Αν δίκαζε η ιστορία ποιος άραγε άξιζε το αιώνιο «ανάθεμα»; Ο Φριτς Σούμπερτ ή ο Στρατιωτικός Διοικητής Κρήτης στρατηγός Μπρούνο Όσβαλτ Μπρώυερ.Ο θύτης της φρικτής τραγωδίας στην Καλή Συκιά, σαν σήμερα το 1943, ή ο διοικητής που είχε το θράσος να απευθύνει και διάγγελμα στον Κρητικό Λαό με την αποχώρησή του στις 26 Ιουνίου 1944:
«…αποχωρώ κατ’ αυτάς εκ της νήσου και αποχαιρετώ τον Κρητικόν λαόν. Όταν παρέλαβον περίπου προ δυο ετών την διοίκησιν, ήτο δι εμέ, ως Γερμανόν στρατιώτην και στρατηγόν, δύσκολον να διεισδύσω εις την ψυχήν και εις την καρδίαν αυτού του λαού.
Με την πάροδον των ετών εγνώρισα καλώς τας αρετάς και τα ελαττώματα του λαού αυτού επί μάλλον και μάλλον και τόσον περισσότερον τον έμαθα, ώστε ηδυνάμην να προσδιορίσω ότι αι αρεταί υπερισχύουν των ελαττωμάτων.
Εκ της επιγνώσεως ταύτης ανεπτύχθη κατόπιν με την πάροδον του χρόνου εκ μέρους μου και εκ μέρους του κρητικού λαού μία φιλία, η οποία, όπως εν πεποιθήσει ελπίζω, θα παραμείνη υπεράνω των πολεμικών γεγονότων και θα διατηρηθή.
Η ανάγκη και η αθλιότης, εις την οποίαν περιέπεσεν μέγα μέρος του λαού, λόγω των πολεμικών γεγονότων, μου έκαιε πάντοτε φλογερώς την ψυχήν και ήτο η αδιάκοπος προσπάθειά μου να επιλαμβάνομαι των αναγκών αυτών δια των ολίγων μέσων των εις την διάθεσίν μου ευρισκομένων.
Με το αυτό πνεύμα και με την αυτήν αντίληψιν εμφορείται και κάθε Γερμανός στρατιώτης εις την Κρήτην.
Όπως εγώ, ούτω κι ο Γερμανός στρατιώτης αισθάνεται την υποχρέωσιν να βοηθή τον πληθυσμόν, εφ’ όσον το επιτρέπουν τα μέσα των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, δια τινός τρόπου.
Ο κρητικός πληθυσμός εσημείωσε την στάσιν του γερμανού στρατιώτου και τούτο αποδεικνύουν αι εγκάρδιαι σχέσεις, αι οποίαι επικρατούν μεταξύ των Γερμανών και του πληθυσμού.
Είναι γνωστόν ότι διαβολαί των ξένων απατεώνων, οίτινες μόνον ζημιώνουν τον ελληνικόν πληθυσμόν, ζητούν θύματα απ’ αυτόν τα οποία δεν εξυπηρετούν τους εθνικούς σκοπούς του. Αυτός ο αδιάκοπος αγών δια το καλόν απέφερεν τους καρπούς του. Και εάν εις Κρήτην αι συνθήκαι σήμερον είναι ουσιωδώς καλλίτεραι από την Ελληνικήν ήπειρον και τα υπόλοιπα Βαλκάνια, αυτό το αποδίδομεν εις το ότι το μέγιστον μέρος του κρητικού πληθυσμού κατενόησε και υπεστήριξε αυτόν τον αγώνα προθύμως και εκθύμως.
Δια τον λόγον αυτόν εκφράζω εις τον κρητικόν λαόν ένα εκ βάθους καρδίας ευχαριστώ και ανήκει επίσης το ευχαριστώ τούτο εις τον Υπουργόν Γενικόν Διοικητήν Δρα Πασσαδάκην, εις τους ιεράρχας και υπαλλήλους της διοικήσεως και αστυνομίας. Μόνον δια της δράσεώς των και της αφόβου συνεργασίας των συνετελέσθη η επιτυχία του ειρηνικού τούτου έργου.
