέραντο βελούδο του ουρανού ο καθένας μας είχε βρει πέτρα να καθίσει απέναντι στο δάσκαλο. Σε κάποιο από τα δειλινά της Άνοιξης, που μάγευαν αλλάζοντας χρώματα στον ορίζοντα, μιλούσε για το μεγαλείο της Δημιουργίας. Η φωνή του εναρμονιζόταν με το περιβάλλον και το άρωμα της Άνοιξης που είχε κιόλας εισβάλλει. Εικόνες ανεπανάληπτες, ανεξίτηλες, κλειδωμένες τώρα σε μυστικά συρτάρια της νεανικής μας μνήμης.
Άλλο γεγονός αλησμόνητης εμπειρίας ήταν οι εξορμήσεις των Κυριακών. Η άσκηση της λειτουργικής και της ομιλητικής στην πράξη. Μια πρωτοβουλία τολμηρή στη σύλληψη και εκτέλεση με φανερό ποιμαντικό και παιδαγωγικό πρόσημο. Ξεκινούσαμε «Όρθρου βαθέος», χωρίς όχημα για κάποιο χωριό με στόχο τη λειτουργία και το κήρυγμα. Στο μικρό κατάμεστο Ναό λειτουργούσε και μιλούσε ο ίδιος ή κάποιος προετοιμασμένος μαθητής. Ένας «θεσμός» που κράτησε και μετά την ανάρρηση του αγαπημένου δασκάλου στο επισκοπικό αξίωμα.
Και μετά τη Λειτουργία η λιτή τράπεζα σε κάποιο σπίτι με τις απλές γυναίκες να διακονούν, θύμιζε κάτι από την αγαλλίαση της πρώτης κοινότητας Χριστιανών, (πραξ. Β’ 46-47) Παρόμοια αισθήματα εκδηλωνόταν κατά την άφιξη όσο και την αναχώρησή μας. Νέοι γέροι, παιδιά έσπευδαν να υποδεχτούν και να κατευοδώσουν τον π. Ειρηναίο, τον «δικό» τους άνθρωπο με την παρέα του.
Στην τραπεζαρία περνούσε διακριτικά προσέχοντας τα αδύνατα και καχεκτικά παιδιά. Ο ίδιος έτρωγε σε διπλανό χώρο διαμορφωμένο πρόχειρα ώστε να καλύπτει τρέχουσες ανάγκες. Μαζί του τρία ως τέσσερα παιδιά, φαινόταν αδύνατα και κάπως συνεσταλμένα. Μετά την ανάρρωσή τους άλλα παιδιά με πρόβλημα υγείας καθόταν σ’ αυτές τις θέσεις!
Εκείνη την περίοδο ο πατήρ Ειρηναίος νοίκιαζε κάποιο παλαιό σπίτι στη Χαλέπα όπου έμενε η αδερφή του Κατίνα κι ο ίδιος όταν τα καθήκοντα του Ηγουμένου και του υποδιευθυντή άφηναν κάποιο περιθώριο. Επισκέψεις για θέματα προσωπικά των μαθητών όσο και των επιμορφούμενων στο Ανώτερο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο κληρικών, δεχόταν σ’ αυτό το χώρο ανακουφίζοντας πολλούς. Μπαίνοντας στον πλημμυρισμένο κήπο με αρώματα λεμονιάς και τριαντάφυλλου αισθανόσουν μαζί το άρωμα και τη χαρά της συνάντησης. Κοντά του μπορούσες ελεύθερα να ανταλλάξεις τις ταπεινές σκέψεις σου με τη δική του «ταπεινή» σοφία.
Στο χώρο επικρατούσε παρά την απλότητα, η θαλπωρή της στοργής του δασκάλου και η στοργή της μοναδικής αδελφής του. Παιδιά με ιογενή νοσήματα ερχόταν απ’ εδώ για περίθαλψη και συνοδεία μέχρι το Γεν. Νοσοκομείο ή την κλινική του φίλου του ιατρού Παΐζη.
Προτού ολοκληρώσουμε τη σύντομη «ιχνηλασία» στα βήματα του αγαπημένου δασκάλου – χάραγμα επιτάφιο με τη συμπλήρωση δυο ετών από την ιερή κοίμηση – επαναβιώνουμε τη σεμνή παρουσία όχι ως εικόνα απλώς αλλά ως διαρκές γεγονός μνήμης, συνείδησης, ζωής. Νοερά ανατρέχουμε στην υπέροχη διακονία της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας (1946-1956) συνθέτοντας τα γεγονότα στην ιστορική και διαχρονική τους διάσταση. Προέχει πάντως η σχέση με τους μαθητές η ελεύθερη εφαρμογή της «μεθόδου» του Ιησού! Πώς άλλωστε να παραθεωρήσει το ασύγκριτο Πρότυπο των δικών του «δια βίου» αναζητήσεων;
Σημαντική -ακροτελεύτια- παράμετρος χαρακτηρίζεται ακόμα το γεγονός ότι ο ιερωμένος δάσκαλος μετά από τη συμβατική λήξη της σχολικής χρονιάς δεν άφηνε τους μαθητές του ορφανούς! Επικοινωνούσε είτε με τις σοφές επιστολές του είτε επισκεπτόμενος τα χωριά τους κυρίως τα απόμακρα χωρίς ποτέ δικό του μέσον. Μια ακόμα ειδοποιός διαφορά, καθώς υπερβαίνει όρια γνωστά, εποχές, αντιλήψεις παλαιότερες και σύγχρονες.
Ο μακαριστός Επίσκοπος, ο αυθεντικός ποιμένας και δάσκαλος, κι εδώ δανείζομαι ένα χαρακτηρισμό του Γρηγορίου του Θεολόγου, σύμφωνα με τον οποίο υπήρξε πράγματι: «απλούς τον τρόπο, πολυειδής την κυβέρνησιν, σοφός τον λόγον, σοφότερος την διάνοιαν, πεζός τοις ταπεινοτέροις, υψηλότερος τοις μετεωροτέροις, φιλόξενος, ικέσιος, πάντα οις αληθών».
Εις Αθανάσιον Επίσκοπον Αλεξανδρείας (Βιβλιοθ. Πατέρων και Εκκλ. Συγγραφέων (Β.Ε.Π.Ε.Σ.) τόμος 59, 165 ff.