Όταν κατόπιν ο πόλεμος αυτός θα έχη λήξει, θα δυνηθή ο πληθυσμός της Κρήτης να κατανοήση την οφειλήν του προς τους πιστώς και πατριωτικώς δια τον λαόν των εργασθέντας άνδρας. Αποχωρώ εκ της νήσου με τας καλυτέρας και εγκαρδίους ευχάς δια τον κρητικόν λαόν. Είθε να φεισθή του λαού η σκληρά τύχη η οποία επεφυλάχθη εις τους λαούς οίτινες ευρίσκονται εις την απάνθρωπον δίνην του πολέμου τούτου.
Και αν μετά την λήξιν του πολέμου θα επέστρεφα εις την νήσον ως φιλοξενούμενος ελπίζω ότι ο κρητικός πληθυσμός θα με αντίκρυζε με την γνώμην και την φιλίαν την οποίαν θα διατηρήσω εις την καρδίαν μου πάντοτε δια τον λαόν της Κρήτης. Αι σκέψεις και τα αισθήματά μου θα επιστρέφουν πάντοτε κατά την διάρκειαν του πολέμου εις την ωραίαν αυτήν νήσον και τον αξιαγάπητοι λαόν της.
Χαίρετε
Χανιά 24-6-44 – Μπρώυερ
Στρατηγός των στρατευμάτων αλεξιπτωτιστών».
Το απόσπασμα της φρίκης
Θελήσαμε να παραθέσουμε αυτούσιο το διάγγελμα για να γίνει η αντιστοίχηση των λόγων με τις πράξεις που ξεπερνούν και την πιο νοσηρή φαντασία.
Θα έλεγε άραγε τα ίδια ο Μπρώυερ αν παρακολουθούσε βήμα προς βήμα τις κινήσεις του Σούμπερτ που με την ομάδα του αποτελούμενη από βαρυποινίτες και άλλα κοινωνικά αποβράσματα, λεηλατούσε, βασάνιζε, βίαζε και εκτελούσε με τον πλέον απάνθρωπο τρόπο αθώους;
Το σώμα αυτό της φρίκης που σκόρπιζε τον όλεθρο δημιουργήθηκε το 1942 με απόφαση του προκατόχου του Μπρώυερ του στρατηγού Αντρέ.
Το απόσπασμα ονομάστηκε Ε.Κ.Α.Κ. ή Jacte Commando. Ο σκοπός της ίδρυσής του, ήταν η ανεύρεση των Κρητών ανταρτών. Ο Σούμπερτ μπορούσε να χρησιμοποιήσει όποιο τρόπο και μέσον έκρινε για την επίτευξη του σκοπού. Με αυτές τις αρμοδιότητες έφθασε και στην Καλή Συκιά στις 6 Οκτωβρίου 1943 με τους άνδρες του.
Αφορμή έδωσε η μάχη στον Τσιλίβδικα, στις 4 Οκτωβρίου 1943 μεταξύ ομάδας Γερμανοϊταλών, ανδρών της ομάδας του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά και ανδρών της κρητικής αντίστασης των Οργανώσεων Ρεθύμνης και Χανίων.
Όπως είναι γνωστό από τα μέσα Σεπτεμβρίου έως τις αρχές του Οκτώβρη ο καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς αναζητούσε λημέρι για να συνεχίσει τον αγώνα του και ο Τσιλίβδικας του έδωσε την ιδανικότερη λύση. Αναμένοντας να σταλεί πλωτό μέσον για τη διαφυγή της ομάδας του στην Μέση Ανατολή από την παραλία του Ροδάκινου, προδόθηκε από συνεργάτη των Γερμανών.
Και το πρωί της 4 Οκτωβρίου βρέθηκε αντιμέτωπος με ομάδα από 17 Γερμανοϊταλούς. Η μάχη ήταν άνιση και σκληρή. Αλλά οι γενναίοι αγωνιστές κατάφεραν να εξουδετερώσουν τους αντιπάλους εκτός από έναν που κατάφερε να διαφύγει και να ενημερώσει τους ανωτέρους του για όσα διαδραματίστηκαν στη συμπλοκή.
Δίψα για εκδίκηση
Αμέσως μετά μανιασμένος λόχος από 250 στρατιώτες, αξιωματικούς και υπαξιωματικούς έφθασαν στον Άγιο Ιωάννη. Ανάμεσά τους και η ομάδα από 27 δοσίλογους με επικεφαλής το Σούμπερτ.
Πρώτη τους ενέργεια να εκτελέσουν χωρίς αφορμή τον Σταμάτη Κατσιβελάκη του Κυριάκου και τον Παντελή Κουμεντάκη του Ιωάννου που συνάντησαν στη θέση «Χαλασέ- Παπαδονικολή τ’ αμπέλι».
Στην έξοδο του χωριού το μεν γερμανικό τάγμα βάδισε προς τον Τσιλίβδικα, να αναζητήσει τους νεκρούς Γερμανοϊταλούς και οι Σουμπερίτες, με τον αδίστακτο αρχηγό τους, κατευθύνθηκαν στην Καλή Συκιά. Εκεί θα γραφόταν σε λίγο το φρικιαστικότερο έγκλημα της ναζιστικής κατοχής στον τόπο μας.
Μπαίνοντας στο χωριό και αναζητώντας όπλα συνέλαβαν παράλληλα τις Ελένη χήρα Εμμ. Νικητάκη, Μαρία θυγατέρα Εμμ. Νικητάκη, Μαλαματένια σύζυγο Εμμ. Πετράκη, Ευαγγελία συζ. Ευστρατίου Γριντάκη, Φωτεινήν συζ. Ευθ. Δαμουλάκη, Σταυρωτή χήρα Ιωάννου Ζουμπεράκη, Μαρία συζ. Μάρκου Γριντάκη, Αργυρώ Κωνσταν. Κωστάκη, Ζαμπία συζ. Γεωργίου Γιαννουδάκη ή Χαϊδεμένου, Στυλιανή συζ. Γεωργίου Καλαφάτη, Ευαγγελία συζ. Ανδρέου Φρονιμάκη και Ευαγγελία συζ. Ευστρατίου Σταυγιανουδάκη .
Οι άντρες του χωριού στο μεταξύ έχοντας αντιληφθεί την έλευση των Σουμπεριτών είχαν ζητήσει καταφύγιο στο βουνό.
Οι σουμπερίτες χωρίς να χάνουν καιρό συγκέντρωσαν τους κατοίκους έξω από το σχολείο.
Άρχισαν την ανάκριση αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Αντίθετα οι κάτοικοι και κυρίως οι γυναίκες τους αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση αδιαφορώντας για τις απειλές τους.
Με απειλές και φοβέρες, ζητούσαν να μάθουν που βρίσκονται οι αντάρτες. Οι προσπάθειές τους δεν είχαν αποτέλεσμα. Άρχισαν τότε να πυρπολούν τέσσερα σπίτια και να ρίχνουν γυναίκες μέσα στις φλόγες.
Κι ενώ περίμεναν ν’ ακούσουν παρακάλια και φωνές ικεσίας οι λεβέντισσες εκείνες μόλις τις ακουμπούσαν οι θρασύδειλοι Σουμπερίτες, για να τις ρίξουν στη φωτιά, κραύγαζαν κάθε μια χωριστά, με άγρια απελπισία.
– Μη με ακουμπάτε, με λερώνετε ! Μη με μαγαρίζετε!!!
Τα τραγικά θύματα της θηριωδίας
Στα πυρπολημένα σπίτια των Ευάγγελου Πετράκη, Σταμάτη Σταυρουλάκη, Λεωνίδα Μονιάκη και Εμμανουήλ Κωστάκη, βρήκαν τραγικό θάνατο η Ελένη Νικητάκη, η κόρη της Μαρία Νικητάκη, η Μαλαματένια Πετράκη, η Ευαγγελία Γρυντάκη (έγκυος 8 μηνών), η Ευαγγελία Σταυγιανουδάκη, η Ευαγγελία Φρονιμάκη, η Ζαμπία Γιανναδάκη, η Μαρία Γρυντάκη, η Φωτεινή Δαμουλάκη, η Σταυρούλα Ζουμπεράκη, η Αργυρώ Κωστάκη.
Σκοτώθηκαν επίσης και οι Βαρδής Ε. Νικητάκης, Ευάγγελος Δαμουλάκης, Ιωάν. Δρανδάκης Παναγιώτης Κουμεντάκης και Σταμάτης Κατσιβελάκης. Έκαψαν συνολικά δέκα σπίτια και λεηλάτησαν πολλά περισσότερα.
Οι περισσότερες από τις γυναίκες που κάηκαν ζωντανές ήταν ηλικιωμένες. Ο Ευστράτιος Δαμουλάκης (ετών 80), που ρίχτηκε στις φλόγες του σπιτιού του Μανόλη Κωστάκη, κατάφερε να ζήσει με σοβαρά εγκαύματα, αλλά πέθανε λίγο αργότερα από τα τραύματά του. Τρεις ακόμη γυναίκες της Καλής Συκιάς διασώθηκαν με εγκαύματα, αν και ρίχτηκαν στις φλόγες. Η Μαρία Πετράκη, η Ειρήνη Μονιάκη και η Ασπασία Γιανναδάκη. Τέσσερις από τις γυναίκες που κάηκαν ζωντανές, ήταν από το χωριό Ροδάκινο. Η Ευαγγελία Φρονιμάκη, Ζαμπία Γιανναδάκη, Χρυσή Καλαφάτη και Ευαγγελία Σταυγιανουδάκη.
Ένα μουσείο ζωντανής παράδοσης
Η Καλή Συκιά είναι η μοναδική περίπτωση σ’ ολόκληρη την Ελλάδα που το μίσος των Γερμανών στράφηκε αποκλειστικά σε γυναίκες και μάλιστα με τόση αγριότητα.
Μια μόνο πράξη ανθρωπισμού μπορούμε να αναγνωρίσουμε. Ένας στρατιώτης προτού πετάξει στο σπίτι που φλεγόταν μια μικρομάνα της πήρε από την αγκαλιά το μωρό της. Και το πέταξε στο δρόμο για να το μαζέψει μια από τις χωριανές και να το σώσει.
Δεν μπορούμε να μην ευλογήσουμε τη στιγμή που ένας νομάρχης ο Παναγιώτης Κλάδος υιοθέτησε την πρόταση της Πολιτιστικής Αναγέννησης για τη διοργάνωση εκδηλώσεων για την προβολή των ολοκαυτωμάτων του νομού. Οι εισηγήσεις της πρώτης διοργάνωσης μας έδωσε μια πολύτιμη έκδοση με την εισήγηση του Σπύρου Μαρνιέρου το 1991, όπου εκεί βρίσκουμε λεπτομέρειες για τη θυσία και της Καλής Συκιάς (Τα Ρεθεμνιώτικα ολοκαυτώματα 1941-1945 Ρέθυμνο 1991, σελ. 22-23).
Σήμερα το χωριό χάρις στους φιλοπρόοδους κατοίκους προσβλέπει με αισιοδοξία στο μέλλον.
Αυτό όμως που μας άφησε κατάπληκτους ήταν η σύμπνοια των κατοίκων. Με την προθυμία και τις άριστες οργανωτικές ικανότητες της προέδρου κ. Βάσως Κωστάκη – Μπαμιάκη τους βρήκαμε συγκεντρωμένους σ’ ένα χώρο που αποτελεί ένα από τα αξιοθέατα του χωριού.
Είναι το παλιό παραδοσιακό σπίτι του Μιχάλη Πετράκη που αναπαλαίωσε ο εγγονός του Μανόλης με υποδειγματικό τρόπο. Σαν να μην έχει περάσει ο χρόνος από το κτήριο που με τα εκθέματά του αποτελεί πλέον ένα σπάνιας σπουδαιότητας μουσείο λαϊκής παράδοσης.
Όπου και να κοιτάξεις σε περιβάλλει ο πλούτος του λαϊκού μας πολιτισμού στην απόλυτη αυθεντικότητά του.
Από το παλιό πατητήρι, τις βαρέλες και τον παραδοσιακό φούρνο μέχρι την κουζίνα με τα πιάτα στα ράφια και την κρεβατοκάμαρα με το στολισμένο υφαντή κουβέρτα κρεβάτι.
Άργησε πολύ να φθάσει η δικαίωση για το μαρτυρικό χωριό. Η αναγνώρισή του οφείλεται στις άοκνες προσπάθειες της προέδρου του πολιτιστικού συλλόγου κας Βασιλικής Κωστάκη-Μπαμιάκη που έβαλε στόχο ζωής να ενταχθεί και η Καλή Συκιά στα μαρτυρικά χωριά. Κάτι που επετεύχθη με το με το Π.Δ. 49 1/6/2017, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η κ. Μπαμιάκη πέρασε πολλές ταλαιπωρίες μέχρι την επίτευξη του στόχου. Η ίδια όμως υπέμεινε τα πάντα με στωικότητα, καθώς μετρούσε ο ιερός σκοπός της.
Και συνεχίζει να προβάλει το χωριό και την τραγωδία του μέσα από συνέδρια και άλλες εκδηλώσεις. Το ματωμένο αυτό χρονικό αναδεικνύει και το ντοκιμαντέρ των Μανόλη Παντινάκη και Γιάννη Κανελλάκη.
Μια εξαιρετική παραγωγή διάρκειας 27 λεπτών, δημιουργήθηκε από τους δημοσιογράφους Γιάννη Κανελλάκη και Μανόλη Παντινάκη, σε σκηνοθεσία Τάσου Μπιρσίμ, αφήγηση Παναγιώτη Μυλωνά και λήψεις με το συνεργείο του Νίκου Σαράντου.
Το τέλος του Σούμπερτ
Όσο για το τέλος του δήμιου τόσων αθώων ήταν το αναμενόμενο. Στις 28 Ιουλίου του 1947 ξεκίνησε στο Ειδικό Δικαστήριο Εγκληματιών Πολέμου στην Αθήνα η δίκη του για εγκλήματα που είχε διαπράξει στη διάρκεια της κατοχής στην Κρήτη και στη Μακεδονία. Μέρος του κατηγορητηρίου είχε ως εξής:
«…διότι ενήργησεν άνευ λόγου στρατιωτικής ανάγκης τας πράξεις ταύτας, αίτινες δεν εξυπηρέτουν πολεμικούς σκοπούς, ως είναι ειδικώτερον αι εκτελέσεις αθώων πολιτών και δη γερόντων, γυναικών και παίδων και […] εκ προμελέτης απεφάσισε και εσκεμμένως εξετέλεσεν ανθρωποκτονίας κατά των κάτοθι αναφερομένων Ελλήνων».
Στη διάρκεια της δίκης οι μάρτυρες περιέγραψαν τα εγκλήματα του Σούμπερτ, ένας δε μάρτυρας από τα Γιαννιτσά δήλωσε στην κατάθεσή του: «Αν υπήρχαν δέκα Σούμπερτ δεν θα υπήρχαν Έλληνες σήμερα». Ο Σουμπερτ δήλωσε αθώος, αρνήθηκε να απολογηθεί και ζήτησε να καλέσει από τη Γερμανία δικηγόρους και μάρτυρες υποστηρίζοντας ότι υπό τις παρούσες συνθήκες δεν παρέχονταν εγγυήσεις για την απονομή δικαιοσύνης σε αυτόν. Ισχυρίστηκε επίσης ότι του ήταν δύσκολο να συνεννοηθεί με τους Έλληνες συνηγόρους του λόγω της γλώσσας. Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα και τον κάλεσε ξανά να απολογηθεί όμως εκείνος αρνήθηκε και πάλι και δήλωσε ότι θα έκανε αίτηση χάριτος προς το βασιλιά. Τελικά στις 5 Αυγούστου το δικαστήριο τον κήρυξε ένοχο και τον καταδίκασε 27 φορές σε θάνατο, δεκαέξι φορές για τα εγκλήματα στην Κρήτη και εννιά για τα εγκλήματα στην Μακεδονία, μολονότι τα τελευταία ήταν περισσότερα. Η απόφαση αυτή όμως δεν αφορά το σύνολο των εγκλημάτων, καθώς ο Σούμπερτ στη δίκη αυτή δεν δικάστηκε για το σύνολο των εγκλημάτων του. Στην απόφαση αυτή δεν αναφέρεται καθόλου το ελληνικό ονοματεπώνυμο. Την 1η Οκτωβρίου ο Σούμπερτ μεταφέρθηκε στις φυλακές Επταπυργίου στη Θεσσαλονίκη για να δικαστεί για αλλά εγκλήματα που είχε τελέσει στην Μακεδονία. Οκτώ ημέρες αργότερα εμφανίστηκε ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου Δωσίλογων στη Θεσσαλονίκη, μαζί με 9 μέλη της ομάδας του, ενώ άλλα 49 επρόκειτο να δικαστούν ερήμην. Τελικά το δικαστήριο δέχτηκε την ένσταση αναρμοδιότητας που κατέθεσαν οι συνήγοροί του επειδή ο Σούμπερτ ήταν Γερμανός πολίτης και ότι μόνο αρμόδιο ήταν το Ειδικό Δικαστήριο Εγκληματιών Πολέμου. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στις φυλακές Επταπυργίου και εκτελέσθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1947, αφού προηγουμένως είχε απορριφθεί η αίτηση χάριτος που είχε υποβάλλει και χωρίς να έχει δικαστεί για όλα τα εγκλήματα που είχε διαπράξει στην Μακεδονία. Σύμφωνα με τον «Ριζοσπάστη», οι τελευταίες του λέξεις, τις οποίες απεύθυνε σε καθολικό ιερέα που ήταν επιφορτισμένος να τον μεταλάβει, ήταν οι εξής: «Η Γερμανία ζη και δεν πεθαίνει. Εύχομαι να ξαναγίνη μεγάλη για να μπορέσει να ξεπληρώση όσα υποφέρει σήμερον».
Αμετανόητος μέχρι το τέλος στάθηκε ο φρικτός δολοφόνος, ο Φρίτς Σούμπερτ, ο δήμιος των αθώων γυναικών που με το φρικτό τους θάνατο στις φλόγες πέρασαν στην αθανασία και τις τιμάμε πάντα με ιδιαίτερο σεβασμό.
Πηγές:
Εύας Λαδιά: «Στην Καλή Συκιά των ηρωικών κατοίκων…» (εφημερίς «Ρεθεμνιώτικα Νέα»)
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ: Η δίκη και η εκτέλεση του Φρίτς Σούμπερτ
Γιώργου Καλογεράκη: «Μη με μαγαρίζεις…» (Καλή Συκιά – 6 Οκτωβρίου 1943)
(εφημερίς «Πατρίς»)